«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ – ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα αλλά παντού. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους.
Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς.
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αγάπη για τους Πατέρες, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, έχει κόστος. Είναι πράξη που απαιτεί υπευθυνότητα και διάθεση για διαρκή προσφορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.
Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την έκαστε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές.
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Οι κοινωνικές θέσεις τους είναι τόσο σύγχρονες και ριζοσπαστικές που νομίζει κανείς πως έχουν γραφεί μόλις τον τελευταίο αιώνα και μάλιστα κατά τα διαστήματα των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και συγκρούσεων. Ο Νικόλας Μπερντιάεφ ο μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα μεταξύ των άλλων αναφέρει «στον Μεγάλο Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομή του πλούτου κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Καρλ Μαρξ να χλωμιάσουν».
Ο γνωστός σε όλους ΄Εριχ Φρομ στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι» προβάλλει τις απόψεις των Πατέρων για την κοινοκτημοσύνη αξιολογώντας τες θετικά. Για τους Τρεις Ιεράρχες το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β). Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.
Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται πολύ παραστατικός όταν θέλει να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» λέει «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες… αλλά κάποιοι…που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία… Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα…», για οποιουσδήποτε λόγους. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν…εύκολα τους απλώνουν το χέρι και του μακαρίζουν…και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών, (PG 31, 325 Α-Β). O Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρει για τους Τρεις Ιεράρχες: «η γλώσσα τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Αφύσικα βλέπει» φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι «άθεοι» ή «παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση». Ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, (PG 2,123).
Οι Τρείς Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από τον έρωτα για τα χρήματα», ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία του πολέμου; Οι εξοπλισμοί» συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (Ε.Π.Ε. 6,312). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών», (ΒΕΠ 59, 141).
Λόγια ξεκάθαρα και αληθινά. Λόγια που η αιώνια αξία τους αποδεικνύεται διαρκώς μέσα στην ιστορία. Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο παραδείγματα από την εποχή μας για του λόγου το αληθές. Το πρώτο: η περυσινή έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2007 και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο μας πληροφορεί ότι 22 δις δολάρια κατά μέσο όρο δαπανώνται κάθε χρόνο για όπλα από χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Με αυτά τα χρήματα οι συγκεκριμένες χώρες θα είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν σε κάθε παιδί μια θέση στο σχολείο και να μειώσουν την παιδική θνησιμότητα κατά δύο τρίτα μέχρι το 2015. Το δεύτερο: το κόστος 216 Τόμαχοκ που εξαπολύθηκαν στον πόλεμο κατά του Ιράκ σε μια μόνο ημέρα (19/1/1990) αρκούσαν να θρέψουν με τρόφιμα το λαό της Αιθιοπίας για έξι μήνες.
Σε μια εποχή που η γυναίκα βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο οι Πατέρες αναλαμβάνουν την υπεράσπισή της και αγωνίζονται σθεναρά να της δώσουν τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία Είναι γνωστή σε όλους μας η θέση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου 17 αιώνες πριν την εποχή μας όταν στιγμάτιζε, τη μεροληπτική υπέρ των ανδρών νομοθεσία του κράτους. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερχόμενος σε ρήξη με τις ανδροκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, επιλέγει ως πρώτη μεταξύ των συνεργατών του μια γυναίκα, τη μετέπειτα Αγία Ολυμπιάδα η οποία αναδεικνύεται σε ηγέτιδα του χριστιανικού κοινωνικού έργου.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΖΩΗΣ ΄Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ;
Μελετώντας κανείς τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών για θέματα αγωγής των νέων, συναντά στα κείμενα τους προβληματισμούς και προτάσεις, όμοιες με τις πλέον προωθημένες της εποχής μας στις επιστήμες της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Δυστυχώς όμως, ακόμα παραμένουν άγνωστες, όχι απλά στο ευρύ κοινό αλλά και στον εκπαιδευτικό κόσμο.
