«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ


«Μνήσθητι ότι άπέλαβες σύ τα αγαθά σου έν τη ζωή σου»

Ό πλούσιος της παραβολής δεν θέλει καν να σκεφτεί, πώς εκεί στην αυλή του είναι ένας φτωχός και γεμάτος πληγές ονόματι Λάζαρος. Υπάρχει μόνο ό εαυτός του, οι απολαύσεις με τους ομοίους του. Έτσι μια μέρα ό Λάζαρος έσβησε στην ερημιά!

Ή έκταση της ασπλαχνίας.

Πόσο ματώνει ή καρδιά, όταν σκεπτώμαστε πώς ή ιστορία αυτή αποτελεί σίγουρα το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το σύμβολο της κοινωνίας μας! Με διάφορες παραλλαγές, με την ιδία όμως πάντοτε τραγικότητα, επαναλαμβάνεται ή ίδια ιστορία. Πόσοι και πόσοι αδιαφορούν για τη στέρηση και τη δυστυχία των αδελφών τους! Κλείνουν ερμητικά την καρδιά τους στον πόνο του συγγενή, του εργάτη, τού υπαλλήλου τους. Τεράστια ποσά δαπανούν οπουδήποτε και δεν δίνουν σε κάποιο αναξιοπαθούντα συνάν θρωπο τους.

Αλλά προσοχή, μη νομίσει κανείς ότι ή σκληροκαρδία είναι αποκλειστικό ελάττωμα των πλουσίων. Πολύ πιθανόν την ώρα πού αγανακτούμε για την ασπλαχνία ορισμένων να φερώμαστε και μείς σκληρά με άλλο τρόπο. Μήπως δεν υπάρχουν και άλλοι φτωχότεροι από μας; Τί κάναμε να τούς ανακουφίσουμε; Ενδιαφερθήκαμε για να πιάσει δουλειά ό άνεργος οικογενειάρχης πού έχει αποκάμει πια να μένει με τα χέρια δεμένα και να βλέπει τα παιδιά του να στερούνται;

Στείλαμε κάτι στη χήρα, πού παλεύει με το τίποτα να θρέψη δυο και τρία παιδιά; Η συνεχώς παραπονιόμαστε και μείς ότι δεν μας φτάνουν τα όσα παίρνουμε; «Είσαι φτωχός; έλεγε ό Μ. Βασίλειος σ' ένα κήρυγμα του, όταν είχε ξεσπάσει στην Καισαρεία πείνα φοβερή. Εξάπαντος υπάρχει και άλλος φτωχότερος από σένα. Εσύ έχεις τροφές για δέκα μέρες, εκείνος έχει μόνο για μια ώς άνθρωπος πονεμένος και ευσεβής... μη διστάσεις να δώσεις».

Και αλλού έλεγε για τούς σκληρόκαρδους πλούσιους. «Εάν αυτόν που γδύνει έναν καλοφορεμένο τον ονομάζουμε λωποδύτη, εκείνον πού αφήνειτον άλλο γυμνό, ενώ μπορεί να του προσφέρει ρουχισμό, διαφορετικά θα τον ονομάσουμε;». Και αυτός κατά έναν άλλο τρόπο είναι λωποδύτης. Άς εξετάσουμε προσεκτικά τη διαγωγή μας μήπως κι εμείς φερώμαστε σκληρόκαρδα στην τόση δυστυχία πού βλέπουμε γύρω μας.

Οι συνέπειες θα είναι φοβερές.

«Απέθανε και ό πλούσιος και ετάφη», συνέχισε ό Κύριος. Όση περιουσία και αν έχει κανείς δεν μπορεί να δωροδοκήσει τον θάνα το. Τελικά ό πλούσιος εξ αιτίας της ασπλαχνίας του βρέθηκε στον Άδη «έν βασάνοις».

Και όταν στην απόγνωση του ζήτησε από τον Αβραάμ να τον λυπηθεί και να στείλει τον ευτυ χισμένο Λάζαρο να τον δροσίσει με μια σταγόνα νερό, πήρε την αμείλικτη απάντηση: «Τέκνον, μνήσθητι ότι άπέλαβες σύ τα αγαθά σου έν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ όδυνάσαι». Ό καθένας με την στάση του στην επίγεια ζωή του καθόρισε οριστικά πια τη θέση του έδώ. Άλλωστε μεταξύ μας υπάρχει ένα χάσμα αγεφύρωτο.

Φέρνει ρίγος και φρίκη ή κατάσταση του πλούσιου στον Άδη, όταν την καλοσκεφθούμε, αλλά ακόμη φέρνει κι ένα τερα στίας σημασίας μήνυμα, πού είναι καιρός να το αναλογιστούμε. Νομίζει κανείς ότι βλέπει μέσα από την παραβολή τις φλόγες του "Άδη να σχηματίζουν πύρινες γλώσσες καινά φωνάζουν: «Ή ασπλαχνία τιμωρείται!» Ό αψευδής λόγος του Θεού είναι σαφέστατος στο θέμα αυτό: Ή σκληροκαρδία μια μέρα θα τιμωρηθεί αυστηρά. Ό Θεός δεν παίζει. «Ή κρίσις άνέλεος τω μη ποιήσαντι έλεος» (Ια κώβ, β' 13). Ή τιμωρία του Θεού θα είναι αυστηρότατη σ' εκείνον πού έκλεισε τα αυτιά του στον στεναγμό των αδελφών του.

Ό Κύριος δεν σπεύδει να επιβάλει τις κυρώσεις -και τον πλούσιο τον ανέχθηκε επί μακρόν. Συνεχώς δίνει νέες προθεσμίες, νέες ευκαιρίες, για νασυναισθανθεί ό άσπλαχνος άνθρωπος την ένοχη του και να μετανοήσει.

Άς καλοσκεφθούμε λοιπόν, -όχι αύριο, αλλά τώρα!- το σοβαρό αυτό θέμα. Άς εξετάσουμε προσεκτικά τη ζωή μας. Έδώ κρίνεται το αιώνιο μέλλον μας. Εκείνος πού αδιαφορεί στο σπαρακτικό «πεινώ» του συνανθρώπου του θα τυραννιέται μ' ένα φοβερό «διψώ» στο καμίνι της αιώνιας οδύνης. Και άς πα ρακαλέσουμε θερμά τον Χριστό: «Ώ Κύριε μη με αφήσεις να ζήσω ούτε μια μέρα καθώς ό σημερινός πλούσιος. Αλλά άξίωσέ με τε λειώνοντας τη ζωή μου με πίστη να βρεθώ κι εγώ στους κόλπους του Αβραάμ».

