«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ(ΑΣΩΤΟΥ): «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ µετανοούντι».


π. Αγγέλου Σπυρόπουλου,εφημερίου ΙΝ αγίου Ανδρέου Αιγίου

Αγλάισμα των παραβολών και ατίμητο κειμήλιο του Ευαγγελικού θησαυρού ονόμασαν, αγαπητοί μου αδελφοί, οι πατέρες τη παραβολή του Ασώτου υιού. Γιατί μέσα από αυτή την παραβολή ζωγραφίζεται από το «θείο καλλιτέχνη», η απέραντη και ανυπέρβλητη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, το κάθε άνθρωπο.

Φαίνεται όλο το ύψος της αγάπης του Θεού, που δεν αγαπά μόνο τους δικαίους, τους ενάρετους και τους εκλεκτούς, αλλά η αγάπη του Θεού αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους με μεγαλύτερη θέρμη και με ειλικρινέστερο πόνο ακόμη και τον χειρότερο αμαρτωλό, εξάλλου ο Χριστός είπε «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοια».
Έτσι λοιπόν, συνεχίζει η παραβολή να μας λέγει: «είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», δηλαδή, ο γεμάτος αγάπη πατέρας, όταν είδε από μακριά τον αγνώριστο και σε κακά χάλια γιό του, έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε. Αγνώριστος ήταν κι όμως η αγάπη του πατέρα τον γνώρισε και τον αποκατέστησε στη πρώτη δόξα.
Όταν βρισκόταν στο σπίτι τού πατέρα ο μικρότερος γιος, είχε άφθονα όλα τ΄ αγαθά και ήταν χαρούμενος και ευτυχισμένος, γιατί είχε ακόμη την φροντίδα και την στοργή του πατέρα του.
Όμως, από απερισκεψία, θεωρεί την υπακοή στο πατέρα σαν αιχμαλωσία και σκλαβιά, παρακινούμενος μάλλον και από τους «φίλους» ζητάει την ελευθερία του, να χαρεί τα νιάτα του μακριά από την επίβλεψη του πατέρα του.
Και αφού ζήτησε την προβλεπόμενη περιουσία έφυγε και πήγε «σε χώραν μακράν» όπου εκεί κατασπατάλησε όλη την περιουσία του σε πονηρές διασκεδάσεις και σε κτηνώδεις απολαύσεις.
Φυσικό και επόμενο ήταν με την τόσο σπάταλη ζωή που έκανε να χάσει όλη την περιουσία του, να δυστυχήσει και να κινδυνέψει να πεθάνει από την πείνα, εάν δεν βρισκόταν κάποιος να τον μαζέψει και να τον προσλάβει ως χοιροβοσκό. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, προσπαθούσε να χορτάσει με την τροφή που έδινε στους χοίρους.
Σε αυτό το σημείο επαληθεύονται τα λόγια του Χριστού μας που λέγει: «έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι».
Ο πλούσιος γιος, τώρα χοιροβοσκός!!! Η σκέψη αυτή τον συντάρασσε, τον επανέφερε όμως στα λογικά του και αποφασίζει λέγοντας: «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ λιμώ απόλλυμαι! Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου…» δηλαδή πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν άφθονο και περισσεύοντα τον άρτο, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα. Ταπεινώνεται και αμέσως παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα της μετανοίας του με τον λογισμό, την σκέψη. Προχωρεί με σκυμμένο το κεφάλι, ξυπόλητος, βρώμικος, δυστυχισμένος και αγνώριστος από τις κακουχίες.
Σαν πλησίαζε, όμως, στο πατρικό του σπίτι, ο πατέρας τον είδε από μακριά, και αμέσως έτρεξε τον αγκάλιασε.
Ο άσωτος γιος κάνει το δεύτερο βήμα δηλαδή κάνει το λογισμό, τη σκέψη πράξη και ζητά από τον πατέρα του την πλήρη συγχώρεση λέγοντάς του: "ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Η αγάπη του πατέρα δέχεται την πραγματική συγνώμη του ασώτου, και αμέσως,πρόσταξε τους δούλους να του φέρουν τα καλύτερα ρούχα, τα καλύτερα υποδήματα, το δακτυλίδι του, και να σφάξουν τον «μόσχο τον σιτευτόν» ώστε να γιορτάσουν την επιστροφή του γιού του, διότι «νεκρός ην και ανάζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Μια εικόνα απείρου κάλους, θεϊκής αγάπης, και πάλι μου έρχονται τα θεία λόγια στη σκέψη: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ µετανοούντι».
Πόσοι όμως άνθρωποι, αγαπητοί μου αδελφοί, σε κάθε εποχή, πόσο μάλλον σήμερα, μοιάζουν με τον Άσωτο της παραβολής; Πόσοι σπαταλούν την περιουσία τους, τα νιάτα τους και φθείρουν την υγεία τους σε αμαρτωλές διασκεδάσεις; Πόσες οικογένειες έχουν καταστραφεί από την ασωτία είτε των ανδρών είτε των γυναικών; Τόσα διαβάζουμε καθημερινά στις εφημερίδες για ειδεχθή εγκλήματα τα οποία είναι αποτέλεσμα της ασωτίας και της ανηθικότητας!!!
Οι κοινωνία μας είναι γεμάτη από άσωτους, κάθε ηλικίας, κάθε φύλου, κάθε τάξεως.
Ο άσωτος της παραβολής όμως, κάποτε μετανόησε και γύρισε στο πατέρα του.
Ποια ευλογία Θεού θα ήταν και ευτυχία της κοινωνίας, εάν όλοι οι άσωτοι, κάθε εποχής, ακολουθούσαν το παράδειγμα του νεώτερου γιού της παραβολής δηλαδή στην επιστροφή του στο πατρικό σπίτι!
Η αγάπη του Θεού και πατέρα μας είναι πολύ μεγάλη για κάθε αμαρτωλό άνθρωπο.
Η αγκαλιά Του, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι πάντα ανοικτή και περιμένει την επιστροφή όλων μας, διότι η μακροθυμία Του ανέχεται και υπομένει.

Το μόνο που ζητεί, είναι τη μετάνοιά μας, όπως αυτή του Άσωτου υιού που είπε στον πατέρα του «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».

Έτσι αδελφοί μου είναι ευκαιρία τώρα που προετοιμαζόμαστε για το Θείο Πάθος να γυρίσουμε και εμείς ως ο Άσωτος και να ζητήσουμε από τον Θεό πατέρα την συγχώρεση ώστε να ακούσουμε και εμείς το «νεκρός ην και ανάζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». Αμήν.




IEΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΙΓΙΟΥ

 

Κυριακή ΙΖ΄ Λουκά (Ασώτου):Το αναστάσιμο πανηγύρι της επιστροφής


Λουκά κεφ. ιέ' στίχοι 11-32


Κάθε φορά , αδελφοί μου, που θα διαβάσουμε την περικοπή από την παραβολή του Ασώτου μένουμε πραγματικά έκθαμβοι από την ευσπλαχνία και το έλεος του φιλόστοργου πατέρα. Στον αποστάτη και αχάριστο γιο έχει ετοιμάσει φίλημα πατρικό, αγκαλιά υποδοχής, δαχτυλίδι εξουσίας, χιτώνα αγαλλίασης, σανδάλια προστασίας και τέλος πανηγύρι μεγάλο όπου θυσιάζει τον μόσχο τον σιτευτό. Τέλος, εισοδεύουν μαζί σε τραπέζι ευφροσύνης που είναι λαμπρό γιατί ακτινοβολεί αναστάσιμη χαρά, αφού ο γιος αυτός ήταν «χαμένος και βρέθηκε, νεκρός και ανέζησε».

Ο αποστάτης γιος εγκλωβισμένος σε ένα παράλογο εγωισμό, ποιώντας τον εαυτό του αυτείδωλο των παθών του, φορτισμένος με συμπλεγματική οργή γιατί δεν αντέχει την απέραντη πατρική αγάπη, με το εωσφορικό θέλγητρο της αυτονόμησης από τα πάντα αποφασίζει να αποκοπεί από το σώμα της αληθινής χαράς για να κοινωνήσει την τρυφή της ψευδώνυμης ηδονής. «Ο άρχοντας της χώρας που είναι μακράν» τον έχει κυριεύσει, η σαγηνευτική γοητεία του πειραματισμού για τον πειραματισμό και την πρόσκαιρη τρυφή του σκοτίζει το νου. Έτσι μια μέρα ξενιτεύεται για να αυτοδικαιωθεί. Παρ’όλο τον πατρικό του πόνο ο Πατέρας του εγχειρίζει το ήμισυ της περιουσίας του, δεν του αρνείται την χορηγία των «ταλάντων». Αυτός όμως πωρωμένος σαν αχαλίνωτο άλογο γρήγορα σπαταλά τα πατρικά χαρίσματα στον βούρκο του ηδονισμού.

Τώρα μόνος , καταπληγωμένος και προδωμένος απ’όλους και απ’όλα δούλος των χοιροβοσκών επιθυμεί να κορέσει την πείνα του με τα ξυλοκέρατα. Δούλος στους δούλους, πεινασμένος αυτός ο πρώην άρχοντας, ζώντας σε μία φρικτή κόλαση γιατί «απέπτυσε» τον παράδεισο. Η νοσταλγία της επιστροφής του καίει τα σωθικά όμως στην παραζάλη του δικού του εγωισμού, του δαιμονικού φόβου που δεν θέλει να τον χάσει από υποχείριο του, βλέπει την πατρική φιγούρα ως δυνάστη και τιμωρό. Θεωρεί πως ο πατέρας μόνον σαν δούλο θα μπορέσει να τον ξαναδεχτεί στον πατρικό οίκο. Πάσχει και φοβάται, αλλά ωστόσο κάνει το μεγάλο βήμα.

Ο δρόμος της επιστροφής είναι βασανιστικός. Αυτός που έφυγε με δόξα και περηφάνεια , επιστρέφει με πόνο , καταπληγωμένος και σύντρομος σαν φταίχτης.
Η μεταμέλεια του σχίζει την ψυχή. Και πριν ψελλίσει λόγο απολογίας ο Πατέρας είναι ήδη πλάι του. Τον παίρνει στην αγκαλιά του , τον επαναφέρει στην δόξα , τον κάνει μέτοχο στην πασχαλινή χαρά του. Στο παράπονο του μεγαλύτερου αδελφού που δυσανασχετεί για αυτή την «απρόσμενη» και «μεροληπτική» αντίδραση του κοινού πατέρα, εκείνος αντιτείνει με απλότητα και συγκινητική αγάπη : «παιδί μου, εσύ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου• αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε».

Αδελφοί μου, με την περικοπή αυτή που όρισαν οι πατέρες δεύτερη στη σειρά μέσα στο τριώδιο, θέλησαν να μας δείξουν πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της μετάνοιας και πως η απελπισία αυτών που διστάζουν να ξαναγυρίσουν στην Εκκλησία, στον οίκο του πατέρα Θεού, είναι μια μεγάλη απάτη. Όλους τους μεταμελημένους τους αγκαλιάζει ο Θεός που δεν είναι τιμωρός αλλά εξιλαστής αμαρτιών και αγαπά τις ταπεινωμένες και εξουθενωμένες καρδιές. Αν μας έχει κυριεύσει η απελπισία της ασωτίας και η πεποίθηση πως δεν μπορούμε να σωθούμε ένεκα της βαριάς αμαρτίας μας, ας αναλογιστούμε τον άσωτο που αφού αποστάτησε και δοκίμασε όλες τις ηδονές, μετά μεταμελήθηκε και κέρδισε την πασχάλια χαρά. Αντιθέτως ας μην φανούμε μικρόψυχοι σαν τον μεγάλο αδελφό της παραβολής που αν και εξωτερικά δίκαιος ο φθόνος του κατέστρεψε την χαρά και τον απέδειξε εκτός του νυμφώνος Χριστού.

Η αγκαλιά της Εκκλησίας είναι ανοικτή για όλους εμάς. Η Εκκλησία διαθέτει δωρεάν και απλόχερα τον χιτώνα που είναι το βάπτισμα και η μετάνοια, το δακτυλίδι που είναι υπόσχεση συμβασιλείας με τον Χριστό, τα σανδάλια τα αγιότητας για να συντρίβουμε την κεφαλή του νοητού εχθρού διαβόλου, και τέλος το Μεγάλο Θύμα, τον μόσχο τον σιτευτό, που είναι ο Χριστός παρών και ζων μέσα στο μυστήριο της Ευχαριστίας.

Η αναστάσιμη χαρά της βασιλείας μας θέλει όλους κοινωνούς και μέτοχους.

Ως πότε θα είμαστε παραριγμένοι και λιμοκτονούντες στο βούρκο, στις ακαθαρσίες και στο αίμα; Ελάτε και «λούσασθε και καθαροί γενέσθαι», «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» και πραγματικά αδελφοί μου θα κατακτήσετε την αιώνια χαρά.










ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Ο άνθρωπος κατά τους τρείς ιεράρχες


Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαθανασίου Δρ. Νομ. και Θεολ., 
Ιεροκήρυκος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών


Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το πιο παλαιό αλλά και το πιο σύγχρονο ερώτημα είναι το «τι είναι ο άνθρωπος;». Eίναι ο άνθρωπος δημιούργημα του Θεού ή όχι; Eίναι προϊόν εξελίξεως; Kαι ακόμη περισσότερο, ποιά είναι η υλική και ποιά η πνευματική φύση του ανθρώπου; Ποιός τελικά είναι ο προορισμός του;


Mία σειρά ερωτημάτων που βασίζονται στο τόσο πανάρχαιο και τόσο σύγχρονο ερώτημα: Tι είναι ο άνθρωπος.

Φυσικά πολλά έχουν γραφεί και πολλές ανθρωπολογίες έχουν εκδοθεί.

Tο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ερώτημα, το παγκόσμιο θα λέγαμε πρόβλημα, δεν άφησε αδιάφορους τους τρεις φωτολαμπείς μεγίστους Iεράρχες της Eκκλησίας. O Bασίλειος Kαισαρείας ο Mέγας, ο Iερός Xρυσόστομος, Aρχιεπίσκοπος Kωνσταντινουπόλεως και ο Θεολόγος Γρηγόριος με τη φωτισμένη διάνοιά του από τη Nανζιανό, φιλοσόφησαν και θεολόγησαν στο κεντρικό αυτό θέμα του ανθρώπου.




O πρώτος, ο Mέγας Bασίλειος στο περισπούδαστο έργο του «Eις τήν Eξαήμερον, Oμιλία Θ΄» ερμηνεύοντας και σχολιάζοντας την Π. Διαθήκη και με επιχειρήματα της ελληνικής φιλοσοφίας, θεμελιώνει τη δημιουργία του ανθρώπου «κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωσιν Θεού». O άνθρωπος κατά τον M. Bασίλειον είναι ψυχοσωματικό ον, συναποτελούμενον εκ ψυχής και σώματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Διπλούς ο άνθρωπος ο μέν έξωθεν ών, ο δέ ένδοθεν, κατά τε τόν ορώμενον καί κατά τόν εν κρυπτώ νοούμενον». Ως βαθύς δε ανατόμος της ανθρωπίνης φύσεως γράφει: «Eγώ γάρ κατά τόν έσω άνθρωπον τά εξω ουκ εγώ, αλλά εμά· εγώ δέ τό λογικόν της ψυχής όργανον· άνθρωπος δέ κυρίως τό κατ’ αύτήν τήν ψυχήν».

Eάν δια του «κατ’ εικόνα» έχει ενσφραγισθεί μέσα στον άνθρωπο το «θεοειδές», το «καθ’ ομοίωσιν» φανερώνει το δυναμικό της ψυχής, την δυνατότητα προς τη θέωση. «Tό μέν γάρ κατ’ εικόνα φύσει δέδοται ημίν» συνεχίζει ο Eπίσκοπος Kαισαρείας. «Tό δέ καθ’ ομοίωσιν εκ προαιρέσεως καί οίκοθεν κατορθούμεν ύστερον... διά της αρίστης πολιτείας... καί των περί τά καλά πόνων».

O Δημοσθένης της Eκκλησίας, ο χρυσορρήμων Iωάννης απαντά στο ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος ως εξής:

«Ο ‘Ανθρωπος εστι τό περισπούδαστον του Θεού ζώον· καν δούλος η, ουκ εστι μοι ευκαταφρόνητος... καν εις η, άνθρωπος εστι, δι’ον ουρανός ετανύσθη καί ήλιος φαίνει καί σελήνη τρέχει καί αήρ εξεχύθη καί πηγαί βρύουσι καί θάλαττα ηπλώθη· καί προφήται απέμφθησαν καί νόμος εδόθη· Kαί τί δή πάντα λέγειν; δι’ όν ο μονογενής Yîός τού Θεού άνθρωπος εγένετο. O Δεσπότης μου εσφάγη καί τό αίμα αυτού εξέχεεν υπέρ ανθρώπου».

Kαι προχωρεί βαθύτερα: «Aνθρωπος γάρ εστι, ουχ όστις απλώς, χείρας καί πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν καί αρετήν μετά παρρησίας ασκεί».

O τρίτος μεγάλος, Kαππαδόκης Iεράρχης, ο Γρηγόριος, ο επιλεγόμενος Θεολόγος φιλοσοφεί και θεολογεί περί ανθρώπου προσφέροντας υψηλά νοήματα. Γράφει χαρακτηριστικά:

«O αριστοτέχνης Λόγος τού Θεού εδημιούργησε μία ζωντανή υπαρξη σύνθετη από τήν αόρατη καί τήν ορατή φύση, δηλαδή τόν άνθρωπο. Kαί από μέν τήν ύλη, η οποία προϋπηρχε, πήρε τό σώμα, από τόν εαυτό του δέ εδωκε τήν πνοή. Kαί κατεσκεύασεν έτσι ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο, μεγάλη τήν μικρότητά του, καί τόν τοποθέτησε επί της γης, σάν άλλον άγγελον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτη της ορατής δημιουργίας, μύστη της αοράτου καί εγγιζομένης διά του νου, βασιλέα των επί της γης υλικών δημιουργημάτων, βασιλευόμενον άνωθεν υπό του Θεού, επίγειο καί ουράνιο, πρόσκαιρο καί αθάνατο, ορατό καί διά του νου εγγιζόμενο, ευρισκόμενο στό μέσον του μεγαλείου καί της ταπεινότητος, τόν ίδιο πνεύμα καί σάρκα, πνεύμα διά τήν χάριν, πού εισέρχεται μέσα του, σάρκα εξ αιτίας της επάρσεως, η οποία έπρεπε νά ταπεινωθεί».

Ψυχοσωματικόν λοιπόν μυστήριον ο άνθρωπος, «επίγειος καί ουράνιος, πρόσκαιρος καί αθάνατος» με την οντολογική του αναφορά στον τριαδικό Θεό και με σκοπό στη ζωή του την κορυφή της πνευματικής ζωής, την θέωση. Aυτή ακριβώς είναι η χριστιανική θεώρηση του ανθρώπου, την οποία μελετούν, ερμηνεύουν και παρουσιάζουν οι Oικουμενικοί Διδάσκαλοι, οι τρεις Iεράρχες, τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου. Γι’ αυτό και οι τρεις τους ήταν απέραντα φιλάνθρωποι, δίπλα στον πόνο και στη φτώχεια του κάθε ανθρώπου, δίπλα στον ξένο, στον άστεγο, στον αιχμάλωτο, στον πεινασμένο, στον άρρωστο, στον μικρό και στον μεγάλο, στον αγράμματο και στον μορφωμένο.



O άλλος, ο κάθε άλλος συνάνθρωπος ήταν για τους τρεις φωστήρες της Oικουμένης «εικόνα του Θεού» με θείο σπινθήρα στην ψυχή, αλλά με το χοϊκό περίβλημα στο σώμα. Γι’ αυτό και εργάσθηκαν σ’ όλη τους τη ζωή, και από όποια θέση και αν κατείχαν για τον άνθρωπο. Mε όλα τα μέσα που διέθεταν και με πρακτικούς τρόπους βοήθησαν, στήριξαν, παρηγόρησαν, ενίσχυσαν τους συνανθρώπους τους.

Aγάπησαν ό,τι ωραίο και αληθινό υπάρχει στον άνθρωπο και του έδειξαν την άλλην προοπτική του, εκείνη της σχέσεώς του με τον Δημιουργό, γεγονός που δεν μπορεί να απωθηθεί και να ξεχασθεί. Έτσι με τους κορυφαίους Έλληνες Πατέρες, τους Tρεις Iεράρχες, αποδεικνύεται ότι κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν εξετίμησε τόσο έξοχα όσο ο Xριστιανισμός την αξία του ανθρώπου. Kορυφαίοι επιστήμονες και διανοητές το αναγνωρίζουν αυτό, γι’ αυτό και ο θησαυρός της ελληνικής πατρολογίας συστηματικά πλέον μελετάται και αξιοποιείται στον ευρωπαϊκό χώρο.

Eίναι γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος παρά τα τεχνολογικά επιτεύγματά του εξακολουθεί να αισθάνεται ένα ψυχικό κενό. H οδύνη της αβεβαιότητας ποτίζει βαθειά κάθε φάση της ζωής του. Tο γήινο και χρονικό κομμάτι του εαυτού του επιθυμεί συνεχώς τα του κόσμου και τα ρέοντα. Kρύβει τα πνευματικά και τα αιώνια. Στη βίωση όμως αυτής της αντίθεσης, το ερώτημα είναι κάθε φορά ενώπιόν του αμείλικτο: Tι είναι ο άνθρωπος; Kαι σήμερα, που παρ’ όλες τις Διακηρύξεις περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, απειλείται με αφανισμό η αξία του ανθρώπινου προσώπου και προέχει η αξία του κουμπιού της μηχανής, το παραπάνω ερώτημα απαιτεί την πλέον δημιουργική απάντηση, χωρίς επιπολαιότητα και προκατάληψη.

Oι Tρεις Iεράρχες οι μεγάλοι αγωνιστές του Πνεύματος, οι πανεπιστήμονες, οι κοινωνικοί αυτοί αναμορφωτές που τους γιορτάζουμε στις 30 Iανουαρίου, δίνουν την απάντηση και έχουν λόγο ουσίας να προσφέρουν στην τεχνοκρατούμενη αυτή εποχή μας. Άραγε, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θ’ ακούσει αυτόν τον λόγο που καρποφορεί αιωνιότητα;


ΧΦΕ

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Εις την ανακομιδήν των λειψάνων του Χρυσοστόμου (27 Ιανουαρίου)




Είναι δύσκολο, αγαπητοί μου αδελφοί, η αναξιότητα μου να προσεγγίσει μία προσωπικότητα , όπως αυτή του Ιερού Χρυσοστόμου, του οποίου τα λείψανα σήμερον νοερώς ανακομίζονται στην βασιλεύουσα των πόλεων, ήτοι εορτάζουμε την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων. Ο ιερός υμνωδός θέλοντας να εγκωμιάσει μία άλλη πνευματική κορυφή, τον μεγάλο Βασίλειο, γράφει χαρακτηριστικά: " σου την φωνήν έδει παρείναι Βασίλειε". Έτσι λοιπόν , είναι δύσκολο για έναν φτωχό πνευματικά ιερέα να σκιαγραφήσει την χρυσοστομική προσωπικότητα. "Σου την φωνήν έδει παρείναι Χρυσόστομε".

Οι άγιοι ιεράρχες της Εκκλησίας μας, οι αγωνιστές άγιοι, οι ομολογητές της πίστεως, βρίσκουν στο πρόσωπο του αγίου Ιωάννη την επιτομή των ιερατικών και χριστιανικών αρετων. Χωρίς υπερβολή θα μπορούσε κανείς να τον ονομάσει δεύτερο Ηλία και Πρόδρομο, για την πολλή του παρρησία και θάρρος να ελέγχει δημόσια τους άνομους βασιλιάδες και άρχοντες. Θα μπορούσε κανείς να τον ονομάσει δεύτερο απόστολο Παύλο και δέκατο τρίτο των αποστόλων, διότι υπάρχει κορυφή στην ερμηνεία και τον ευαγγελισμό της γραφής. Θα μπορούσε κανείς να τον ονομάσει δεύτερο Ιωάννη Θεολόγο, διότι άγγιξε τα ακρότατα της θεολογίας, αποδίδοντας μας όμως την εν Χριστώ θεολογία όχι με υψηλά και δυσνόητα νοήματα, αλλά με γλαφυρότητα,ζωντάνια και απλότητα , όπως ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Θα μπορούσε κανείς να τον ονομάσει δεύτερο Ιάκωβο αδελφόθεο, διότι υπήρξε συντάκτης της θείας λειτουργίας, δια της οποίας αγιαζόμαστε και πανηγυρίζουμε την βασιλεία του Θεού σήμερον και αεί. Είναι μάρτυρας γιατί συμμαρτύρησε με μάρτυρες στην εξορία και στις κακουχίες, για την αγάπη της αλήθειας και του Χριστού.Είναι φτωχών υπερασπιστής και πενήτων πλουτιστής.  Με λίγα λόγια είναι ο άγιος Ιωάννης,ο Χρυσόστομος, η εικόνα της αγιότητας, η ζωντανή εικόνα του ίδιου του Χριστού.

Το ιστορικό της σημερινής εορτής έχει ως εξής:  Τριάντα ολόκληρα χρόνια το σκήνος του αγίου μένει στην Αρμενία, όπου εξορίστηκε και κοιμήθηκε ο άγιος. Ο μαθητής του αγίου και άγιος πατριάρχης Πρόκλος φροντίζει για την μεταφορά του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη, την νόμιμη έδρα του αρχιποίμενα Ιωάννη. Στο δρόμο προς την βασιλεύουσα το λείψανο θαυματουργεί. Μάλιστα, αποκαθίσταται μια αδικία που έγινε σε κάποια χήρα από την βασίλισσα Ευδοξία, την διώκτρια του αγίου. Εν τέλει το λείψανο φτάνει στην βασιλεύουσα. Ο λαός πανηγυρίζει και αποκαθιστά τον άγιο στο θρόνο του. "Απόλαυε τον θρόνο σου άγιε". Ο άγιος σαν ζωντανός και παρών ευλογεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα δια του "Ειρήνη πάσι". Τέλος, το λείψανο τίθεται στο ναό των αγίων Αποστόλων, των οποίων δέκατος τρίτος τρόπον τινά υπήρξε ο Χρυσόστομος.