Η παιδεία κατά τους Τρείς Ιεράρχες πρέπει να αποτελεί δρόμο απελευθέρωσης προσωπικής και κοινωνικής, όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί ότι πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία παίζει η προσωπικότητα του δασκάλου καθώς επίσης και η σχέση του με τους μαθητές. Η σχέση δάσκαλου-μαθητή πρέπει να είναι μια σχέση αγάπης και αλληλοσεβασμού. Το να αγαπά ο δάσκαλος το μαθητή και να αγαπιέται από αυτόν, «το φιλείν και φιλείσθαι» όπως ακριβώς λέει, είναι το στοιχείο εκείνο που βοηθάει ουσιαστικά να γίνει αποδοτική η διδασκαλία. Ο καλός δάσκαλος κατά τον Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327 ) Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57,61 ).
Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, ( MG. 60,35-36 ). Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. (MG. 61,404-406 ). Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62,402-403 ). Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)», (MG. 61 593-594).
Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.
Με απλά λόγια οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η Παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος, όπως δυστυχώς έχει καταντήσει στις μέρες μας. Σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο η Παιδεία είναι κατευθυνόμενη, γι’ αυτό και αποτυχημένη. Οι νέοι-ες κατευθύνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος κάθε χώρας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία ότι μόνο ένας στους πέντε νέους κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή των ονείρων του την προηγούμενη χρονιά. Το ζητούμενο, δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι να φτιάξουμε ελεύθερους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, υπεύθυνους, έτοιμους να σταθούν κριτικά σε ό,τι αλλοιώνει την ομορφιά της ζωής, αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει καλά η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. (Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας και ο γιος μου ανταλλακτικό). Οι περισσότεροι νέοι δεν προχωρούν στις σπουδές τους σε ότι αυτοί ονειρεύονταν και επέλεξαν, δε σπουδάζουν για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, για να ζήσουν, αλλά για να ενταχθούν εκεί που το απαιτούν οι ανάγκες του συστήματος με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην ανάκαμψη των «δεικτών της παραγωγικότητας». Η παιδεία όμως δεν πρέπει να αποβλέπει ούτε στην παραγωγικότητα, ούτε στις όποιες ανάγκες του κράτους, οφείλει να οδηγεί τους νέους στην ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, στην κατάκτηση της ελευθερίας, στα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας, στη μύησή τους στην παράδοση του τόπου τους και στον πολιτισμό, στη μεταμόρφωσή τους. Άραγε πόσοι από τους μαθητές, για παράδειγμα, της Λέσβου, ακόμη κι απ’ αυτούς που έχουν πετύχει στις καλύτερες πανεπιστημιακές και πολυτεχνικές σχολές έχουν μυηθεί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη;
Όπως ωραία λέει ο Χρήστος Γιανναράς, όσοι κάνουν τους σχεδιασμούς για την παιδεία δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει « η κατά κεφαλήν καλλιέργεια αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα». Συνεχίζουμε να εγκληματούμε σε βάρος των νέων ανθρώπων. Ξεκόψαμε τη γνώση από τη ζωή, τον έρωτα, την ομορφιά. Υποτάξαμε την αγάπη στην αναγκαιότητα και γι’ αυτό αποτύχαμε. Για όποιον αμφιβάλει γι’ αυτή την αποτυχία, παραπέμπω στην πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τους νέους όπου τα συμπεράσματά της μας αποκαλύπτουν ότι το 20% των Ελλήνων μαθητών ηλικίας 15 ως 18 ετών υποφέρει από κατάθλιψη, στις κοπέλες μάλιστα το ποσοστό φτάνει στο 30%. Στις μέρες μας η παιδεία έχει δώσει τη θέση της σε μια μονοδιάστατη, γι’ αυτό και άρρωστη εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, όλοι (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί) μπαίνουν σε καλούπια από νωρίς. Μια άλλη έρευνα έδειξε ότι το 97% των γονέων που έχουν παιδιά στο δημοτικό σχολείο απαιτούν πρώτιστα από αυτά την άριστη βαθμολογία. Το δόγμα παιδείας ειδικά στα Λύκεια, δηλαδή την εποχή που η ψυχή του νέου πάει να ανθίσει, είναι «να βγει η ύλη». Όλα θυσιάζονται εκεί. Η πίεση αφόρητη στους εκπαιδευτικούς που ζουν την τραγικότητα της μετατροπής τους, από φορείς γνώσης και ζωής σε απλούς διεκπεραιωτές ύλης ενώ τα παιδιά μας στην ηλικία που διψάνε για ζωή και αλήθεια περιορίζονται στο να μετατραπούν σε ζωντανά λυσάρια φυσικής, χημείας, μαθηματικών, αρχαίων, κλπ.