Περιοδκό: «ΖΩΗ», 21/10/2010
Διαδίκτυο:AKTINEΣ

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Εγκώμιο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη



του Αρχιμ. Εφραίμ Ξηροποταμηνού
από το περιοδικό «Αγιορείτικη μαρτυρία»,
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, τεύχος 5, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1989
 «Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών».
Με αυτόν τον στίχον του Δαβίδ αρχίζει ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γρηγόριος ο Παλαμάς το εγκώμιό του στον Μυροβλύτη άγιο, που σαν Μεγαλομάρτυς ανήκει και αυτός στις «αρχές», δηλαδή στην ηγεσία των Αγίων και Φίλων του Θεού.
«Εγώ με πολλή τιμή περιβάλλω τους φίλους σου, Θεέ μου, μεγάλη εξουσία και παρρησία έχουν εκείνοι που προεξάρχουν μεταξύ τους», θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, δίνοντας όμως στα ίδια αυτά λόγια του Προφητάνακτος πολύ πιο ευρύ περιεχόμενο. Διότι για μάς Φίλοι του Θεού είναι και οι δύο Άγιοι, και ο εγκωμιάζων και ο εγκωμιαζόμενος, αλλά ακόμη και οι φίλοι των Φίλων του Θεού, ο φιλάγιος και Παναγιώτατος Ποιμενάρχης κύριος Παντελεήμων με το ευλαβές του ποίμνιο, που με τον θείο ζήλο τους για την τιμή και τον έπαινο των όντως μεγάλων Αγίων της Αποστολικής Μητροπόλεως δεν παύουν από του να επισύρουν άθελα επάνω τους τον δίκαιο έπαινο και την αγάπη της στρατευόμενης αλλά και της θριαμβευούσης Εκκλησίας του Χριστού.
Ο λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίο πρέπει σήμερα να παρουσιάσουμε ανταποκρινόμενοι σε τιμητική πρόσκληση του Παναγιωτάτου, πρέπει, σύμφωνα με εσωτερικά τεκμήρια, να εκφωνήθηκε από τον Άγιο σε ένα από τα έτη της αρχιερατείας του στη Θεσσαλονίκη, κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα μετά το Ευαγγέλιο της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας μέσα στον πάνσεπτο τούτο ναό, και αποτελεί άριστο δείγμα του εορταστικού εγκωμιαστικού λόγου, στο οποίο ανήκει.
«Ο μεν πόθος μάς παρακινεί να μιλήσουμε ανάλογα με τη δύναμή μας, και η περίσταση απαιτεί τον επίκαιρο λόγο, και το οφειλόμενο χρέος βιάζοντας μας δεν μάς αφήνει να θαυμάσουμε άνευ λόγων το υπέρ λόγον μεγαλείο του Μάρτυρος», λέγει κάπου στην αρχή του λόγου του ο Άγιος.
Η μακρά παράδοσις του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τυπικό, το οποίο εγνώριζε καλά ο Άγιος Γρηγόριος, μια και είχε ζήσει αρκετό διάστημα σ’ αυτήν, ακόμη και πριν αρχιερατεύσει. Αυτό το τυπικό φαίνεται ότι καθόριζε το περιεχόμενο της ομιλίας του, και αυτό τον κάνει να αισθάνεται λίγο περιορισμένος.
Θα ήθελε ίσως, παίρνοντας μόνον αφορμή από τον Μάρτυρα, να επιμείνει σε πνευματικά θέματα, όμως είναι υποχρεωμένος να αναφέρει, όπως κάθε χρόνο, τα απαραίτητα, μα πασίγνωστα πια μαρτυρολογικά στοιχεία, πράγμα που τον κάνει να σκεφθεί λίγο και την δυνατότητα της σιωπής.
Τελικά όμως, όπως φαίνεται στην συνέχεια, καταφέρνει να τα συγκεράσει όλα, και αγιολογία και ηθική διδασκαλία και θεολογία και ρητορεία και ερμηνευτική, σε έναν αριστοτεχνικό εγκωμιαστικό λόγο, απόλυτα ισορροπημένο και απαλλαγμένο από το πολύ σύνηθες σε τέτοια έργα στοιχείο της υπερβολής.
Θα ήταν μάταιο, νομίζουμε, μέσα στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας να επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε έστω και εν περιλήψει ολόκληρο τον ειρμό και το περιεχόμενο του λόγου. Όσο για λογοτεχνική ανάλυση και αξιολόγηση, που οπωσδήποτε ξεφεύγει τις δυνατότητες μας, αρκούμεθα να εκφράσουμε ευλαβικά το θαυμασμό μας για τα «κάλλη του φθέγματος» του θείου Γρηγορίου του Παλαμά που του προσετέθησαν από τη θεία Πρόνοια, για να διατυπώσει επάξια «τα βάθη του Πνεύματος» που «εξεζήτησε» και αυτός, όπως ακριβώς και ο συνώνυμος του Θεολόγος. Ας μάς επιτραπεί λοιπόν να μεταφέρουμε κατ’ εκλογήν ορισμένες μόνο από τις βασικές τοποθετήσεις του λόγου παρατρέχοντας τα πάμπολλα ευρήματα και τούς βιβλικούς παραλληλισμούς, που ίσως μόνο μια δόκιμη μετάφραση θα μπορούσε να αποδώσει.
Ήδη εκ προοιμίων, αλλά και πολύ συχνά στη μετέπειτα ροή του λόγου, ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει στα πολλαπλά χαρίσματα της αγιότητος του Δημητρίου. Η μετά ευχαριστίας αποστέρηση της κατά κόσμον ευτυχίας και δόξης τον κατατάσσουν μεταξύ των δικαίων, με τους οποίους όμως συγκρινόμενος —και μάλιστα με τον Ιώβ— βρίσκεται πολύ ανώτερος. Αξιώθηκε και προφητικής χάριτος, όπως φαίνεται από τους λόγους του προς το Νέστορα, που ευλαβικά μάς διέσωσε η παράδοση: «Και τον Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Η προ του μαρτυρίου Ιεραποστολική του δράσις στη Θεσσαλονίκη από την επίσημη μάλιστα θέση του υπάτου, αλλά και η μετά θάνατον δια των θαυμάτων του Αγίου μεταστροφή ολοκλήρου της πόλεως στο Χριστιανισμό είναι μάρτυρες της αποστολικής χάριτος και αξίας που του εδόθη. Η παρθενία του και η άμεμπτη προ του μαρτυρίου ζωή του τον κατατάσσουν αυτοδικαίως και στις τάξεις των όσιων. Η «σπουδή της σοφίας» και «η περί λόγους παιδεία», που τον κοσμούσαν σαν ανώτατο αξιωματούχο του κράτους, του δίδουν το χρίσμα του διδασκάλου. Μάλιστα στον «ωρατίωνα», τον κοντό εκείνο αγορευτικό μανδύα που φορούσαν στους ώμους οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, και στον υπατικό δακτύλιο του, που μετά το μαρτύριό του άρχισαν να θαυματουργούν στα χέρια του Λούπου, ο Γρηγόριος δεν κρύβει πώς βλέπει κάποιο συμβολισμό της «μυστικώς δεδομένης διδασκαλικής αξίας και προεδρίας». Μόνη η ορατή Ιεροσύνη του λείπει φαίνεται να υπονοεί η φράση: «…μόνος ή πάνυ μετ’ ολίγων τα πάντα τελεί». Ιδιαίτερα στο θέμα της παρθενίας του Αγίου Δημητρίου επανέρχεται πολλές φορές ο παρθένος και μοναχός Παλαμάς, το ειδικό όμως αυτό θέμα έχει έξαντλήσει ολόκληρο συνέδριο που διοργανώθηκε μέσα στον Ιερό τούτο χώρο.