Αυτή την ανακομιδή, αυτή την αποκατάσταση του αδικημένου αγίου, του μάρτυρα Ιωάννη εορτάζουμε σήμερα,αγαπητοί. Είναι πολλές οι εορτές του ενιαυτού που είναι αφιερωμένες στον Ιερό Χρυσόστομο από την Εκκλησία μας και από εκεί και μόνο φαίνεται το ύψος του αγίου εκείνου και πόσα του οφείλουμε, τί μεγάλη ευγνωμοσύνη και τιμή του ανταπέδωσε η Εκκλησία και ο Χριστός, υπέρ του οποίου και την ψυχή και την ζωή του έθεσε σε κίνδυνο.

Ας κοιτάξουμε όλοι μας αδελφοί, προς τον επισκοπικό θρόνο. Είναι παρών ο άγιος Ιωάννης διά της εικόνας του. Ζει ανάμεσα μας, χοροστατεί και μας ευλογεί. Είναι η ελάχιστη αποκατάσταση που μπορούμε να προσφέρουμε σε εκείνον τον τόσο μακρυνό αλλά και τόσο κοντινό πατέρα μας. Τον αποκαθιστούμε στον θρόνο του. Ας εγκαταστήσουμε και τα χρυσοστομικά λόγια στην ψυχή μας. Να αγαπήσουμε και να μελετήσουμε και να εγκολπωθούμε τον χρυσοστομικό λόγο. Ιδιαίτερα, στην εποχή μας το έχουμε ανάγκη, το οφείλουμε στην ίδια την ψυχή μας.

Να έχουμε την ευλογία του αγίου. ΑΜΗΝ







π Παντελεήμων Κρ. , Ιανουάριος 2010

Οσίας Ξένης της Ρωμαίας :Η ξενωθείσα του κόσμου( 24 Ιανουαρίου)




του Αρχ. Νικοδήμου Παυλόπουλου,Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου - Λειμώνος Λέσβου


από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»



«Αποξενούται τούδε του βίου Ξένη, ου ζώσα και πριν, ως αληθώς ην ξένη».



Ξένο θαύμα, ξενίζει σήμερα τις καρδιές μας, αγαπητοί μου αδελφοί, η αποξένωση από τον κόσμο της φθοράς και της ύλης της όσιας Ξένης για χάρι της «Δεσποτικής Ξενίας».


Κάθε άγιος από τα εκατομμύρια των αγίων της πίστεως κατά ένα διαφορετικό τρόπο ευαρέστησε στο θεό και διαφορετικό βραβείο και στέφανο έλαβε και θα λάβη από το δωρεοδότη Κύριο, γιατί κατά τον Απόστολο «άλλη δόξα ηλίου και άλλη δόξα αστέρος, αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη».


Αλλά ο τρόπος της ασκήσεως και ευαρεστήσεως ενώπιον Κυρίου της όσιας Ξένης είναι πράγματι ξένος και πρωτόγνωρος.


Να τον παρακολουθήσωμε.


Γεννήθηκε στη Ρώμη την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από γονείς ευγενείς και Χριστιανούς «εκ γένους εντίμου και ζηλευτού».


Από μικρή έμαθε τα ιερά γράμματα, και τα λόγια της Γραφής τα ένοιωθε «ως γλυκέα τω λαρύγγι της και υπέρ μέλι τω στόματί της».


Καθημερινώς «ηδολέσχει εν τοις δικαιώμασι» του Κυρίου εμελέτα τας δικαίας κρίσεις και αποφάσεις του και τίποτε δεν την συγκινούσε από τον κόσμο αυτό το φθαρτό και μάταιο παρά όλη της τη σκέψι την απορροφούσε η γλυκεία ενθύμησις του Νυμφίου Χριστού και γρηγορούσε και ένηφε λέγοντας στην ψυχή της «βλέπε ουν ψυχή μου μη τω ύπνω κατενεχθής ίνα μη τω θανάτω παραδοθής και της βασιλείας έξω κλεισθής».


Οι γονείς της όμως πού την εκαμάρωναν ήθελαν να πιάσουν στα χέρια τους εγγόνια και να εξασφαλίσουν τις κοσμικές χαρές στην κόρη τους. Γι' αυτό και επάσχισαν να την παντρέψουν, ενώ εκείνη δεν έστεργε, κατά ένα τρόπο την εβίαοαν να δεχθή το γάμο με ένα πανέμορφο και πλούσιο νέο. Όλα πια τα είχαν ετοιμάσει. Σε λίγη ώρα θα γινότοτν το μυστήριο. Η νύφη ντυνόταν στο νυφικό της θάλαμο βοηθούμενη από τις θεραπαινίδες της και αφού προηγουμένως είχε συννενοηθή με δύο έμπιστες και ζηλώτριες Χριστιανές θεραπαινίδες της «εδραπέτεψε» μέσα από το νυφικό θάλαμο και με τις δύο της υπηρέτριες εμπήκε σε πλοίο και κατευθύνθηκε στην Αλεξάνδρεια σε ξένο και άγνωστο τόπο για να βρή τον ξένο και άγνωστο στους πολλούς Χριστό και να τον φιλοξενήση στης κορδιάς της το λίκνο μαζί με άλλες καλοπροαίρετες και φιλόξενες ψυχές.


Ο δε Θεός του ελέους πλουσιοπάροχα γι' αυτό της τον ξένο τρόπο την ελέησε και τον όσιο και ασκητή Παύλο της απέστειλεν ο όποιος τον ξένο για τους πολλούς και ακατανόητο τρόπο της ευαρεστήσεως ενώπιον Θεού της υπέδειξε και την ωδήγηαε με τις πιστές της δουλίδες στην πόλι των Μυλασσών, οπού εκκλησία στο όνομα του Πρωτομάρτυρας αγίου Στεφάνου ανοικοδόμησε και λίγα κελλιά Μοναχικά ανέκτισε και Παρθενώνα Ιερό και άγιο εγκαθίδρυσε προς αποξένωσι του Διαβόλου και λατρεία του Νυμφίου Χριστού του από τους πολλούς ξένους.


Γι΄ αυτό και ο ιερός Υμνογράφος ωραιότατα και επάξια άσματα και ύμνους στρεφόμενος στην όσια Ξένη της λέγει: «Τρύγων ωραιότατη, χελιδών λαμπρότατη, και νοητή αηδών, των ιξευτών διαδράσα, των νοητών παγίδας εδείχθης Ξένη σεμνή, και εναπόθεταν κάλος Χρίστου, αξιάγαστε».


Εκεί στον ιερό της Παρθενώνα, νοιώθοντας βαθειά ότι είναι ξενητιά δεν εφανέρωνε, δεν εγνώριζε την ταυτότητα της σε κανέναν άνθρωπο. Ξένη μόνον ότι είναι έλεγε και ανεμπόδιστη από τον κόσμο το νου της στον ουρανό μετέθετε αφού κατά τον Ιερό Συναξαριστή «πολλήν άσκησιν επεδείξατο, δια πάσης καρτερίας και αποχήν των κατ' αίσθησιν ηδονών εις την ουράνιον αυτήν άγουσα πολιτείαν».


Πραγματικά αυτή με την πολλή και εξαντλητική νηστεία και άσκησι κατήντησεν υπόπτερη και «νεφέλη κουφή» αναδείχτηκε, και ο Ιερός Υμνογράφος «ενδικώτατα» πάλι σε σχήμα αποστροφής της λέγει: «Κεχρυσωμένας πτέρυγας αρετών κτησαμένη, ύψος προς ουράνιον, επέτασας Μακαριά, ως περιστερά αδιάφθορος».


Σε άφθαστη ηθική τελειότητα την επισκέφθηκε ο θάνατος και ο ουρανός επανηγύρισε για την κοίμησι της μεγάλης όσιας και την άνοδο της στη θριαμδεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία.


Μέρα μεσημέρι γινόταν η κηδεία της. Ο ήλιος έρριχνε κάθετα τις ακτίνες του στη γη, και επάνω ακριβώς από το ιερό και άγιο Λείψανο της σύνοδος αστέρων συντελέστηκε θαυμαστή σε σχήμα Σταυρού τον όποιο περιέκλειε, και εντονώτερον έδειχνε άλλο φωτεινό στεφάνι από αστέρια απαρτισμένο.


Όλοι εθαύμασαν το μεγάλο τούτο και ξένο θαύμα που είχε το προηγούμενο του στον υπό των Μάγων οραθέντα εν τη ανατολή και στην Βηθλεέμ προς τον τεχθέντα Ξένο βασιλέα οδηγήσαντα αυτούς.


Απέδωσαν δε το θαύμα καθώς σημειώνει ο ιερός Συναξαριστής στη μακρά νηστεία και αγρυπνία και αφθορία της όσιας: «ως δοκείν στέφανον αυτόν — τους αστέρας και τον σταυρόν — είναι της μακαριάς της μακράς ένεκα νηστείας και αγρυπνίας και αφθορίας αντιδοθέντα αυτή προς Θεού».


Και περισσότερο «εμβρόντητοι» έμειναν όταν μόλις «υπό γήν έκρυψαν» το άγιο Σώμα οι συνασκήτριες και οι λοιποί θαυμαστές της χριστιανοί διαπίστωσαν ότι είχεν εξαφανισθή ο φωτεινός Σταυρός και ο κύκλος των αστέρων, και «ούκετι θεατός ην ο των αστέρων χορός τε και κύκλος».


Ω, αδελφοί μου συναμαρτωλοί, ας ποθήσωμε την ξενίαν την ουράνιον, την οποίαν επόθησε και η όσια Ξένη και αποξενωμένοι του κόσμου της αμαρτίας και της απάτης ας ζήσωμε σαν πάροικοι στην γη αυτή επιζητούντες την «μένουσαν και μέλλουσαν Πόλιν» Αμήν.


ΖΩΗΦΟΡΟΣ

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ΛΟΥΚΑ: Ο τελώνης και ο φαρισαίος


(Λουκά κεφ. ιη' στίχοι 10-14)

"ο δε υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς"(Ιδιόμελο Εσπερινού)

Ο αληθινά ταπεινός άνθρωπος,αδελφοί μου, γίνεται ισοχριστος και ισόθεος. Μοιάζει με τον ίδιο τον Υιό και Λόγο του Θεού που αν και ήταν ομοούσιος και συνθρονος με τον Πατέρα έλαβε μορφή δούλου ανθρώπου . Ο παντοδύναμος Εκείνος και μοναδικός Θεός έγινε άνθρωπος, εστησε την σκηνή Του ανάμεσα στους ασημαντους,μοιράστηκε το ψωμί του με τους ταπεινούς και απλούς, καταδέχτηκε τα πιο φριχτά πάθη, τις πιο βασανιστικές και άθλιες ατιμίες για να σώσει τον άνθρωπο. Αυτός που ήταν δοξασμένος και τον υπηρετούσαν ένδοξοι άγγελοι έγινε σαν ένας κατάδικος χωρίς κάλλος χωρίς είδος χωρίς τιμημένη μορφή όπως τονίζει ο μεγάλος των προφητών Ησαίας. Ο Θεός δεν φοβήθηκε να ταπεινωθεί . Ο Θεός μας δίδαξε την ταπείνωση όχι αφ υψηλού, θεωρητικά και αόριστα αλλά ζώντας ταπεινός ανάμεσα μας, κάνοντας την ταπείνωση "στολή της θεότητος".


Σχετικά ο μεγάλος ασκητής και διδάσκαλος Άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας λέει:
«Θέλω ν' ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί, και να μιλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης. Όμως φοβάμαι πολύ, όπως φοβάται εκείνος πού πρόκειται να μιλήσει για το Θεό με τους δικούς του συλλογισμούς. Γιατί ή ταπείνωση είναι στολή της Θεότητας. Ό Υιός δηλ. και Λόγος του Θεού, πού έγινε άνθρωπος, την ταπεινοφροσύνη ντύθηκε, και συναναστράφηκε μαζί μας με αυτήν μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Και οποίος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, πραγματικά γίνεται όμοιος με το Λόγο του Θεού, πού κατέβηκε από το δικό του ύψος και σκέπασε με την ταπεινοφροσύνη τη μεγαλοσύνη και τη δόξα του, για να μην καταφλεχθή ή κτίση, βλέποντας τη θεότητα του».

Αντίθετη της ταπείνωσης η καταραμένη υψηλοφροσύνη , η υπερηφάνεια που είναι ίδιο γνώρισμα του αποστάτη διαβόλου, που θέλησε να γίνει θεός στη θέση του Θεού.
Σε τέτοια αλλοφροσύνη τον έφτασε ο εγωισμός του, αυτό που λέμε σήμερα εωσφορικός εγωισμός. Ο υπερήφανος άνθρωπος είναι άφρων δηλ στερείται τα λογικά του ξεφεύγει από τα ανθρώπινα όρια και αποκτηνώνεται. Γίνεται ο υπερήφανος λάτρης όχι του θεού αλλά του ΕΓΩ δηλ θεομάχος και χριστομάχος και άρα ανθρωπομάχος,αντικοινωνικός, ένας ιδιότυπος και αξιολύπητος εγκληματίας. 