Στη σημερινή εκπαίδευση της ισοπέδωσης, φτάσαμε ακόμη και η έκθεση ιδεών, το μάθημα που ο μαθητής υποτίθεται ελεύθερα καταθέτει τις ιδέες του, να ταυτίζεται με ένα φροντιστηριακό δίωρο. Ο μαθητής αφού πληρώσει αδρά ζει την τραγωδία του να μαθαίνει «τι πιστεύει» και πως «πρέπει να το εκθέσει» ούτως ώστε να «πετύχει». Ζητάμε δηλαδή από τον νέο άνθρωπο να αρνηθεί την προσωπικότητά του, να γίνει κάτι «άλλο» για να κατορθώσει να θεωρηθεί επιτυχημένος. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στον ατομικισμό, στις αξίες του εύκολου κέρδους, σε μια κοινωνία που προοδεύει όποιος διακρίνεται όχι για τις γνώσεις του αλλά για την ευλυγισία της μέσης του, τις γνωριμίες του, τα «κονέ» του που λένε οι νέοι, σε μια κοινωνία, στην οποία οι αξίες που προτείνονται στη νέα γενιά είναι ο καριερισμός, η βαθμοθηρία και αργότερα το μικροαστικό βόλεμα τι μπορούμε να περιμένουμε; Εμείς οι μεγαλύτεροι πνιγμένοι στις ανασφάλειές μας θέλουμε γενιές βολικών και βολεμένων, ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε: «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Προτείνουμε στους νέους την κοινωνία του «φαίνεσθαι», του «πρεστίζ». Το παν, είναι το προσωπείο. Η εικόνα μας προ τα έξω. Ξεχάσαμε ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Έτσι οι νέοι άρχισαν να μαζεύουν προσωπεία. Πώς να επιβιώσεις διαφορετικά. Στο βάθος ακούγεται η κραυγή αυτών που παλεύουν και διψάνε για ζωή. «Φανέρωσέ μας τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς», λέει το τραγούδι. Θέλει δρόμο για να φτάσεις στο πρόσωπο, στην επικοινωνία, στη συνάντηση. Θέλει ψυχή.
Η αγάπη, λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Όχι. Τότε πως θέλουμε παιδεία ζωής; Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλά στις ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από ακίνδυνες τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους.
Ανδρέα Αργυρόπουλου, Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών
Πηγή: ΠΙ
 http://istologio.org/?p=2357

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Ιωάννη Κων. Κορναράκη: Η νηπτική επιμονή της Χαναναίας γυναίκας



Κατά τον απόστολο Πέτρο ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά κάθε άνθρωπος, σ' όποιο έθνος κι αν ανήκει όταν είναι θεοφοβούμενος και εργάζεται δικαιοσύνη, αγωνιζόμενος για τον ενάρετο βίο, είναι δεκτός από τον Θεό.
Εντούτοις, όταν η Χαναναία γυνή, η "εξελθούσα" από τα όρια των εθνικών πόλεων Τύρου και Σιδώνος, προκειμένου να συναντήσει τον Κύριο, ο οποίος είχε πλησιάσει στην περιοχή αυτή, θέλησε να μιλήσει μαζί του, Εκείνος δεν έδειξε διάθεση να της απευθύνει λόγο. Απέφυγε τον διάλογο με την γυναίκα αυτή. 