Με τη σειρά μας θα λέγαμε πως η συνάντηση αυτή όλων των γνωρισμάτων της αγιότητος σε ένα και το αυτό πρόσωπο είναι χαρακτηριστικό όλων των άλλων Αγίων της Εκκλησίας μας. Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ο βίος του ίδιου του μεγάλου Παλαμά, τον αποδεικνύει όχι μόνον όσιο και διδάσκαλο και Ιεράρχη, αλλά και προφήτη και απόστολο και μάρτυρα τη προαιρέσει. επαληθεύεται και πάλι το ότι μόνον ένας μεγάλος μπορεί να καταλάβει και παινέσει επάξια έναν μεγάλο.
Ένα άλλο κεντρικό σημείο του λόγου είναι ο παραλληλισμός του Αγίου Δημητρίου με τον Χριστό, η επισήμανση δηλαδή στο πρόσωπο του Μεγαλομάρτυρος ενός «τύπου Χριστού μετά Χριστόν», αν είναι δυνατόν να λεχθεί κάτι τέτοιο. Το στοιχείο αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Βέβαια για κάθε άγιο ισχύει το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Στον Άγιο Δημήτριο όμως όλα τα βιογραφικά στοιχεία με αφορμή και αφετηρία τη λόγχευση της πλευράς συντείνουν σε μία όχι μόνο μυστική, αλλά και εξωτερική εξεικόνιση του Χριστού στο πρόσωπό του: Το νεανικό της ηλικίας, η παρθενία, η διδασκαλική δράση που επιστεγάζεται από το εκούσιο μαρτύριο, η τετρωμένη πλευρά που γίνεται πηγή μύρου και ιάσεων, ο εξιλαστικός χαρακτήρας που παίρνει το μαρτύριο του Αγίου υπέρ μιας ολοκλήρου πόλεως είναι στοιχεία που πολύ νωρίς επεσημάνθησαν και ίσως πήραν τις ανάλογες λατρευτικές προεκτάσεις, ενώ μεταγενέστερα επί του αγίου Συμεών αποκρυσταλλώνονται πλέον λειτουργικά και υμνογραφικά σε ακολουθίες και ύμνους σαν αυτούς που ακούγονται ιδιαίτερα κατά τους όρθρους όλης αυτής της εβδομάδος μέσα στον εφέστιο τούτο του Μεγαλομάρτυρος.
Ειδικά, ο Άγιος Γρηγόριος, εκτός από την εφαρμογή ορισμένων χριστολογικών χωρίων και τύπων της Παλαιάς Διαθήκης που κάνει στον Άγιο Δημήτριο, αναφερόμενος και στην πολλαπλή λόγχευση της πλευράς του, την θεωρεί αναπλήρωση των «υστερημάτων των θλίψεων του Χριστού» κατά τον Απόστολο Παύλο, η οποία γίνεται από τους Αγίους υπέρ του Σώματος Του που είναι η Εκκλησία.
«Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς». Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία του μάρτυρος και το σύντομο μαρτύριό του θέτουν πάντοτε σε δοκιμασία την φιλοπράγμονα διάθεση των περί τα συναξαριακά ενασχολούμενων ευλαβών, όπως ακριβώς και εκείνου του Αγιορείτη ασκητή Βιταλίου, που αναφέρεται στις διηγήσεις των θαυμάτων του Αγίου. Να η απορία του, όπως την συνοψίζει ο αφηγητής του θαύματος Σταυράκιος: «Αφού τόσο σύντομος ήταν ο μαρτυρικός αγώνας του και ακαριαίο το μαρτύριό του και μόνη η πλευρά του επλήγη, τι ήταν αυτό που του προεξένησε την τόση αφθονία των μύρων;» Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που και περισσότερα και δριμύτερα και πιο μακροχρόνια βάσανα υπέμειναν και παρθένοι ήσαν και ίσως να ετελειώθησαν και με λόγχευση της πλευράς κατά μίμησιν του Χριστού. Τι είναι εκείνο που ανέδειξε μεγαλομάρτυρα και οικουμενικό θαυματουργό τον Δημήτριο;
«Επί τω Δημητρίω ακραιφνώς τα πάντα συνέδραμον» σπεύδει να απαντήσει ο ρητορικότατος Σταυράκιος, προτού διηγηθεί το σχετικό θαύμα που έπεισε τελικά στην πράξη τον Βιτάλιο. Στο σημείο αυτό ο θείος Γρηγόριος αισθάνεται ότι έχει να πει περισσότερα. Και εδώ μόνος αυτός μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον Μάρτυρα βάσει της δικής του εμπειρίας. Να λοιπόν πώς εξηγεί αυτός εκείνο το «ακραιφνώς» του Σταυρακίου: «Γιατί ούτε στο νου του, λέγει, δεν καταδέχθηκε ποτέ να βάλει (ο Άγιος) κάτι από τα μη θεοσεβή, ούτε ξεκίνησε να κάνει καμιά πράξη όχι θεάρεστη. Αλλά αφού φύλαξε αμίαντη στον εαυτό του τη Θεία Χάρη του κατά Χριστόν βαπτίσματος, είχε πάντοτε το θέλημά του σύμφωνο με τον νόμο του Κυρίου». Και λίγο πιο κάτω: «(Ο Δημήτριος) ήταν ωραίος, όχι μόνον κατά τον έξω αισθητό άνθρωπο, αλλά πολύ περισσότερο κατά τον εσωτερικό και αόρατο, τον οποίο βλέποντας ο καρδιογνώστης Θεός τόσο αιχμαλωτίσθηκε από το νοερό κάλλος του, ώστε να ευδοκήσει να σκηνώσει μέσα σ’ αυτόν και να αποτελέσει ένα πνεύμα με αυτόν, και ξεκινώντας από εκεί να τον κάνει ολόκληρο θείο».
Ο Δημήτριος δηλαδή είχε φθάσει διά της νήψεως ήδη και προ του μαρτυρίου στην τελειότητα και στη θέωση και έτσι, κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού, δε χρειαζόταν παρά ένα σύντομο μαρτύριο, με το οποίο σαν άλλος πνευματικός στάχυς θα θεριζόταν, για να συναχθεί στις ουράνιες αποθήκες. Τα φοβερά βασανιστήρια από τα όποια έπρεπε να περάσουν άλλοι μάρτυρες υποβασταζόμενοι από την Χάρη του Θεού, για να δοκιμασθεί έτσι και να ατσαλωθεί η προαίρεσή τους, δεν χρειαζόταν στον Δημήτριο, γιατί αυτός, όπως λέγει ο θείος Παλαμάς «πριν ή γνώναι το κακόν, έξελέξατο το αγαθόν». Με την νηπτική εργασία, η οποία ήταν θεοδίδακτος, είχε καταστεί τόσο τέλειος κατά την προαίρεση, ώστε ο πειράζων, μη βλέποντας καμμιά πιθανότητα επιτυχίας, μετά τον πρώτο ανιχνευτικό πειρασμό του σκορπιού, δεν τόλμησε να επιστρέψει από φόβο μήπως πολλαπλασιάσει τους στεφάνους του Μάρτυρος.