Για να τονίσει ο Κύριος την αξία της ταπείνωσης δεν μας δίνει άλλο παράδειγμα παρά την ταπείνωση μέσα στην προσευχή, με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Γιατί η προσευχή και η λατρεία είναι το κέντρο της ορθόδοξης πίστης μας, η λογική λατρεία δηλ η λατρεία η καθαρή η βιωματική αυτή που όχι απλά μας φέρνει στο θεό αλλά μας καθιστά ένα με τον Θεό. Μια τέτοια λατρεία λοιπόν μια τέτοια προσευχή πρέπει να είναι προσευχή ταπεινού ανθρώπου, λατρεία αγνού ορθοδόξου. Όποιος λατρεύει ταπεινά τον Θεό και προσεύχεται με ειλικρίνεια και με συντριβή λατρεύει πνευματικά άρα λατρεύει αληθινά.

Η σημερινή παραβολή είναι από το ευαγγέλιο του Λουκά το «ευαγγέλιο των ταπεινών και αμαρτωλών όπως ονομάζεται» , το «κοινωνικό ευαγγέλιο».

Δυο άνθρωποι ανεβαίνουν στο ιερό των Ιεροσολύμων για να προσευχηθούν : ο ένας είναι τελώνης και ο άλλος φαρισαίος.

Οι Φαρισαίοι ήταν θρησκευτική ομάδα της εποχής του Χριστού οι οποίοι πίστευαν πως ήταν άψογοι και ευσεβέστεροι των άλλων ανθρώπων. Νήστευαν τυπολατρικά και προσευχόταν επιδεικτικά στους δρόμους και τις πλατείες. Περιφρονούσαν ανοικτά τον απλό λαό και τους αμαρτωλούς και θεωρούσαν πως κατείχαν αποκλειστικά την κλείδα για την ερμηνεία του Νόμου και το θέλημα του Θεού. Οι περισσότεροι γραμματείς δηλ δάσκαλοι του Νόμου ήταν φαρισαίοι. Ο Κύριος πάντοτε κατέκρινε ανοιχτά τους φαρισαίους για την υποκρισία τους αλλά και γιατί ενώ γνώριζαν τον Νόμο άφηναν το λαό στο σκοτάδι της αμάθειας για να φαίνονται εκείνοι σπουδαιότεροι και ευσεβέστεροι. Ωστόσο ο απλός λαός έβλεπε με φόβο και σεβασμό τους Φ. και τους θεωρούσε πραγματικά θρησκευόμενους.

Οι τελώνες από την άλλη ήταν άνθρωποι που περιφρονούσαν τον Νόμο του θεού και ζούσαν μέσα στην ασωτεία. Η δουλειά τους ήταν να εισπράττουν τους φόρους για λογαριασμό των Ρωμαίων κατακτητών για αυτό και ο απλός λαός τους έβλεπε σαν καταπιεστές και ανήθικους.

Στάθηκε λοιπόν ο Φαρισαίος στο ιερό με υπερηφάνεια, κομπασμό και αντί να ευχαριστήσει το θεό για τα αγαθά που του έδωσε ή να ζητήσει το έλεος Του άρχισε να λέει για το πόσο άγιος είναι ότι τηρεί με σχολαστικότητα τις εντολές του θεού και ότι δεν μοιάζει με εκείνον εκεί τον αμαρτωλό τελώνη που είναι άρπαγας και ανήθικος και ανάξιος σωτηρίας.

Πραγματικά σε τι παραλογισμό έφτασε η περηφάνεια του Φ. ώστε να αυτοεπαινείται μπροστά στο Θεό που γνωρίζει τα κρύφια όλων και να εξουθενώνει τον αδελφό συνάνθρωπο του. Αντί να παραδεχτεί πως είναι αδύναμος άνθρωπος και υποκριτής και να ζητήσει από το Θεό φωτισμό και οδό σωτηρίας αγιοποιεί τον εαυτό του και ενώ είναι αμαρτωλός ο ίδιος ζητά από το Θεό να ξορκίσει τους αμαρτωλούς από πρόσωπου γης όπως τον τελώνη. Νηστεύει ο φαρισαίος και χάνει τον μισθό της νηστείας γιατί αυτοδιαφημίζεται. Δίνει χρήματα στο Ναό και νομίζει πως ο Θεός του χρωστά. Αλλά ο Θεός μόνη προσφορά ζητά τη μετάνοια του ανθρώπου, ζητά εξομολόγηση αμαρτιών και αυτό όχι για να ταπεινώσει τον αμαρτωλό αλλά να εξαφανίσει σαν Πατέρας την αμαρτία του. Όχι διαφήμιση καλών έργων για τα οποία άλλωστε είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να πράξει αλλά αυτοέλεγχο και παράθεση αμαρτιών.

Απ’ την άλλη ο τελώνης γνωρίζει και παραδέχεται πως είναι αμαρτωλός. Κρύβεται μακριά από τα μάτια των πολλών κλαίει και χτυπά τα στήθη του μετανιωμένος και ζητά το έλεος του Θεού με δάκρυα και ανεκλάλητους στεναγμούς. «Ο Θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ». Δεν επιδεικνύεται αλλά ταπεινώνεται. Δεν δικαιολογεί τον εαυτό του αλλά αναζητά ταπεινά το έλεος και τη συγχώρηση για αυτό και δικαιώνεται.
Και ο Κύριος κλείνει την παραβολή με αυτά τα λόγια: Όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και θα φανεί αχρείος ενωπιον του Θεού , ενώ όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί στα μάτια του Θεού και θα ελεηθεί.


Αδελφοί, στην περίοδο του Τριωδίου στην οποία μπαίνουμε σήμερα ας μπούμε με ταπείνωση καρδίας. Ας μπούμε με ελπίδα στο έλεος του Θεού. Ας προσευχηθούμε όχι με τα χείλη όπως λέει η Γραφή: «ο λαός αυτός με τιμά με τα χείλη οι καρδιές τους όμως μακριά απέχουν από Μένα» αλλά από βάθους καρδίας.
Ας μην καυχηθούμε για τη νηστεία και για τις στερήσεις μας ενωπιον όλων αλλά ας επιλέξουμε την σιωπή και την κατάνυξη.
Στο Τριώδιο και στην μετέπειτα αγία τεσσαρακοστή εισοδεύουμε ως συναμαρτωλοί. Το ύψος της αρετής του καθένα ας μη γίνει καύχημα και αίτιο απωλείας, αλλά όπλο για πνευματικότερους αγώνες με την ευλογία και ευγένεια της σιωπής.

«Ας μην προσευχηθούμε φαρισαϊκά ,αδελφοί, αυτός που υψώνει τον εαυτό του θα μειωθεί ας ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού όπως ο Τελώνης δια της αληθούς νηστείας λέγοντας: Θεέ μου σπλαγχνίσου μας τους αμαρτωλούς».

Η Γραφή προειδοποιεί « Ο Θεός στους υπερήφανους αντιτάσσεται στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη Του». Αυτή η χάρη του Θεού ας είναι μαζί μας , αδελφοί μου καθ όλη την ευλογημένη αυτή περίοδο .

Αμήν.


ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Εις τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον (25 Ιανουαρίου)



Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν


Σήμερα, ἀδελφοί μου, στὴν Ἐκκλησία μας τιμᾶται ἑορταζόμενος «τῆς Θεολογίας ἡ βρύσις» καὶ «τὸ θέριστρον τῶν αἱρέσεων». Γιορτάζουμε τὴν μνήμη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες, ἑνὸς ἐκ τῶν φωστήρων τῆς τρισηλίου Θεότητος. Γιορτάζουμε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Γόνος εὐσεβῶν γονέων καὶ καρπὸς προσευχῆς τοῦ Γρηγορίου καὶ τῆς Νόννας, γεννήθηκε τὸ 329 μ.Χ. στὴν Ἀριανζὸ τῆς Καππαδοκίας. Στὸν τόπο τῶν σπουδῶν του, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, γνώρισε καὶ συνδέθηκε στενὰ μὲ τὸν μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα, τὸ 372 μ.Χ., τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Σασίμων.


Στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 378 μ.Χ. ἔχουν ἐπικρατήσει οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ λίγοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ κατενόησαν ὅτι τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου πρέπει νὰ προσκαλέσουν τὸν ἅγιο Γρηγόριο, γιὰ νὰ κηρύξη τὰ ὀρθόδοξα δόγματα· καὶ αὐτὸς ἀφήνει τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καὶ ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἐκφωνεῖ τοὺς περίφημους θεολογικοὺς λόγους του γιὰ τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἀναδεικνύεται σὲ ὑπέροχο θεολόγο, τὸν ὁποῖο ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος χαρακτηρίζει: «σάλπιγξ ἡ κηρύττουσα τῷ κόσμῳ τὰ ἐντάλματα τοῦ Ἰησοῦ, πολύφωνον ὄργανον, κιθάρα ἡ ἔμψυχος, λιγυρὰ κινύρα ἡδύπνοος, πάνσοφον στόμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεολογίας στόμα, Θεολογίας ἡ βρύσις, Θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος». Οἰκοδομεῖ τὸν λαὸ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, στηρίζει τὴν Ἐκκλησία καὶ διδάσκει τὴν οἰκουμένη προσκυνεῖν «Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμούσιον καὶ ἀχώριστον» καὶ ἀναδεικνύεται μεγάλος καὶ θαυμαστὸς πατέρας καὶ ποιμένας, ἀρχιερέας μιμητὴς τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέα Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὁ Ναζιανζηνὸς ἱκέτης μας πρὸς τὸν Θεὸ ὑπάρχει «θέριστρον τῶν αἱρέσεων».

Ἀδελφοί μου· τὴν παρουσία του στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀμφισβητοῦν κακεντρεχεῖς καὶ ζηλόφθονοι ἐπίσκοποι ἀπὸ τὴν Μακεδονία καὶ Αἴγυπτο καὶ δημιουργοῦν θέμα. Καὶ τότε ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, σὰν ἄλλος Ἰωνᾶς «ὁ προφήτης» ἑκουσίως ρίπτεται στὴν θάλασσα γιὰ τὴν τῆς «νεὼς σωτηρίαν» καὶ διακηρύσσει: «ἑκὼν ἄπειμι»· μὲ τὴν θέλησή μου φεύγω. Σπάνια βρίσκονται στὴν ἱστορία τέτοιοι ἐπίσκοποι πού, ἂν καὶ ἀθῶοι, πρὸς χάριν τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας παραιτοῦνται καὶ πλησιάζουν περισσότερο τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ, τὴν μελέτη καὶ τὴν ἄσκηση.

Ἀγαπητοί μου ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τιμᾶται περισσότερο ὡς σοφὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος παρὰ ὡς ποιμένας καὶ ἐπίσκοπος. Διοικητικὰ προσόντα ἰδιαίτερα δὲν εἶχε. Εἶχε ὅμως νοῦ θεοφώτιστο καὶ πνεῦμα θαρραλέο καὶ ἀγωνιστικώτατο. Ὑπῆρξε ἀκόμα τῆς Θεολογίας ἡ βρύσις, ὑπόδειγμα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε γι᾿ αὐτόν· «Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπε ἀρχιερεύς», πατέρας στοργικός, κήρυκας καὶ διδάσκαλος τῆς ἀληθείας, σοφὸς καὶ μὲ τὴν κατὰ κόσμον σοφίαν καὶ τὴν ἔνθεον. Ὅσιος ποὺ μπορεῖ νὰ φεύγη καὶ νὰ μένη στὴν ἔρημο ἀσκούμενος στὴν περισυλλογή, τὴν προσευχή, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἅγιος μέσα σ᾿ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀρετὴ ποὺ λάμπει, νὰ μὴ σκανδαλίζη τοὺς ἀδυνάτους, νὰ στηρίζη τοὺς ἀστηρίκτους καὶ νὰ ἑλκύη στὸν Χριστὸ ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους. Νὰ ὁδηγῆ σὲ μετάνοια τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἐμπρὸς λοιπόν· «Τῆς Θεολογίας τὸν θησαυρὸν καὶ τῶν θεολόγων ἀνεπίληπτον ὁδηγόν, τὸν θεῖον ποιμένα καὶ λειτουργὸν Κυρίου, Γρηγόριον τὸν μέγαν ὕμνοις τιμήσωμεν». Ἀμήν.