Όλα αυτά βέβαια δεν αναφέρονται επί λέξει στο εγκώμιο και ας μάς συγχωρήσει ο Άγιος Γρηγόριος! Πιστεύουμε όμως πως διερμηνεύουμε εκείνα στα οποία αυτός δεν μπόρεσε να επεκταθεί περιορισμένος από την περίσταση και «σχήμα του λόγου», όπως λέγει. Στον περίφημο όμως δεύτερο λόγο του στα Εισόδια, που συνέγραψε μέσα στο οικείο περιβάλλον της ησυχίας του Αγίου Όρους, μάς δίνει ένα άλλο πιο εκτεταμένο παράδειγμα αυτού του είδους της «Νηπτικής ερμηνείας».
Εξηγεί δηλαδή ο μύστης της Θεοτόκου Γρηγόριος ότι εκείνο που έκανε την Παρθένο άξια να γίνει Μητέρα του Θεού ήταν η τελειότητα της προαιρέσεως της, στην οποία έφθασε διά της νήψεως και της Ιεράς ησυχίας στο διάστημα της παραμονής της μέσα στον Ναό.
«Πολιά δε έστιν φρόνησις άνθρώποις και ηλικία γήρως βίος άκηλίδωτος». Ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγιότητος του Δημητρίου, το οποίο φαίνεται να υπογραμμίζει ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος, είναι το νεαρόν της ηλικίας του. Τον ονομάζει «νεανίαν απαλόν», «νέον έτι κομιδή» και «στεφανίτην έκ ου». Το γεροντικό του φρόνημα όμως τον έκανε διδάσκαλο και εμψυχωτή όχι μόνον του Νέστορος, του οποίου την νεότητα και ο ίδιος ο Μαξιμιανός λυπήθηκε αλλά και πάντων των «εύσεβεΐν αίρουμένων», οι οποίοι ασχέτως ηλικίας κατέφευγαν στην υπόγεια εκείνη στοά, όπου δίδασκε ο Μάρτυς και η οποία γι’αυτό τον λόγο, όπως υποστηρίζει ο Άγιος, έδωσε το όνομα «Καταφυγή» στον ναό της Θεοτόκου που αργότερα κτίστηκε επάνω της.
«Αγαθόν ανδρί όταν άρη τον ζυγόν αυτού εκ νεότητος αυτού». Απόδειξη ο Δημήτριος, ο Νέστωρ, ο ίδιος ο Παλαμάς. Η νεότητα έχει λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση. Οι μεγαλύτεροι ας μην σπεύδουμε πάντοτε να προδικάζουμε το νεανικό ενθουσιασμό. Χρειάζονται ισχυρά αντίδοτα, για να καταπολεμηθεί η σημερινή γενική δηλητηρίαση. Η αγιότητα, η θυσία, το μαρτύριο είναι τα μόνα ικανά να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Η Εκκλησία θεμελιώθηκε με το αίμα του Χριστού πάνω στους τάφους και τα λείψανα των Μαρτύρων. Χωρίς θυσία, αδύνατη η αλλαγή και η μεταμόρφωσις.
Αλλά ας επανέλθουμε στα λόγια του Παλαμά: «Μου έρχεται, λέγει, να πω για τον Δημήτριο εκείνο που λέγει ο θείος Παύλος για τον Χριστό: Αποδεικνύει την αγάπη του σ’ εμάς ο Μέγας Δημήτριος με το ότι ενώ ήμασταν ακόμη ασεβείς, αυτός «κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε», κατά χάριν βέβαια και μίμησιν του Δεσπότου του. Και ολόκληρη η πόλις αύτη «κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου αυτού»6.
Και συνεχίζει αντιδιαστέλλοντας την πρώην ειδωλολατρική και ασεβή Θεσσαλονίκη με το περίφημο κέντρο της Βυζαντινής ευσέβειας που αυτός γνώριζε, τους μεγάλους και περικαλλείς ναούς του, την πολυθρύλητη ευλάβεια των κατοίκων του, τα μύρα και τα θαύματα του Άγιου Δημητρίου που σαν ποταμός πλημμύριζαν την οικουμένη.
Ιερή νοσταλγία καταλαμβάνει την κάθε ευλαβική ψυχή διαβάζοντας αυτές τις γραμμές του θείου Γρηγορίου. Άδειες σήμερα οι μαρμάρινες μυροδόχες λεκάνες στην κρύπτη του μαρτυρίου του…
Τα θραυσμένα πήλινα «κουτρούβια» του μύρου, αρχαιολογικά ευρήματα μέσα στις βιτρίνες…
Αποξενωμένος από την θεία λατρεία ο αρχικός χώρος του μαρτυρίου και του τάφου του… Ισχνή η ακοή των θαυμάτων του… Αναμφίβολα, πολλούς Δημητρίους χρειάζεται σήμερα η Θεσσαλονίκη, για να την «καταλλάξουν» πάλι με τον Θεό. Ένα νέο είδος ειδωλολατρίας την καταδυναστεύει.
Τι φταίει; Ας μάς επιτραπεί λίγη ακόμη αγιολογική φιλοπραγμοσύνη. Γιατί στην Αίγινα, στα νησιά του Ιονίου και άλλου διαλαλούνται καθημερινά τόσα θαύματα; Σε τι υστερεί ο δικός μας άγιος; Η αίτια πρέπει να βρίσκεται σε μας. Εκείνος έκανε και συνεχίζει να κάνει ό,τι υπαγορεύει η αγάπη της θείας ψυχής του διά της υπέρ των Θεσσαλονικέων ικεσίας του προς Θεόν. Εκείνος επέτυχε να του δοθεί η άδεια να επιστρέψει στους συμπατριώτες του. Μοναχικός μάς περιμένει ώρες ατελείωτες κάθε μέρα στη λάρνακά του να έλθουμε να του εκμυστηρευθούμε ευλαβικά τους πόνους και τα αιτήματά μας. Ο σεπτός ποιμενάρχης κάνει κι αυτός το χρέος του. Ακολουθώντας την προτροπή που κάνει στο τέλος του λόγου του ο εν αγίοις προκάτοχός του Γρηγόριος και μιμούμενος τον επίσης προκάτοχό του Άγιο Συμεών «πολυπλασιάζει» την πανηγύρι στον Μεγαλομάρτυρα και προσπαθεί με κάθε μέσο να ενισχύσει την ευλάβεια του ποιμνίου του προς αυτόν. Σε μάς απομένει να τον ακολουθήσουμε.
Και διά να καταλήξουμε την ομιλία μας πάλι με τους λόγους του Αγίου Γρηγορίου, ας παρακαλέσουμε να αξιωθούμε, με την προς Θεόν Ικεσία και πρεσβεία του αγίου ένδοξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και «της ατελεύτητου των σωζομένων πανηγύρεως εν ουρανοίς, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τώ ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

1. Ομιλία εκφωνηθείσα στον Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη στις 23-10-1984
2. Μετάφρασις της ομιλίας στυής έχουν πρόσφατα δημοσιευθή στα βιβλία:
Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, τ. 11, σ. 163 κ. εξ., Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 79, Θεσσαλονίκη 1986.
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγοι: α) Εις τα Εισόδια της Θεοτόκου β) Εις τον Άγιον Δημήτριον. Έκδοσις Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου, Άγιον Όρος 1987, σ. 55 κ.εξ. (“…μεταγλωτισθείς εις το απλούν υπό ανωνύμου”).
3. Βλ. Ι. Φουντούλη, “Μεγάλη Εβδομάς” του Αγίου Δημητρίου, Κείμενα Λειτουργικής 17, Θεσσαλονίκη 1979
4. βλ. Ιωακείμ ‘Ιβηρίτου, Ιωάννου Σταυρακίου, Λόγος είς τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, Μαχεδονιχά τ. 1, θεσσαλονίκη 1940, σ. 351 κ. εξ.
5. πρβλ. Ρωμ. ε’ 6
6. πρβλ. Ρωμ. ε’ 10
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/egomio_agios_dimitrios.el.aspx

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ


 π.Γερασιμάγγελος Στανίτσας

Λκ η 26-39
Η σημερινή ευαγγελική διήγηση που αναφέρεται στη θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών μας αποκαλύπτει, ότι ο άνθρωπος είναι το πιο θαυμαστό, αλλά και το πιο αντιφατικό πλάσμα του Θεού .
Ο δαιμονισμένος μετά την θεραπεία του καθόταν «ιματισμένος και σωφρονισμένος» δίπλα στο Χριστό και επιθυμούσε να τον ακολουθήσει. Οι άλλοι όμως μόλις είδαν το θεραπευμένο φοβήθηκαν και ζήτησαν από τον Χριστό ν' απομακρυνθεί από τον τόπο τους, δηλ. το ίδιο γεγονός - θαύμα - που έδειχνε τη δύναμή Του και την αγάπη Του για το ταλαιπωρημένο πλάσμα Του, δημιούργησε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Η προσκόλληση στο Χριστό ή η αρνησή Του είναι υπόθεση της ελευθερίας μας .
Ο Χριστός είναι η ανακεφαλαίωση της πίστεως, γι'αυτό οι εκλογές μας συνδέονται με το πρόσωπο Του.
Η άρνηση του Χριστού είναι μια αρνητική εκδήλωση της ελευθερίας μας. Αυτοί που επιλέγουν τη στάση αυτή ήδη με την άρνησή τους βρίσκονται έξω από το Σώμα Του, την Εκκλησία.
Η πορεία τους είναι καταστροφική και ο Χριστός δεν επεμβαίνει στην επιλογή τους σεβόμενοι την ελευθερία τους.
Η ελευθερία ως δυνατότητα επιλογής δεν είναι γνώρισμα της τελειότητας, αλλά ατέλεια. Ελεύθερος είναι αυτός που ταύτισε το θέλημά του με το θέλημα του Θεού και που προκαλεί σκάνδαλο για την ελευθερία του ανθρώπου.
Ο δισταγμός προ της επιλογής μας σημαίνει, ότι δεν έχουμε ακόμη αποκτήσει γνώση του αγαθού. Βέβαια χωρίς την ελευθερία της εκλογής δεν φθάνουμε στην τελειότητα της ελευθερίας που έχει ως κίνητρο και κριτήριο την αγάπη να επιλέγουμε το θέλημα του Θεού.
Η ελευθερία χωρίς την αγάπη είναι καταστροφική. Αν δεν αγαπήσουμε το Χριστό πραγματικά δεν μπορούμε να την ακολουθήσουμε. Αν θεωρούμε τις εντολές μόνο σαν απειλές των σωματικών μας αναπαύσεων και δεν τις βλέπουμε ως δωρεές της χάριτος και της ελευθερίας, τότε αποστρεφόμαστε το πρόσωπό Του. Ζητάμε σαν τους κατοίκους των Γαδαρηνών «ἀπελθεῖν ἀφ'ἡμῶν» .
Η κρίση του κόσμου βρίσκεται στις επιλογές του. Με τον τρόπο της ζωής μας επιλέγουμε το αιώνιο μέλλον μας, την κοινωνία με το φως ή τη άρνησή του.
Αυτή την επιλογή της άρνησης βλέπουμε στους κατοίκους των Γαδαρηνών. Η αιτία της εδράζεται στα πονηρά έργα τους. Παραβαίνουν το νόμο που απαγόρευε το χοιρινό κρέας. Οι υπεύθυνοι της παρανομίας ειδοποίησαν τους κατοίκους για το θαύμα. Ο δαιμονισμένος έγινε αρνί άκακο, η λεγεώνα όμως των δαιμόνων μπήκε στην παράνομη αγέλη των χοίρων και την έπνιξε στη θάλασσα. Οι κάτοικοι δεν χάρηκαν, αλλά τρομοκρατήθηκαν και ο τρόμος αυτός δεν τους άφησε να χαρούν την απαλλαγή της περιοχής τους από το φόβητρο. Η παρανομία είχε διαστρέψει τα κριτήρια της ψυχής τους. Η ειρήνη του Χριστού τούς φόβιζε περισσότερο από το δαιμονισμένο.
Η πίστη είναι δωρεά του Θεού αλλά και αρετή. Προσφέρεται από το Θεό, αλλά χρειάζεται η θετική ανταπόκριση της ελευθερίας μας.
Η πίστη ποτέ δεν εκβιάζει, αλλά ελευθερώνει και θεραπεύει.
Απαλλάσσει από την αιχμαλωσία στο διάβολο και την ύλη. Ο Θεός έσπειρε την πίστη στον πρώην δαιμονισμένο και τον απάλλαξε από την κυριαρχία των δαιμόνων.
Η θεραπεία του ήταν μια κλίση από τον Θεό που βρήκε την πρόθυμη ανταπόκρισή του.
Ζητούσε από τον Χριστό να τον ακολουθήσει. Πριν θεραπευτεί ήταν δέσμιος από τον διάβολο. Τώρα ήταν δέσμιος από την αγάπη του θεραπευτή του.
Ο Χριστός τον απάλλαξε από την αιχμαλωσία των δαιμόνων, δεν τον δούλωσε όμως στον εαυτό του.
Δεν εκμεταλλεύτηκε την ευγνωμοσύνη του για να προσθέσει έναν ακόμα ακόλουθό Του. Τον έστειλε στο σπίτι του κάτι που ήταν σωτήριο για τον ίδιο και τους συμπολίτες του. Τον έκανε απόστολό Του και κήρυκα της αγάπης Του. «Διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός». Σ' αυτήν την εντολή υπακούουν και οι Άγιοι της εκκλησίας, όταν μιλούν στον κόσμο. Δεν λένε δικούς τους στοχασμούς. Λένε το πώς ο Θεός θεραπεύει τον άνθρωπο και τον ελευθερώνει από την κυριαρχία των δαιμόνων, ώστε να γίνει αδελφός και συγκληρονόμος του Χριστού, δηλ. αληθινά ελεύθερος.