ΣΕΛΙΔΑ ΙΜΜΛ

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Εις τον άγιον Ευθύμιον τον μέγαν (20 Ιανουαρίου)


"Ευφραίνου έρημος η ου τίκτουσα, ευθύμησον η ουκ ωδίνουσα", μας λέει χαρακτηριστικά το απολυτίκιο του αγίου Ευθυμίου, του οποίου την μνήμη έχουμε ευλογία να εορτάζουμε σήμερα. Πραγματικά,η πρώην έρημος, το κατοικητήριο των πονηρών πνευμάτων , κατά το ευαγγελικό λόγιο, η χώρα της απέραντης ξηρασίας και στειρότητας, "εξήνθησεν ως κρίνον", γέμισε με μορφές αγγελικές, έγινε θυσιαστήριο ανεκλαλήτων στεναγμών και δακρύων, έγινε χώρος παραδείσιος προσευχών και θαυμασίων. Και πώς συντελέστηκε αυτό;
Με την πλήρωση της από τους οσίους και θεοφόρους πατέρες, τους ασκητές και κοινοβιάρχες, τους ερημίτες και ποιμένες των ποιμένων, τους μοναχούς, που έζησαν και ζούν ακόμα την βιοτή και πολιτεία του Προδρόμου και του Ηλία.

Ένας απ'αυτούς, φωστήρας και καθηγητής, που ονομάστηκε μέγας είναι και ο άγιος Ευθύμιος. Τέκνο μητέρας στείρας, γεννήθηκε με αναγγελία και τρόπο θαυμαστό, για να φανεί ακόμα μια φορά πώς οι εκλεκτοί είναι καρποί προσευχής, είναι μονογενείς και από την κοιλιά της μάνας τους ακόμα προεκλεγμένοι όπως ο Πρόδρομος, ο Σαμουήλ και ή ίδια η Θεοτόκος.

Ασκήτεψε και αγίασε. Αγίασε και οδήγησε στην αγιότητα κι άλλες ψυχές. Στάθηκε ο ίδιος ευθυμία ψυχών, διότι ζούσε εν Χριστώ, ζούσε την χαρά και την θλίψη του Χριστού, ήταν μυσταγωγός της χαρμολύπης. Λειτούργησε και θαυματούργησε και όταν κοιμήθηκε πήγε κοντά στον Σάββα τον ηγιασμένο,  τον ουρανοπολίτη και κατά πνεύμα αδελφό του.

Η δράση του δεν ήταν μόνο ασκητική και η τάση και η κλίση του δεν ήταν μόνο νηπτική.
Υπήρξε ιεραπόστολος ανάμεσα στους άραβες που ζούσαν πέριξ του ασκητηρίου του. Από την ειδωλολατρική πλάνη τους οδήγησε στο φως του Χριστού και υπήρξε υπέρμαχος της ορθοδοξίας πολεμώντας με θάρρος τις αιρέσεις. Αυτό, αγαπητοί αδελφοί, το τονίζουμε.
Δεν είναι οι μοναχοί "βολεμένοι" και "μακάριοι στον κόσμο τους", "αδιάφοροι για τα εκκλησιαστικά και τα ανθρώπινα προβλήματα", "προβλήματικοί οι ίδιοι και ακοινώνητοι", όπως εύκολα διατείνονται κάποιοι με ύφος παντογνώστη κριτη, με ήθος εύκολου συκοφάντη. Είναι ζωντανά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Και κατά μόνας όταν βρίσκονται βέβαια με την ισχύ και παρρησία των προσευχών τους στηρίζουν και εμπνέουν την Εκκλησία. Αλλά, πολλές φορές στηρίζουν και το ποίμνιο ζωντανά, εκ του σύνεγγυς, όταν η περίσταση το απαιτήσει. Όπως ο μέγας Αντώνιος στήριξε δις την εν διωγμώ εκκλησία, εγκατελείποντας την ασφάλεια της ερημίας, όπως ο άγιος Μακάριος από την Αλεξάνδρεια, που εορτάσαμε χθες, διέτριβε στην πόλη προς όφελος του ποιμνίου, όπως ο άγιος Ευθύμιος ανέλαβε πλούσια ιεραποστολική δράση. Οι μοναχοί δεν παλεύουν να γίνουν μόνο άγγελοι στο σώμα και την ψυχή, αλλά όταν ο Κύριος καλέσει και μόνο τότε, γίνονται πραγματικά άγγελοι παρηγοριάς και εξάγγελοι αληθειας για το ποίμνιο.

Αδελφοί, εορτάζοντας τον Μεγάλο Ευθύμιο, ας φροντίσουμε απερίσπαστοι από την βιοτική τραγωδία να μας μείνει στην ψυχή η θεία ευθυμία, η μυστική χαρά,η ευλογημένη κατάνυξη, ώστε γενόμενοι στήλες χαράς και ευθυμίας, πρόσωπα ζωντανά και λάμποντα να γίνουμε και εμείς ιεραπόστολοι φωτός στον κόσμο της αμαρτίας και του σκότους ΑΜΗΝ




π Π.Κρ.,Ιανουάριος 2010

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Εις τον άγιον Αθανάσιον τον Μέγαν (18 Ιανουαρίου)





Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν


«Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν... καὶ αὐτῶν μιμεῖσθε τὴν πίστιν» μᾶς συνιστᾶ ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος σήμερα εἶναι μικρὸ ἀντίδωρο σεβασμοῦ καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν ἡγούμενο καὶ πατέρα μας ἅγιο Ἀθανάσιο. Γιατί, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν ἀρετὴν ἐπαινέσομαι· ταὐτὸν γὰρ ἐστὶν ἐκεῖνον εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι». Καὶ προσθέτει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός: «Ὀρθοδοξίας φυτεύσας τὰ δόγματα, ἐπλήθυνας τὸν σπόρον τῆς πίστεως, ὅσιε· δι᾿ ὃ σὲ ὑμνοῦμεν» (Κοντάκιον ἑορτῆς, 2 Μαΐου)


Ἀδελφοί μου· ἔχουν περάσει δεκαέξι ὁλόκληροι αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ ἔζησε ὁ σήμερα ἑορταζόμενος ἅγιος· ὡστόσο ὅμως σὰν φωτεινὸ παράδειγμα, σὰν φωτεινὸ μετέωρο, φωτίζει τὴν οἰκουμένη καὶ λάμπει στὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιατὶ ὑπῆρξε μεγάλος ἀγωνιστὴς τῆς πίστεως. Ὑπῆρξε ὁ «ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρώων» μὲ τοὺς ἡρωϊκοὺς καὶ συνεχεῖς ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Δόγματος τῆς Νικαίας ἀναδείχτηκε στῦλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς γονεῖς «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» καὶ ἀπὸ μικρῆς ἡλικίας ἔμεινε ὀρφανός. Καὶ ἴσως τὸ βάρος αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ νὰ ἦταν ἡ αἰτία ποὺ συγκέντρωσε τὴν συμπάθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἐνάρετου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἀλεξάνδρου, ποὺ τὸν ἔθεσε κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση καὶ πατριαρχικὴ ἄγρυπνη φροντίδα του καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς εὐνοίας ὁ ἐνάρετος Ἀθανάσιος ἀποκτᾶ σύνεση καὶ ἁγιότητα, ἀρετὴ καὶ πεῖρα γιὰ τὸν χειρισμὸ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καὶ προβλημάτων.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θύραθεν φιλοσοφία καὶ γνώση καὶ ἐπιστήμη, καταρτίζεται καὶ πνευματικὰ καὶ κοντὰ στὸν ἥρωα τῆς ἐρήμου τῆς Θηβαΐδας, τὸν ὅσιο Ἀντώνιο, ἀποκτᾶ πιὸ οὐσιαστικὸ καταρτισμό, δέχεται τοῦ ἀσκητοῦ τὶς ἐμπειρίες καὶ βεβαιώνεται ὅτι ὅσο βαθύτερη ἐπικοινωνία ἔχει ὁ ἐργάτης μὲ τὸν Θεό, τόσο οἱ ἀγῶνες του εἶναι περισσότερο ἀποτελεσματικοί. Καὶ ἑτοιμάζεται ν᾿ ἀποδυθῆ σὲ μεγάλους ἀγῶνες ποὺ θὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν τὸν τίτλο «μέγας», ἕνα τίτλο ποὺ ἡ ἱστορία μὲ μεγάλη φειδὼ χορήγησε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Δυστυχῶς οἱ περιστάσεις γιὰ τοὺς ἀγῶνες δὲν εἶναι μακριά. Σύννεφα ἀναταραχῆς γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζονται· θύελλες καὶ κεραυνοὶ πνευματικοὶ συγκλονίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ οἰκουμένη, ὅταν ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος θὰ διακηρύξη τὴν βλασφημία κατὰ τοῦ Χριστοῦ ὅτι «ἦν ποτὲ ὅτε οὐκ ἦν» «πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν» καὶ ὅτι «ἀρχὴν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καὶ αὐτός». Αὐτὲς οἱ βλάσφημες ἀπόψεις γίνονται ἡ αἰτία ἑνὸς θεολογικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἀγῶνα, γιατί, ἂν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ἀρχὴν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχεν» καὶ αὐτός, τότε ἡ σωτηριολογικὴ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ στὴν γῆ εἶναι ἀνύπαρκτος.

Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἀντιμετωπίζει τὴν πρόκληση τοῦ Ἀρείου διακηρύσσοντας ὅτι «ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁμοούσιος» «κατὰ πάντα τῷ Πατρί» «γεννηθείς ἀπαθῶς παρ᾿ Αὐτοῦ πρὸ πάντων τῶν αἰώνων», διακήρυξη ποὺ θὰ τοῦ στοιχίσει πέντε ἐξορίες διαρκείας 23 χρόνων. Μοναδικὸ πράγματι φαινόμενο ἱεράρχου, ποὺ ὅσο ἄδικα διώκεται τόσο περισσότερο κρατᾶ ἀνόθευτη τὴν χριστιανικὴ πίστη μὲ μόνη ἀντίδραση τὴν φράση· «νεφύδριον ἐστὶ καὶ θᾶττον παρελεύσεται».

Ἀδελφοί μου· ὁ μέγας Ἀθανάσιος «ὁ ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρώων» στὶς 2 Μαΐου τοῦ ἔτους 373 περνᾶ στὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ στεφανωθῆ· ἔφυγε, ἀφοῦ «ἐφύτευσε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐπλήθυνε τὸν σπόρον τῆς πίστεως». Ἔφυγε καὶ στερήθηκαν «οἱ ἐν συμφοραῖς τὴν παράκλησιν, ἡ νεότης τὸν παιδαγωγόν, οἱ πένητες τὸν ποριστήν, οἱ εὔποροι τὸν οἰκονόμον, οἱ πτωχοὶ τὸν φιλόπτωχον, αἱ χῆραι τὸν προστάτην, οἱ ὀρφανοὶ τὸν πατέρα, οἱ ξένοι τὸν φιλόξενον, οἱ ἀδελφοὶ τὸν φιλάδελφον, οἱ νοσοῦντες τὸν ἰατρόν». Γι᾿ αὐτὸ «Ἀθανάσιον καὶ θανόντα ζῆν λέγω· οἱ γὰρ δίκαιοι ζῶσι καὶ τεθνηκότες».

Ἀδελφοί· ἑορτάζοντες τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο, ἂς μιμηθοῦμε αὐτοῦ τὴν ἐπιμονὴ στὴν πίστη καὶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε· Ἅγιε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.




Σελίδα ΙΜ Μεσογαίας και Λαυρεωτικής

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ: Η περίπτωση του Ζακχαίου



(Λουκά κεφ. ιθ' στίχοι 1-10)

Το σημερινό ευαγγέλιο, αδελφοί μου, καταγράφει μια έκπληξη, ένα θαυμαστό γεγονός. Μας μιλάει για έναν τελώνη, έναν άνθρωπο του συμφέροντος και του κέρδους που κατόρθωσε να νικήσει το «εγώ» του και να το ρίξει στα πόδια του Κυρίου, ζητώντας έλεος.


Ο Κύριος πορεύεται με δόξα προς την Ιερουσαλήμ και το Πάθος και περνάει μέσα από την πόλη Ιεριχώ. Ένα ετερόκλητο πλήθος αποτελούμενο από μαθητές, εορταστές, περίεργους, εχθρούς και φίλους τον περιβάλει. Η προσδοκία αυτού του λαού δεν καταγράφεται στην περικοπή αλλά είναι φανερό τι ζητάει αυτή η συνοδεία από τον Κύριο. Περιμένει από Αυτόν να ανέβει στο θρόνο της μεσσιανικής δόξας , να αποκαταστήσει μία κοσμική βασιλεία και να τους δικαιώσει ως έθνος. Τα ίδια συναισθήματα τρέφουν και οι μαθητές. Άλλοι εχθρικά διακείμενοι περιμένουν την ευκαιρία ή την αφορμή να τον πειράξουν και να Τον μειώσουν και οι περισσότεροι βρίσκονται δίπλα Του για να δουν τέρατα και σημεία. Άνθρωποι θρησκευόμενοι και μη, οπωσδήποτε όμως Ισραηλίτες που θεωρούνται θρησκευτικώς καθαροί και άψογοι.