blog AΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΑΤΡΩΝ

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (TOY ΣΠΟΡΕΩΣ)




Αγαπητοί μου αδελφοί,


Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Μέγας Διδάσκαλος μας μιλά  δια τον σπόρο, τον σπόρο εκείνο πού πέφτει στην γη με την φροντίδα και την επιμέλεια του γεωργού, και άλλοτε ο σπόρος φυτρώνει, βλαστάνει και καρποφορεί, και άλλοτε παραμένει στην γη, σέπεται και χάνεται.
Με αυτά τα θεία λόγια ο Μέγας Διδάσκαλος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλει να διδάξει στους  ανθρώπους της κάθε  εποχής την δύναμη πού έχει ο λόγος του Θεού Πατρός, το άγιο Ευαγγέλιο, το κήρυγμα στην ψυχή τους.
Και ο λόγος του Θεού, το θείο κήρυγμα, το οποίο πρώτος  στον κόσμο δίδαξε  εν λόγοις  και έργοις ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός και έκτοτε  κηρύττει  η Εκκλησία, έχει την μεγάλη δύναμη να παράγει μεγάλους και  εύχυμους καρπούς της αρετής και της αληθείας.
Απαραίτητη, όμως, είναι η καλή διάθεση του ανθρώπου, του ανθρώπου να δεχθεί, αλλά και να ακούσει μετά προσοχής τον θείο λόγο, και τότε ο λόγος του Θεού καρποφορεί και αυξάνει στην ψυχή του καλού και αγαθού ανθρώπου, ενώ απεναντίας, στον αδιάφορο άνθρωπο παρουσιάζεται  το θλιβερό κατάντημα  της ξηρασίας και τέλος της πλήρους  ακαρπίας.
Ο λόγος του Θεού, η αλήθεια του ευαγγελίου έχει την δύναμη να φέρει μεγάλα αποτελέσματα και να  διαμορφώνει  αγνές και καθαρές ψυχές, όταν πέσει, βλαστήσει και καρποφορήσει σε ψυχή που έχει  καλή προαίρεση, σε ψυχή καλλιεργημένη, και φωτισμένη με το θείο φώς.
Όπως ο λόγος του Θεού, ο δημιουργικός «είπε και εγενήθησαν» όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα, έτσι και ο λόγος της σωτηρίας, τον οποίο περιέχει το άγιο ευαγγέλιο, έχει την μεγάλη και σωτήριο εκείνη δύναμη να παράγει νέα δημιουργία πνευματική και να ηρεμεί τον ταλαιπωρημένο  άνθρωπο.
Ο θείος λόγος, που ο σοφός Σολομών τον παρομοιάζει με παντοδύναμο πολεμιστή που πηδά στο μέσο της γης, ο δε Απόστολος Παύλος τον παρομοιάζει με δίκοπο μαχαίρι, έχει την δύναμη να μεταβάλλει  και να δημιουργεί  τις ανθρώπινες ψυχές καθαρές, αγνές.
Με το θείο κήρυγμα ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τον σκοτισμό και την πλάνη της αμαρτίας και οδηγείται πλησίον του Θεού Πατρός, και γίνεται εργάτης των εντολών Του, τον δυναμώνει στον αγώνα κατά της αμαρτίας και των παθών και του παρέχει την γαλήνη στη συνείδηση και τον ειρηνεύει και τον χαροποιεί.
Να γιατί ο  Κύριος, ο οποίος ήλθε  δια του λόγου του να καλέσει τον άνθρωπο σε μετάνοια και επιστροφή στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα Του, διαβεβαιώνει ότι οι λόγοι Του είναι πνεύμα και ζωή, φώς και αλήθεια: «τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή εστίν»,  και,  «ο λόγος ο εμός αλήθεια εστίν».
Και δια τούτο ο θείος λόγος, το κήρυγμα του ευαγγελίου από της επί γης παρουσίας του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, μέχρι και σήμερα, κατέκτησε, μόρφωσε, γαλούχησε, αναρίθμητες ψυχές και καρδιές, παρουσίασε θαύματα αληθινά έδωκε στον κόσμο νέα ζωή, και αναγέννησε πνευματικά τους πιστεύοντας «εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα», «Τριάδα Ομοούσιον και αχώριστον».
Ο Απόστολος Πέτρος, στην πρώτη Επιστολή του, θέλοντας να τονίσει ότι ο λόγος του Κυρίου μένει αιωνίως, λέγει: «αδελφοί μου, τώρα που έχετε καθαρίσει τις ψυχές σας δια της υπακοής στην αλήθεια, δια του Πνεύματος προς μία ειλικρινή αγάπη προς τους αδελφούς, αγαπάτε ο ένας τον άλλο με όλη σας την καρδιά, αφού αναγεννηθήκατε, όχι από σπόρο φθαρτό αλλά άφθαρτο, δια του λόγου του Θεού, που είναι ζωντανός και αιώνιος, τούτο δε εστί το ρήμα το ευαγγελισθέν  εις υμάς».
Και όμως, αν και εμπερικλείει ο θείος λόγος τόσες αλήθειες, μετά λύπης Του, παρατηρεί ο Κύριος στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, ότι δεν φέρει πάντοτε τους θαυμάσιους καρπούς του. Ο λόγος του Θεού, χθές και σήμερα ο αυτός και στους αιώνες, πάντοτε δεν αναγεννά και δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην κατά Χριστόν ζωή.
Και γεννάται το ερώτημα ποία είναι τα αίτια εκείνα της ακαρπίας του λόγου του Κυρίου; Ποία είναι τα αίτια εκείνα που ο λόγος του Κυρίου δεν εισέρχεται ως δρόσος αερμών να δροσίσει, να φωτίσει, να στηρίξει και να ενδυναμώσει στην πίστη του Ναζωραίου Χριστού τον αδιάφορο άνθρωπο;
Η κακή θέληση του ανθρώπου να ακούσει τον λόγο του Κυρίου, δημιουργεί την αδιαφορία – και σκληραίνει την καρδιά του ως την πέτρα, ως το ξηρό χώμα – και τα αγκάθια, δηλαδή την αμαρτία με όλες τις προεκτάσεις  της.
Εκείνος που δεν  δέχεται την αλήθεια και την αρετή και παραμένει αδιάφορος και δεν θέλει να ακούσει  το θείο κήρυγμα, ξηραίνει την ψυχή του, την κάνει όχι επιδεκτική και πρόθυμη, και ο άνθρωπος αυτός χάνει όλη εκείνη την σωτήριο δύναμη να αναγεννηθεί και να γίνει τέλειος, χρηστός και ενάρετος άνθρωπος.
Όταν ο λόγος του Θεού δεν ριζώνει μέσα στην ψυχή του  ανθρώπου, τότε δεν αυξάνει δεν καρποφορεί, και ο άνθρωπος μένει σκληρός, αδιάφορος με αποτέλεσμα η αμαρτία, η κακία, τα ισχυρά πάθη να κυριαρχούν την ψυχή του, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να φθείρεται, να χάνεται και προπάντων να  ζεί μακριά από την  πατρική εστία, μακριά από την αγκαλιά  του Θεού Πατρός.
Ο άνθρωπος υπό αυτές τις προϋποθέσεις γίνεται δούλος των παθών του, γίνεται έρμαιο της πλεκτάνης του Διαβόλου και αρέσκεται της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας, φαινόμενα και της σημερινής κατάστασης.
Εάν, όμως, ο άνθρωπος ακούσει τον θείο λόγο τότε μέσα του γίνεται πλήρης ανατροπή της αμαρτωλής ζωής του και αρχίζει νέα ζωή, σύμφωνα με την αλήθεια, τις εντολές του Θεού και την χριστιανική ζωή.
Έχει, λοιπόν, την δύναμη ο θείος λόγος να μορφώσει και να αγιάσει τις ψυχές των ανθρώπων, διότι είναι σπόρος πνευματικός, σπόρος αληθινός, σπόρος τον οποίον έσπειρε ο Μεγάλος Σπορέας, ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ας ανοίξουμε, λοιπόν, και εμείς τα αυτιά μας στην ακρόαση  του λόγου  του Θεού, όπως τα άνοιξαν και οι σήμερα εορταζόμενοι υπό της Εκκλησίας μας θεοφόροι Πατέρες, εκείνα τα πάγχρυσα στόματα του λόγου, Νικαίας το καύχημα και της οικουμένης το αγλάϊσμα, και να υπακούσουμε σε όσα ωραία, όσα σεμνά, όσα σωτήρια, όσα αληθή μας δίδαξαν με την σοφή, εν Αγίω Πνεύματι διδασκαλία τους περί της Ορθοδόξου ημών Πίστης.
«Μακάριοι», λοιπόν είναι εκείνοι που ακούνε το λόγο του Θεού. Εάν ριζώσει, βλαστήσει και καρποφορήσει και στις δικές μας ψυχές ο ανεκτίμητος καρπός, ήτοι ο λόγος του Θεού, ο λόγος της αιωνίας ζωής και αλήθειας, θα τύχουμε και εμείς της μακαρίας και ανεκλαλήτου ζωής στην ουράνιο του Θεού Βασιλεία.
«Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες  αυτόν», μας λέγει Κύριος, ο Θεός ημών, ο Παντοκράτωρ. ΑΜΗΝ