Μέσα στους καθαρούς ξεπροβάλει η μορφή ενός «ακαθάρτου». Είναι ο αμαρτωλός και άρπαγας Ζακχαίος που ζει με συκοφαντίες, κλοπές, καταπίεση των άλλων. Αυτός λοιπόν ο δακτυλοδεικτούμενος αμαρτωλός, ανεβαίνει σε μια συκομουριά για να δει τον Κύριο, γιατί ήταν λέει κοντός. Αδιαφορεί για την κοινωνική του θέση, για τους ψιθύρους, για την αποδοκιμασία των αξιοπρεπών και επιζητεί την προσοχή και το έλεος του Σωτήρα. Γιατί η βασιλεία των ουρανών ανήκει στους «βιαστές» και «βιαστές» την αρπάζουν. Σηκώνει τα μάτια ο Κύριος σε αυτή την προσωποποίηση της κραυγής για σωτηρία και τον ανταμείβει με το “Ζακχαίε, σπεύσε και κατέβα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στον οίκο σου». Και ο Ζακχαίος , αδιαφορώντας ταπεινά για τους γογγυσμούς των γύρω: ““Ιδού, τα μισά των υπαρχόντων μου, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς, και αν κάποιον φορολόγησα κάτι παράνομα, το αποδίδω τετραπλάσια”. Και ο Κύριος: “Σήμερα έγινε σωτηρία στον οίκο τούτο, καθότι και αυτός είναι γιος του Αβραάμ, γιατί ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο”.

Ποιος είναι αυτός ο Ζακχαίος της περικοπής; Ένας άνθρωπος της αγοράς, των οικονομικών υποθέσεων , ένας άνθρωπος που ζει μέσα στην διαφθορά και ίσως στην πολυτέλεια. Σε μια πλούσια Ιεριχώ που γνωρίζει κοινωνικές ανισότητες. Από τη μια οι καταπιεστές , από την άλλη οι καταπιεζόμενοι. Περιφρονεί τον Νόμο του Θεού και των ανθρώπων. Φορολογεί τον συμπατριώτη του και τον αδικεί. Ζει ενδεχομένως με σπατάλες και ζει για τον εαυτό του. Έχει οικοδομήσει την ευτυχία του πάνω στον άδικο πλούτο, την καταδυνάστευση των άλλων. Παράλληλα, μοιάζει ξένος με θρησκευτικές και μεταφυσικές ανησυχίες. Τα κρίνει όλα με το ζύγι και τα σταθμά.

Ένας ρεαλιστής έμπορος θα λέγαμε. Στα ευαγγέλια έχουμε ακόμα ένα παράδειγμα τέτοιου άδικου τελώνη που μεταστρέφεται. Είναι ο Λευίς, τελώνης στην Καπερναούμ που μετά την κλήση και μεταστροφή του γίνεται απόστολος και ευαγγελιστής και ονομάζεται Ματθαίος από τον Κύριο της νέας του Ζωής που σημαίνει «δώρον Θεού».
Και αυτός σαν τον Ζακχαίο ζει μια πώρωση εξωτερική όμως και φαινομενική όπως αποδεικνύεται . Τι κρυβόταν στις ψυχές αυτών των δύο αμαρτωλών; Ποια πάλη ανάμεσα στο πνεύμα του Θεού και το πνεύμα του μαμωνά βίωνε η ψυχή τους;

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η παρουσία του Χριστού στις ζωές τους ήταν καταλυτικά θαυματουργική. Μια ματιά έφτανε για να τα ανατρέψει όλα. Είναι όμως έτσι; Και που βρίσκεται η ελευθερία της προσωπικής επιλογής; Γιατί ο Κύριος να τον ονομάσει «γιο του Αβραάμ» αν ο ίδιος ήταν μόνο «γιος της απωλείας»;

Ο Ζακχαίος χωμένος στις υποθέσεις του, κορεσμένος από την αμαρτία, παραδομένος στις απολαύσεις που καμιά ευχαρίστηση δεν του έδιναν και κανένα κενό δεν συμπλήρωναν στη ζωή του, είχε μέσα του όπως κάθε άνθρωπος μια ανάμνηση Θεού.
Ένα νύγμα φιλοτίμου που δεν τον άφηνε ήσυχο. Μία δίψα που έπρεπε να κορεστεί:
Η επιστροφή στην αγιότητα , στη γνησιότητα του τέκνου του Θεού, στη χαρά του Πατέρα. Ενώ ήταν «απολωλός» δεν παραδόθηκε χειροπόδαρα στην απώλεια. Ήταν σκλάβος στη συνήθεια την οποία όμως ενδόμυχα αποστρεφόταν και μισούσε.

Όταν άκουσε πως ο Χριστός περνούσε από κει τα έπαιξε όλα για όλα. Το πνεύμα της εμπορικότητας που κάποτε τον έκανε άδικο και άρπαγα τώρα λειτούργησε προς το πραγματικό όφελος. Όλα τα έθεσε στα πόδια του Χριστού και δεν έχασε μα κέρδισε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη που μνημονεύουν τα ευαγγέλια.

Ο
άνθρωπος , αδερφοί μου, αρέσκεται να βάζει «ταμπέλες» στον καθένα αδιαφορώντας για τις δικές του αδυναμίες και πτώσεις. Πολλές φορές και εμείς πέφτουμε στον πειρασμό να χαρακτηρίσουμε κάποιον «πόρνο», «τοκογλύφο», «ανάλγητο», «τομάρι χαμένο» χωρίς να έχουμε το δικαίωμα του Κριτή και τη διάκριση να δούμε τις δικές μας αδυναμίες. Πόσες φορές αφορίζουμε τον αμαρτωλό από το κοινωνικό αλλά και το εκκλησιαστικό σώμα χωρίς να μπορούμε να δούμε ή μάλλον παραθεωρώντας τη δική μας αστοχία και κατάσταση που μπορεί να είναι βαρύτερη και πλέον φορτισμένη. Και όμως υπάρχουν γύρω μας «άνθρωποι της αμαρτίας», δακτυλοδεικτούμενοι και περιθωριοποιημένοι με τη δίψα του παραδείσου, με τη φλόγα της μετάνοιας να τους ματώνει καθημερινά τη συνείδηση και πολλές φορές ο στιγματισμός από μας τους αποκλείει τον δρόμο επιστροφής. Γιατί ίσως και εμείς σαν το πλήθος της περικοπής έχουμε σχηματίσει εγωιστικά και ανόητα έναν αντί-χριστό κομμένο και ραμμένο στις δικές μας προσδοκίες και άρα εχθρικά διακείμενο σε αυτούς που αποκαλούμε εχθρούς και μισητούς. Ξένο δε από κάθε σωτηριολογία, οικείο μόνο σε αυτούς που ιδεολογούν με βάση το εγώ τους.

Μπορεί κάλλιστα βέβαια να βρισκόμαστε από την άλλη πλευρά, παραδομένοι στον εμπαιγμό του εχθρού, απελπισμένοι πως δεν θα τα καταφέρουμε και όμως ο Κύριος είπε «ο Υιός του ανθρώπου ήρθε για να βρει και να σώσει το χαμένο πρόβατο»…

Θάρρος….





ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ

Εις τον Άγιον Αντώνιον τον Μέγαν (17 Ιανουαρίου)


᾿Αδελφοί  μου χριστιανοί,

Σήμερα τήν Κυριακήν συμπίπτει ἡ ῾Εορτή τοῦ ῾Αγίου καί ῾Οσίου ᾿Αντωνίου τοῦ Μεγάλου, καί θά ἀφιερώσωμεν τό Κήρυγμα εἰς τήν ἱεράν Μνήμην του.

῾Ο ῞Αγιος ᾿Αντώνιος γεννήθηκε εἰς Κόμαν τῆς νοτίου Μέμφιδος ἐπί τῆς ἀνατολικῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ Νείλου τῆς Μέσης Αἰγύπτου τό 251, καί ἐκοιμήθη εἰς αὐστηράν ἄσκησιν, εἰς ἡλικίαν 105 ἐτῶν τό 356 εἰς τό ἐρημητήριον του, παρά τήν ᾿Ερυθράν θάλασσαν. Θεωρεῖται ὡς ὁ Πατήρ τοῦ Μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, καίτοι προηγήθη αὐτοῦ ὁ γέροντας καί διδάσκαλος του ὁ ῞Αγιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος, ὁ ὁποῖος κατώκησε τήν ἔρημον τῆς Αἰγύπτου καί ἔγινε ὁ πρόδρομος τῶν μεγάλων καί πολυπληθῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ ἀναχωρητικοῦ καί τοῦ κοινοβιακοῦ βίου. Πρῶτος τοῦ ἀναχωρητικοῦ καί ἐρημικοῦ βίου ἀνεδείχθη ὁ ῞Αγιος ᾿Αντώνιος, διά τήν θαυμαστήν καί αὐστηράν ἄσκησιν του, διά τήν ὁποίαν καί ἀπεκλήθη Μέγας. Μέγας εἰς τόν μονήρη βίον. Μέγας εἰς τήν ἔρημον. Μέγας εἰς τήν αὐστηράν ἄσκησιν, τήν νηστείαν καί τήν προσευχήν.

῾Ο Μέγας ᾿Αντώνιος, καίτοι δέν ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος μοναχός καί ἀσκητής τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, ἀφοῦ προηγήθηκε ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, θεωρεῖται ὡς ὁ πατήρ καί θεμελιωτής τοῦ Μοναχικοῦ βίου, ὁ ἀντιπροσωπευτικός τύπος τοῦ ἀναχωριστισμοῦ καί τοῦ ἀσκητισμοῦ, διότι μέ τήν μακροχρόνιον διατριβήν του εἰς τήν ἔρημον, ἀφῆκεν ἔξοχον παράδειγμα αὐστηρᾶς ἀσκήσεως, μέσα εἰς μίαν αὐστηράν μόνωσιν καί νηστείαν καί προσευχήν καί διεμόρφωσε τό ἀπαράμιλλον πρότυπον τοῦ Μοναστοῦ τῆς ἐρήμου.

Εἰς ἡλικίαν εἴκοσι ἐτῶν ἔχασε τούς γονεῖς του, καί ἐμοίρασε ὅλην τήν μεγάλην περιουσίαν του εἰς τούς πτωχούς, εἰσήγαγε τήν ἀδελφήν του εἰς παρθενῶνα ἀσκουμένων γυναικῶν καί ἀνεχώρησε διά τήν ἔρημον, ὅπου ἔμεινε ἐπί ὀγδόντα πέντε ὁλόκληρα χρόνια, μέσα εἰς μίαν αὐστηράν ἄσκησιν. Δέν ἐγνώριζε γράμματα, ἀλλά ἀνεδείχθη σοφός καί συνετός κατά Θεόν, ὅπως γράφει εἰς τόν βίον του ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος. ᾿Επεσκέπτετο ὅλες τίς Μοναστικές ᾿Αδελφότητες τῆς ἐρήμου καί συνεβούλευε τούς Μοναχούς εἰς τήν αὐστηράν ἄσκησιν. Δέν ἔτρωγε, παρά μόνον δύο τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα, ξηρόν ἄρτον.

Τόσον ὑπῆρξε μεγάλη ἡ φήμη τῆς αὐστηρᾶς ἀσκήσεως καί τῆς ἁγιότητος του, ὥστε πολλοί συνέρρεον εἰς τό ἀσκητήριον του, διά νά τόν ἰδοῦν καί νά τόν συμβουλευθοῦν. Γράμματα πολλά ἔπαιρνε ἀπό πολλούς, πού ζητοῦσαν τήν συμβολήν του. ῾Ο Μέγας Κωνσταντῖνος, ἀκούσας περί τῆς φήμης τῆς ἁγιότητος του, ἔγραψε εἰς τόν Μέγαν ᾿Αντώνιον, καθώς ἐν συνεχείᾳ καί οἱ υἱοί του καί τοῦ ζητοῦσαν τίς συμβουλές του. «῎Εγραφον ὡς πατρί καί ηὔχοντο λαμβάνειν ἀντίγραφα παρ᾿ αὐτοῦ», σημειώνει ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος. Καί ὁ ῞Αγιος ᾿Αντώνιος ἔλεγε. «Μή θαυμάζετε εἰ γράφει βασιλεύς πρός ἡμᾶς, ἄνθρωπος γάρ ἐστι. ᾿Αλλά μᾶλλον θαυμάζετε ὅτι ὁ Θεός τόν νόμον ἀνθρώποις ἔγραψε καί διά τοῦ ἰδίου Υἱοῦ λελάληκεν ἡμῖν».

῞Οταν ἐμένοντο οἱ ᾿Αρειανοί εἰς τήν ᾿Αλεξάνδρειαν ἐναντίον τοῦ Μεγάλου ᾿Αθανασίου. ὁ ῞Αγιος ᾿Αντώνιος ἐγκατέλειψε τό ἐρημητήριον του καί ἐπεσκέφθη τήν ᾿Αλεξάνδρειαν, διά νά στηρίξη τούς χριστιανούς εἰς τήν ᾿Ορθοδοξίαν τό 338. «Παρακληθείς παρά τε τῶν ᾿Επισκόπων καί τῶν ἀδελφῶν πάντων, κατῆλθεν ἀπό τοῦ ὄρους τῆς ἀσκήσεως του, καί εἰσελθών εἰς τήν ᾿Αλεξάνδρειαν, τούς ἀρειανούς ἀπεκήρυξεν, αἵρεσιν ἐσχάτην λέγων εἶναι ταύτην καί πρόδρομον τοῦ ᾿Αντιχρίστου».

῾Η ἁγιότητα του προκαλοῦσε τόν παγκόσμιον θαυμασμόν. ῎Οχι μόνον οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἐθνικοί προσέτρεχαν διά νά τόν ἰδοῦν καί νά τόν ἀκούσουν. «Οὕτω παρά πάντων ἦτο προσφιλής καί ὅλοι ἠξίουν νά τόν ἔχουν πνευματικόν πατέρα», γράφει ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος, ὁ ὁποῖος καί σημειώνει ἐπιγραμματικά: «Σάν ἰατρόν ἐπέστειλεν ὁ Θεός τόν ῞Αγιον ᾿Αντώνιον εἰς τήν Αἴγυπτον. Διότι ποῖος ἤρχετο πρός αὐτόν λυπούμενος καί δέν ὑπέστρεφε χαίρων; Ποῖος ἤρχετο θρηνῶν διά θάνατον προσφιλῶν του προσώπων καί ἀμέσως ἀπέβαλε τό πένθος; Ποῖος ἤρχετο ὀργιζόμενος καί εἰς φιλίαν μετεβάλλετο; Ποῖος νέος ἤρχετο εἰς τό ὄρος τῆς ἀσκήσεως του καί θεωρήσας τόν ἀσκητήν ᾿Αντώνιον δέν ἠρνεῖτο ἀμέσως τίς ἡδονές καί ἠγάπα τήν σωφροσύνην;».

῾Ο Μέγας ᾿Αντώνιος, καίτοι δέν ἐγνώριζε γράμματα, διεκρίνατο ὅμως διά τήν εὐστροφίαν τοῦ πνεύματος του καί τήν διαλεκτικήν ἱκανότητα του, ἦτο θεοδίδακτος καί ἐγνωρίζετο διά τήν θεοσέβειαν του. ῾Η διδασκαλία του εἶναι ἡ αὐστηρά ἄσκησις του, ἡ μόνωσις του εἰς τήν ἔρημον, ἡ αὐστηρά νηστεία καί ἡ ταπείνωσις του, ἡ διαρκής προσευχή καί ἡ ἀνάτασις ὅλου τοῦ εἶναι του εἰς τόν Θεόν. ῾Ο Μοναχός καί ὁ κάθε χριστιανός πρέπει νά ρυθμίζη τόν πνευματικόν βίον του, σύμφωνα μέ τίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς Πίστεως, νά ἀγωνίζεται διαρκῶς κατά τῶν παντοίων παθῶν τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς σαρκός, νά ἀγαπᾶ καί νά μιμῆται τόν Χριστόν, ἀποβλέπων εἰς τήν ἠθικήν τελείωσιν. ῾Η δέ ἐπαναγωγή τῆς ψυχῆς εἰς τήν ἀρχέγονον καθαρότητα της, ἀποτελεῖ τήν ἀληθινήν προσπάθειαν πρός τήν ἠθικήν τελείωσιν.

῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος χαρακτηρίζει τόν Μέγαν ᾿Αντώνιον εἰς τήν βιογραφίαν του, ὡς ἅγιον τοῦ Θεοῦ καί αὐστηρόν ἀσκητήν, πού ἔχει μέ πολύν ὀξυδέρκειαν καί τό πνεῦμα τῆς φυσικῆς σοφίας, τό ὁποῖον καλλιεργοῦσε μέ τήν παρατεταμένην αὐτοσυγκέντρωσιν του. ῏Ητο αὐτάρκης καί ὀλιγαρκής, φιλήσυχος καί ἀνεξίκακος, μέ μεγάλην ταπείνωσιν. ῾Η πίστις του καθαρά καί ἡ ἄσκησις του αὐστηρά. ῾Η αὐτοπειθαρχία του καί ὁ αὐτοέλεγχος ἦσαν ἀνυπέρβλητοι. ῾Η αὐστηρά νηστεία, ἡ δουλαγώγησις τοῦ σώματος, ἡ τραχύτης τοῦ βίου καί προσκαρτέρησις του εἰς τήν ἀγρυπνίαν καί τήν προσευχήν ἦσαν ὁ κανών τῆς μοναστικῆς του ζωῆς».

Μέσα εἰς αὐτήν τήν σκληράν ἐποχήν τῆς σαρκολατρείας, ὅπου ζοῦμεν, ἔχομεν ἀνάγκην νά ἀκούσωμεν αὐτήν τήν φωνήν τῆς ἐρήμου, διά νά συνέλθωμεν εἰς ἑαυτούς καί νά ἱεραρχήσωμεν τά πράγματα εἰς τήν ζωήν μας, ἀποβλέποντες πάντοτε εἰς τήν σωτηρίαν μας. ᾿Αμήν.

 

Σελίδα ΙΜ Ιερισσού, Ιανουάριος 2010

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Εις την προσκύνησιν της αλύσεως του αποστόλου Πέτρου (16 Ιανουαρίου)



Αδελφοί, η Εκκλησία μας τιμά σήμερα την προσκύνηση της Τιμίας αλύσεως του αποστόλου Πέτρου. Η τιμή των λειψάνων των αγίων είναι πανάρχαια συνήθεια μέσα στην εκκλησία μας, από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους. Η τιμή ιερών αντικειμένων δεν είναι ειδωλολατρία, όπως λένε οι κοσμικοί άνθρωποι, οι εκτός της εκκλησίας, ούτε πρέπει να καταντά ειδωλολατρία από τους πιστούς χριστιανούς. Η τιμή της εικόνας,του ιερού λειψάνου, του αγιασμένου αντικειμένου επιβαίνει προς το πρωτότυπον δηλαδή προς το πρόσωπο του συγκεκριμένου αγίου και η λατρεία μας ανήκει στον Θεό, που χαριτώνει και αυτή την ύλη.

Από τις Πράξεις των αποστόλων πληροφορούμαστε πώς  ο Ηρώδης  Αγρίππας, βασιλιάς των ιουδαίων, έδεσε με την αλυσίδα εκείνη  και  έριξε στην φυλακή τον κορυφαίο Πέτρο, επειδή δίδασκε με παρρησία για την ανάσταση του Χριστού.
Ο Ηρώδης έβαλε τους Ιουδαίους και συνέλαβαν τον Απόστολο Πέτρο κατά τις ημέρες της εορτής των αζύμων. Και όταν τον έπιασε, τον έβαλε στην φυλακή. Τη νύκτα, πριν την ημέρα κατά την οποία ο Ηρώδης έμελλε να τον παρουσιάσει στον λαό, ο Απόστολος Πέτρος κοιμόταν μεταξύ δύο στρατιωτών και φρουροί φύλαγαν μπροστά στο κελί του. Ξαφνικά ήλθε Άγγελος Κυρίου και έλαμψε φως στο κελί. Αφού κτύπησε την πλευρά του Πέτρου, τον ξύπνησε και του είπε: «Σήκω γρήγορα». Και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του.

Κάποιοι Χριστιανοί ευσεβείς διαφύλαξαν αυτή την αλυσίδα διαδοχικά από γενεά σε γενεά, μέχρι που την μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και την εναπέθεσαν στο ναό του Αγίου Πέτρου, που βρίσκεται μέσα στη μεγάλη Εκκλησία, όπου ετελείτο και η Σύναξη του Αποστόλου. Αυτή την σύναξη, την εορτή παραδεδομένη από χριστιανική γενεά σε χριστιανική γενεά,  θυμόμαστε και εορτάζουμε με την σειρά μας σήμερα.
 

Κατά τις πράξεις των Αποστόλων πάλι, μαθαίνουμε πώς η θαυματουργική απελευθέρωση του αποστόλου Πέτρου έγινε καθώς η εκκλησία των Ιεροσολύμων αγρυπνούσε επί το αυτό και προσεύχοταν για την σωτηρία του ποιμένα της.Η Σύναξη της Εκκλησίας και η προσευχή της εκκλησίας έχει ισχυρή δύναμη και παρρησία μπροστά στον Θεό. Αν η ιδιωτική μας προσευχή στο σπίτι ή όπου αλλού, έχει κατά τους αγίους πατέρες δύναμη ισχυρή και είναι "σαν γλυκό βάσανο που χτυπά την πορτα του ελέους του Θεού", φανταστείτε πόσο ισχυρή και ευάρεστη και δυνατή προς το πλήρωμα της είναι η κοινή και ευχαριστηριακή προσευχή της Εκκλησίας! 

Ο μεγάλος των πατέρων και χρυσορρήμονας Ιωάννης τονίζει σχετικά με το θέμα: "Η προσευχή του πλήθους έχει μεγάλη δύναμη, όταν συνυπάρχει και η αρετή. Αυτό υπονοεί η αγία Γραφή όταν λέει: «προσευχή εκτενής προς τον Θεόν εγίνετο υπό της Εκκλησίας υπέρ αυτού» (Πραξ. ιβ’, 5). Τόσο ισχυρά ήταν η προσευχή αυτή, ώστε αν και η φυλακή ήταν κλειστή, και ο Πέτρος ήταν σιδηροδέσμιος και κοιμόταν μεταξύ δύο φυλάκων, τον απελευθέρωσε. Όταν όμως δεν υπάρχει αρετή, αλλά κακία, η προσευχή του πλήθους είναι τελείως ανίσχυρη. Απόδειξη τούτου οι Ισραηλίτες, που ήταν πολυάριθμοι ως η άμμος της θάλασσας (Ησ. ι’, 22) και όμως χάθηκαν, καθώς και οι επί της εποχής του Νώε, που ήταν άπειροι και καταστράφηκαν υπό του κατακλυσμού. Διότι τη δύναμη στην προσευχή δεν τη δίνει απλώς ο μεγάλος αριθμός των συμπροσευχομένων, αλλ’ η προσθήκη της αρετής τούτων σε αυτήν.

Ας φροντίζουμε λοιπόν ενωμένοι πνευματικώς να προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο, όπως εκείνοι για τον Πέτρο. Ούτως εντολή τηρήσωμεν, πλήθος δωρεών θα λάβουμε και θερμότερα τον Θεό θα ευχαριστούμε. Γιατί εκείνος που έμαθε να ευχαριστεί Αυτόν για τα παρεχόμενα στους άλλους αγαθά, πολύ περισσότερο θα ευχαριστεί για τα εις τον εαυτόν του χορηγούμενα. Τούτο έπραττε και ο Δαυίδ και έλεγε «δοξάσατε τον Κύριον μαζί μου» (ψαλμ. λγ’, 4). Αυτό, το οποίο και ο Παύλος πάντοτε ζητούσε από τους μαθητές του, ας κάνουμε και εμείς. Ας διακηρύξουμε παντού τα προς ημάς ευεργεσίες του Θεού, για να συμμετάσχουν και άλλοι στις προς Αυτόν ευχαριστίες μας, το οποίο θα είναι προς ωφέλειά μας. Γιατί, αν τις ευεργεσίες των ανθρώπων προς εμάς, όταν γνωστοποιούμε, καθιστούμε αυτούς προθυμότερους προς παροχή και άλλων, έτσι και του Θεού τις ευεργεσίες, όταν κοινολογήσωμεν, πλουσιοτέραν τη Χάρη Του θα προσελκύσουμε. Εάν ο Παύλος, που είχε τόση προς το Θεό παρρησία, πράττει αυτό, πολύ περισσότερο εμείς πρέπει να το πράττουμε...".

Και εμείς λοιπόν , αδελφοί μου, που το έλεος και η χάρις του Πατέρα μας Θεού, μας συγκέντρωσε σε σύναξη πνευματική και λογική λατρεία κοινή και ευάρεστη, ας ενώσουμε τις προσευχές των ψυχών μας , με αρετή και πίστη υπέρ της αγίας καθολικής εκκλησίας, υπέρ του σύμπαντος κόσμου, αδελφικά, αγαπητικά , με έννοια για τον συνάνθρωπο και τον συννεκλησιαζόμενο, ώστε φροντίζοντας με τόση χάρη  και ανιδιοτέλεια για τους άλλους, να ελκύσουμε και εμείς τα ελέη του μεγάλου Θεού και Πατέρα μας, του οποίου η παρουσία ας είναι μαζί μας. ΑΜΗΝ



π. Παντελεήμων Κρ.


Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Του Αγίου Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου (11 Ιανουαρίου)





του μακαριστού Μητροπολίτου Σερβιών και Κοζάνης + Διονυσίου Λ. Ψαριανού 


Μ
αζί με τους μάρτυρες του αίματος, από τον πρώτο καιρό, η Εκκλησία τίμησε και τους μάρτυρες της συνειδήσεως. Μάρτυρες της συνειδήσεως ονομάζονται οι όσιοι μοναχοί και οι ασκητές της έρημου. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των μοναχών και των ασκητών. Μοναχοί είν' εκείνοι πού ζουν μαζί στα μεγάλα κοινοβιακά μοναστήρια και ασκητές ή αναχωρητές είν' εκείνοι πού ζουν ξεμοναχιασμένοι σ' ερημικές κι απρόσιτες σπηλιές. Και οι μοναχοί και οι ασκητές είν' εκείνοι, πού άφηκαν τα εγκόσμια κι αφιέρωσαν τον εαυτό τους για κάτι καλύτερο και τελειότερο. Και είν' εκείνοι, για τους οποίους γράφει ο Μέγας Βασίλειος ότι «υπέρτεροι των ανθρωπίνων μέτρων εδείχθησαν», ξεπέρασαν τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Τέτοιος είναι ο άγιος Θεοδόσιος ο κοινοβιάρχης, του οποίου η Εκκλησία σήμερα εορτάζει τη μνήμη.