Ο Λ.Κ.Α.Παΐσιος

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Κυριακή γ' Λουκά

Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν πόλη Ναΐν καὶ στὴ πύλη τῆς συναντιέται μὲ μία πένθιμη συνοδεία. Κηδεύεται τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας, ἡ ὁποία μὲ θρήνους τὸ συνοδεύει στὴν τελευταία του κατοικία.
Ὁ Ἰησοῦς συγκινεῖται, παρηγορεῖ τὴν τραγικὴ μητέρα λέγοντάς της «μὴ κλαῖς» καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ νεκρὸ λέει «παιδί μου σήκω ἐπάνω». Ἐκεῖνο, σηκώνεται ἄρχισε νὰ μιλᾶ καὶ ὁ Κύριος τὸ παραδίδει ζωντανὸ στὴ μητέρα τοῦ ἐνῶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλος γιατί ἀντελήφθη τὴν θεϊκή Του δύναμη γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «μεγάλος προφήτης ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσά μας» καὶ «ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του».
Ἀδελφοί μου,
Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριος συναντήθηκε μὲ τὸ θάνατο καὶ τὸν πόνο ποὺ πάντα δημιουργεῖ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς κάνει νὰ διερωτῶνται: Γιατί; Ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατό μας καὶ τὸν θάνατο τῶν νέων καὶ τῶν παιδιῶν μας;
Ἀλήθεια ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατο;
Ἡ στάση τοῦ Κυρίου μας, τὴν ὁποία μας περιέγραψε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπέναντι στὴν τραγικὴ χήρα, ὅπως ἐπίσης ἀπέναντι στὸν πονεμένο Ἰάειρο, στὸν ἑκατόνταρχο καὶ στὶς ἀδελφές του Λαζάρου μας φανερώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν ἔχει αὐτὸς τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ ἀντίθετα συμπονεῖ καὶ συμπαραστέκεται στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔτσι τὸν ἀδικοῦμε πολὺ ὅταν τοῦ ἀποδίδουμε τὴν εὐθύνη.
Ὁ πρῶτος θάνατος στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ ἀδελφός του ὁ Κάιν καὶ ἡ πρώτη μάνα ποὺ ἐθρήνησε τὸ παιδὶ τῆς ἦταν ἡ Εὕα.
Ἔτσι γίνεται φανερὸ ὅτι τὴν εὐθύνη τοῦ θανάτου μας δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Τὴν εὐθύνη μας αὐτὴ τὴν ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς μὲ τὸν προφήτη Ἰεζεκιὴλ «ὅταν σαλπίσει ὁ φρουρὸς καὶ ἀκούσεις τὴν σάλπιγγα, ἐὰν δὲν φυλαχθῆς καὶ πέσει πάνω σου ἡ ρομφαία, τὸ αἷμα σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου», γι’ αὐτό μας προειδοποιεῖ «μὴν ἀσεβήσεις πολὺ καὶ μὴν γίνεις σκληρὸς γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις πρὸ τῆς ὥρας σου» καὶ μᾶς προτρέπει «γρηγορεῖτε γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθετε στὸν πειρασμό».
Ὁ Θεὸς βεβαίως γνωρίζει πότε καὶ πὼς θὰ πεθάνει ὁ καθένας μας ἀλλὰ δὲν εὐθύνεται γιὰ τὸν θάνατό μας ὅπως δὲν εὐθύνεται ὁ γιατρὸς γιὰ μία ἀσθένεια ἐπειδὴ γνωρίζει ποιὰ ἐξέλιξη θὰ παρουσιάσει αὐτή. Ἴσως ὅμως κάποιος ἀπό σας διερωτηθῆ. Καλὰ ἐμεῖς ἔχομε τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατό μας. Ὅμως γιὰ τὸν θάνατο τῶν μικρῶν παιδιῶν μας ποιὸς φταίει;
Πάλι δὲν ἔχει ὁ Θεὸς τὴν εὐθύνη ἀλλὰ ἡ φύση μας ἡ ὁποία ὡς θνητὴ ποὺ εἶναι ἔχει πάθει δηλαδὴ ἀσθένειες καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μας διδάσκουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει «μὲ τὸ σῶμα οἱ ἀφορμὲς τῶν ἀσθενειῶν, τὰ φθοροποιὰ πάθη, οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι καὶ οἱ πρὸ ὤρας ἁρπαγμοί», ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης φέρνει σὰν παράδειγμα τὸν θάνατο πέντε βρεφῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θηλασμοῦ τους ἀπὸ τὴν μητέρα τους.
Ἀδελφοί μου, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν θάνατο. Ὅμως μπορεῖ κάποιος ἀπό σας νὰ διερωτηθεῖ καὶ ὁ Θεὸς τί κάνει γιὰ μᾶς;
Τί κάνει ὁ Θεός; Πολλὰ κάνει καὶ μάλιστα σπουδαία. Μᾶς ἐνημερώνει γιὰ τὶς εὐθύνες μας, μᾶς συμβουλεύει τί νὰ κάνουμε, ἄλλωστε τί εἴπαμε πιὸ πάνω, μᾶς βοηθάει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς ἀσθένειές μας μὲ τὴν ἰατρικὴ ποὺ εἶναι δῶρο δικό του γι’ αὐτό μας λέει «τίμα τὸν ἰατρὸν διότι ἔδωσε ὁ Κύριος καὶ δῶσε τόπον σὲ αὐτὸν γιατί τὸν χρειάζεσαι».
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ποὺ κάνει εἶναι ὅτι μεταβάλλει τὸν θάνατο ἀπὸ κακὸ ὅπως φαίνεται στὰ μάτια μας σὲ εὐεργεσία γιατί μὲ αὐτὸν πλέον θὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, ὅπως πρέπει νὰ γεννηθεῖ τὸ παιδάκι ἀπὸ τὴν μητέρα του γιὰ νὰ ζήσει, γι’ αὐτὸ πέθανε καὶ ἡ μητέρα Του ἡ Παναγία μας καὶ οἱ Ἅγιοι, γι’ αὐτὸ πεθαίνουμε κι ἐμεῖς. Ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Στὴν Ἀθήνα ζοῦσε ἕνα πλούσιο ζευγάρι μὲ ἕνα παιδὶ τὴν δωδεκάχρονη Μαρία. Δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ σπάνια ἐκκλησιαζόταν. Ξαφνικὰ ἀπὸ ἀνεύρυσμα ἀορτῆς πεθαίνει ἡ Μαρία. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ἦταν ἀπελπισμένοι. Μάλιστα ἡ μητέρα ἔκανε δυὸ ἀπόπειρες αὐτοκτονίας. Ἕνα βράδυ ὁ τραγικὸς πατέρας βλέπει ἕνα ὅραμα. Ἕνα ὁλοφώτεινο καὶ πανέμορφο κῆπο γεμάτο ἀπὸ παιδιὰ ποὺ ἔπαιζαν εὐτυχισμένα. Ἀνάμεσά τους βλέπει τὴν Μαρία καὶ τῆς φωνάζει. «Μαρία, παιδί μου» καὶ ἐκείνη τοῦ ἁπαντὰ «Πατέρα ποὺ εἶσαι, δὲν σὲ βλέπω, γιατί αὐτοῦ ποὺ εἶσαι εἶναι σκοτάδι, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι στὸ φῶς». «Ἐδῶ εἶμαι παιδί μου. Πῶς μπορῶ νὰ ἔλθω κοντά σου;» «Πήγαινε πιὸ κάτω καὶ θὰ βρεῖς μία γέφυρα καὶ μία πόρτα καὶ ἔλα».
Πῆγε ὁ πατέρας πιὸ κάτω καὶ βρῆκε μία γέφυρα ποὺ ἔγραφε «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός» καὶ μία πόρτα ποὺ ἔγραφε «ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα» καὶ τότε ἐξύπνησε.
Ταραγμένος ξυπνάει τὴν γυναίκα του καὶ τῆς διηγεῖται τὸ ὅραμα καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἑρμηνεύσουν ἀποφάσισαν ὅταν ξημερώσει νὰ βροῦν ἕνα Ἱερέα νὰ τοὺς ἑρμηνεύσει, πράγμα ποὺ ἔγινε.
Ὁ Θεὸς τοὺς ὁδήγησε σὲ ἕνα πολὺ πνευματικὸ Ἱερέα ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς συμβούλευσε τί νὰ κάνουν καὶ σώθηκαν πραγματικά. Τώρα ἔχουν δυὸ παιδιὰ καὶ μία στενὴ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Βρῆκαν τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔδειξε τὸ παιδί τους ἡ Μαρία.
Ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος μας λέγει «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κὰν ἀποθάνη ζήσεται». Ἑπομένως ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ μετάβασή μας στὴν αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν πίστη αὐτὴ πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀντάμωσης μὲ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα ἃς πορευόμεθα σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἂς πραΰνουμε καὶ ἂς ἡμερώνουμε τὸν πόνο μας ὅταν φεύγει κάποιο ἀγαπημένο μας πρόσωπο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα αὐτή.
Ὁ Θεὸς μαζί σας.
Π.Β.Μ.