Ο άγιος Θεοδόσιος γεννήθηκε το 423 σε μια μικρή πόλη της Καππαδοκίας από ευσεβείς γονείς, πού με τις συμβουλές και το παράδειγμα τους δίδαξαν το παιδί τους τη χριστιανική αρετή. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα εκκλησιαστικά, ώστε και χειροθετήθηκε αναγνώστης. Όταν έφτασε σε κάποια ηλικία, άφησε την πατρίδα, τους γονείς και τους φίλους του κι έφυγε να επισκεφθή τους αγίους τόπους. Πηγαίνοντας για τα Ιεροσόλυμα, επισκέφθηκε τον άγιο Συμεών το στυλίτη. Εκείνος, όταν τον είδε, σαν και να τον ήξερε, του φώναξε «Καλώς ώρισες, δούλε τον Θεού Θεοδόσιε»! Ο άγιος Θεοδόσιος πήρε την ευλογία του μεγάλου ασκητή και συνέχισε το δρόμο του για τους αγίους τόπους. Στα Ιεροσόλυμα βρήκε κάποιο συμπατριώτη του ασκητή κι έμεινε κοντά του για λίγον καιρό.


Ο άγιος Θεοδόσιος έδειξε από την αρχή τόση ασκητικότητα και αρετή, ώστε σε λίγο καιρό έγινε γνωστός κι άρχισαν να μαζεύωνται κοντά του πολλοί, πού σαν κι αυτόν είχαν πάρει το δρόμο του ασκητισμού. Η σπηλιά επάνω στο βουνό, όπου ζούσε κρυμμένος ο Άγιος, έγινε σιγά - σιγά μοναστήρι, όπου συγκεντρώθηκαν πολλοί και σχημάτισαν μια αδελφότητα. Ο άγιος Θεοδόσιος τους δίδασκε και τους κατάρτιζε όχι μόνο στην προσευχή και στην εργασία, αλλά και στη μνεία του θανάτου, η μνεία του θανάτου είναι το πρώτο για τον μοναχό. Το να θυμάται, όχι μόνο κάθε μοναχός, αλλά και κάθε άνθρωπος ότι είναι θνητός και ότι κάποια ήμερα θα πεθάνη, ειν' εκείνο πού γράφει ο απόστολος Παύλος, ότι «αεί γαρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδίδόμεθα δια Ίησονν...».


Ο κοινοβιακός μοναχισμός είναι το πρότυπο του κοινωνικού βίου, σαν στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, όπως διαβάζαμε στις Πράξεις των Αποστόλων. «Τον δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, άλλ' ην αυτοίς άπαντα κοινά...». Αυτή η μαρτυρία στο βιβλίο των Πράξεων είναι από τα πιο επίμαχα θέματα του καιρού μας, αλλά και το πρότυπο και η βάση του κοινοβιακού ασκητισμού. Πολύ σωστά είπαν ότι «ο κοινοτικός - κοινοβιακός τρόπος ζωής θα είναι σε όλους τους αιώνες ο γνήσιος τρόπος ζωής χριστιανικής υπάρξεως μέσα στον κόσμο. Και ο τρόπος αυτός σώζεται μέχρι σήμερα μέσα στο μοναστικό κοινόβιο, πού θα παραμείνη το πρότυπο της χριστιανικής κοινωνίας». Όχι για να γίνουν όλοι μοναχοί, αλλά για να παραδειγματίζωνται από τον βίο των μοναχών.


Ο άγιος Θεοδόσιος, όταν είδε ότι από παντού έφταναν μοναχοί, έκτισε κοντά στη Βηθλεέμ ένα μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα με εργαστήρια για να εργάζωνται οι μοναχοί, με νοσοκομείο και γηροκομείο και με τρεις μεγάλες εκκλησίες. Οι μοναχοί, πού έφτασαν έως 700 δεν ήσαν μόνο Έλληνες, αλλά Αραβες και Αρμένιοι και Πέρσες και Σλάβοι, όταν αρρώσταιναν εύρισκαν περίθαλψη στο νοσοκομείο και στα γεράματα τους στο γηροκομείο. Διάβαζαν χωριστά και στη γλώσσα τους όλες τις άλλες ακολουθίες, κι όλοι μαζί στη μεγαλύτερη Εκκλησία τελούσαν τη θεία Λειτουργία. Είναι να θαυμάζουμε μια τέτοια οργάνωση και τέλεια εικόνα κοινωνικού βίου, μα και να λυπούμαστε, πού τόσος πόλεμος γίνεται για τα κοινωνικά ζητήματα, και αγνοούνται τέτοια παραδείγματα και πρότυπα από την παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας.


Το μεγάλο κοινόβιο του αγίου Θεοδοσίου, τέλεια ωργανωμένο, ήταν ένας αληθινός επίγειος παράδεισος. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, θαυμάζοντας τη μοναστική αυτή πολιτεία, διώρισε τον άγιο Θεοδόσιο γενικό προϊστάμενο και επόπτη όλων των κοινοβίων της Παλαιστίνης, γι' αυτό και λέγεται κοινοβιάρχης. Αλλά και εναντίον των αιρέσεων εργάσθηκε ο άγιος Θεοδόσιος, γι' αυτό και έπεσε στη δυσμένεια του αιρετικού αυτοκράτορα Αναστασίου, ο οποίος και τον εξώρισε. Μετά την εξορία του, ο κοινοβιάρχης ξαναγύρισε στο κοινόβιο του κι έζησε ακόμα 11 χρόνια μέχρι το 529, πού κοιμήθηκε σε ηλικία 105 ετών. Ο άγιος Θεοδόσιος ως τα βαθειά γεράματα του ήταν ένας ωραίος με επιβλητικό παράστημα άνθρωπος, ώστε να έχουν και σ' αυτόν εφαρμογή τα λόγια του αγίου Χρυσοστόμου «των γαρ αγίων ουχί τα ρήματα μόνον, αλλά και αυτά τα πρόσωπα πνευματικής γέμει χάριτος». Αμήν.


από το βιβλίο του «Εικόνες έμψυχοι – Κηρύγματα αγιολογικά(Εξαπλά β΄)»,

Ζωηφόρος

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ: Αναστάσιμο ευαγγέλιο μετανοίας


«Τω καιρώ εκείνω, ακούσας Ιησούς ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις την Γαλιλαίαν, και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν όρίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. ίνα πληρωθή το ρηθέν δια Ησαΐου του προφήτου λέγοντος· γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοίς καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς. Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν μετανοείτε· ήγγικεν γαρ ή βασιλεία των ουρανών». (Μτθ δ΄12-17)



«και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»

Tο σημερινό ευαγγέλιο , αγαπητοί χριστιανοί, είναι ένα ευαγγέλιο αναστάσιμο. Δεν είναι αναστάσιμο γιατί αναφέρεται άμεσα στην Ανάσταση του Κυρίου, ούτε επειδή διαβάζεται στην πασχάλια εβδομαδιαία σύναξη της Κυριακής. Είναι αναστάσιμο γιατί αναφέρεται σε ένα καινό-καινούριο φως- που έλαμψε στον κόσμο της σκιάς του θανάτου, στον κόσμο της αμαρτίας, το φως του Χριστού, και σε μια νέα ζωή, μια ζωή χαρμολύπης,τη ζωή της μετάνοιας, την ζωή της βασιλείας του θεού.

 

Το ότι η μετάνοια συνδέεται με την ανάσταση του Χριστού, αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην αγία γραφή. Αμέσως μετά την ανάσταση και πριν την ανάληψη ο Κύριος έστειλε τους μαθητές του να κηρύξουν μετάνοια στα έθνη εις άφεσιν αμαρτιών. Αλλά και οι απόστολοι ενώπιον του ιουδαϊκού λαού,την ημέρα της Πεντηκοστής, κήρυξαν μετάνοια δηλ επιστροφή και βάπτισμα στο όνομα του  Αναστημένου Κυρίου Ιησού.

Ωστόσο είναι πιο προφανής ο λόγος που καθιστά τη σημερινή ευαγγελική περικοπή αναστάσιμη, ευαγγέλιο χαράς, ελπίδας και πνευματικής ανάτασης. Πριν από την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη , αμέσως μετά τον σταυρό και τον θάνατο, έχουμε μία άλλη κάθοδο του Χριστού σε έναν άλλο άδη, σε ένα τόπο κλαυθμού και οδυρμού. Είναι αυτή η παρουσία του Κυρίου Ιησού στην Γαλιλαία των εθνών, στην Γαλιλαία όπου επλεόνασε η αμαρτία, η οδύνη και ο θάνατος , για να περισσεύσει η χάρη και η σωτηρία. Η σάρκωση και η επιφάνεια του Λόγου, του Υιού του Θεού στον κόσμο, είναι η μεγάλη αποκάλυψη , η παρουσία του Θεού, η παροχή της ζωής και του φωτός σε ένα κόσμο απελπισίας, ασέβειας, αποπνικτικής κακίας και άγνοιας. Τελικά, η Γαλιλαία της εποχής του Ιησού, αγαπητοί χριστιανοί, είναι ο ίδιος ο κόσμος μας , ο κόσμος που ζει στην πλάνη του διαβόλου και βρίσκει την αληθινή ζωή και σωτηρία στο πρόσωπο του Χριστού, στην ίδια την Εκκλησία.

 

Η μετάνοια, αδελφοί μου, αυτή η ουσία του κηρύγματος του Προδρόμου, των αποστόλων, των προφητών, των πατέρων, το πρώτο κήρυγμα του ιδίου του Χριστού, είναι μια κατασυκοφαντημένη και κακοποιημένη έννοια στις μέρες μας. Συνδέεται με μια ζωή απελπισίας, κακουχιών, ύποπτης υποκριτικής θρησκευτικότητας, με έναν λόγο παρωχημένο, στομφώδη και φαρισαϊκό.. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πώς μέσα στους κόλπους και την παράδοση της μητέρας μας, της ορθόδοξης εκκλησίας, η μετάνοια είναι μια ζωή μακαριότητας, δηλαδή μυστικής χαράς και ευτυχίας. Είναι η ευλογημένη χαρμολύπη, η πολιτεία των ταπεινών και των αγνών ανθρώπων, αυτών για τους οποίους ο Χριστός είπε: «μακάριοι αυτοί που πενθούν γιατί θα παρηγορηθούν». Το πένθος αυτό , δεν είναι πένθος κοσμικό, που μυρίζει θάνατο και απελπισία, αλλά είναι ή ίδια η ζωή της κατά Χριστόν ταπείνωσης. Μιας ζωής που συναντάμε στους αγίους. Σ’αυτούς που δεν ανέχονται την ντροπή και την ασθένεια της αμαρτίας και ενώ είναι δίκαιοι και ευλαβείς συνειδητοποιούν την αμαρτωλότητα και την ελαχιστότητα τους ενώπιον του Θεού. Σ’αυτούς που δεν απαιτούν τα υψηλά, τα αξιώματα,τα ις διακρίσεις, τους επαίνους και μένουν σαν νεκροί μπροστά στην απατηλότητα και τη ματαιότητα του κόσμου. Σ’αυτούς που ενώ αγαπούν την ζωή και δεν την αποστρέφονται, ωστόσο ζουν μια ζωή λαθότητας, κρύβοντας την αρετή τους από τους άλλους και επιλέγουν σαν τις μέλισσες απ’αυτόν τον κόσμο ότι αγνό,αυθεντικό και ψυχωφέλιμο, με διάκριση και απλότητα. Αυτούς που συναισθάνονται το υψηλό μυστήριο του Θεού και καταγελούν όλη την ανθρώπινη ματαιότητα και πολυπραγμοσύνη.

 

Τέλος,  αγαπητοί μου, η ζωή της μετανοίας είναι καθαρά μυστηριακή και εκκλησιαστική ζωή. Ο μετανοϊκός άνθρωπος τρέφεται από την θεία ευχαριστία, την εξομολόγηση, τις ακολουθίες της εκκλησίας. Ζεί με αυτοπροσφορά, κένωση, προσευχή, διακονία,θυσία και κύρια με πίστη και ελπίδα, γι’αυτό και ζει εσωτερικά γαλήνιος και χαρούμενος. Ο νέος κόσμος του Θεού, ο μυστηριακός κόσμος της Εκκλησίας που εγκαινίασε ο Χριστός με την επιφάνεια Του στον κόσμο, είναι ο κόσμος της ανάστασης, της ζωής και του φωτός.

 

Αυτή τη χάρη και το βίωμα ας παλέψουμε να αποκτήσουμε, όλοι μας αδελφοί, για να βρούμε την αληθινή και αναφαίρετη μακαριότητα. ΑΜΗΝ.






ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