Σύμφωνα με το σχετικό ευαγγελικό κείμενο, μόλις η Χαναναία γυνή πλησίασε την ακολουθία του Κυρίου, άρχισε να κραυγάζει δυνατά για να την ακούσει και να την προσέξει· ελέησόν με Κύριε, υιέ Δαβίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται, ο Κύριος όμως ουκ απεκρίθη αὐτή λόγον! Δεν της έδωσε σημασία. Μάλιστα, όταν οι μαθητές του, ενοχλημένοι από τις κραυγές της Χαναναίας, τον παρεκάλεσαν· απόλυσιν αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών, ο Κύριος "διέψευσε" τον λόγο του Πέτρου, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης και δεν κάνει διάκριση μεταξύ των εθνών και του Ισραήλ, λέγοντας στους μαθητές του· ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. 
Παρά την απογοητευτική εν τούτοις απάντηση του Κυρίου προς τους μαθητές του, για την δύστυχη γυναίκα, την Χαναναία, εκείνη συνέχισε να επιμένει στο αίτημά της· Κύριε, βοήθει μοι. Τότε ο Κύριος εμίλησε, για να της δηλώσει, με λόγο προσβλητικό, ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επικοινωνίας του μαζί της. Για ποιο λόγο άραγε; Διότι· οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον των τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 
Οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο αποδέκτης αυτού του σκληρού και ταπεινωτικού λόγου του Κυρίου, θα προσπαθούσε το γρηγορότερο να εξαφανισθεί από προσώπου Κυρίου, για να κρύψει το δικό του πρόσωπο στα έγκατα της γης. 
Η Χαναναία όμως δεν έλεγε  να σκύψει το κεφάλι. Επέμενε, ήθελε να κάμψει την αντίσταση του Χριστού για διάλογο μαζί της. Έτσι απάντησε αυθόρμητα και άμεσα στον ταπεινωτικό λόγο του· Ναί, Κύριε· καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τπης τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 
Παραδέχθηκε ότι είναι σκυλάκι. Και μάλιστα πεινασμένο. Ναι! Αλλά δεν κάμφθηκε! Δεν τελμάτωσε στον πόνο του ηχηρού ταπεινωτικού λόγου του Κυρίου. Αντίθετα ο λόγος αυτός την ετίναξε επίσης αυθόρμητα υπεράνω της σκληρής εξουθένωσης του Κυρίου, σε μια σωτήρια υπέρβαση της ταπεινωτικής απορρίψεώς του, ώστε να "νικήσει" τον Κύριο στην διαλογική του αντίσταση, πείθοντάς τον, ότι, ναι, και σαν σκυλάκι δικαιούται να είναι, ακόμη και επί του εδάφους της απορρίψεώς της αυτής, ομοτράπεζος των κυρίων της. 
Και αξιώθηκε να τιμηθεί με την αξιοζήλευτη επιβράβευσή της· ὦ γῦναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις! Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης. 
Σε ποιο σημείο άραγε της στάσεώς της απένταντι στον Κύριο έδειξε η Χαναναία γυναίκα την νηπτική ανταύγεια του νου της; Ασφαλώς στο σημείο που κεραυνοβολήθηκε από την εξουθενωτική απόρριψη του Χριστού. Οὐκ ἔστι καλόν, λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 
Μια τέτοια ταπείνωση, μπροστά στα μάτια του πλήθους κόσμου, δεν θα την άντεχε άλλος άνθρωπος. Η οξύτητα της προσβολής αυτής· "κυνάριο", είσαι σκύλος, θα μπορούσε να λειτουργήσει στις περισσότερες, παρόμοιες περιπτώσεις, ως ανάφλεξη οργής με δυναμισμό φονικού όπλου! Και τότε η ψυχολογία θα εδικαίωνε ασφαλώς τον εκμανέντα. 
Αντίθετα όμως, για την εθνική γυναίκα της Τύρου και της Σιδώνος η προσβολή αυτή λειτούργησε φωτιστικά. Ο νους της ήταν "ξύπνιος"! Δεν κοιμότανε, δεν... ροχάλιζε. Είχε την νηπτική ετοιμότητα να ανατρέψει την πρόκληση επιθετικότητος του παθογόνου ερεθισμού της κυριακής προσβολής σε ευλογία Κυρίου. Αποδέχθηκε την προσβολή αυτή με καθαρή καρδία και αξίωσε το δικαίωμα του κυναρίου να σιτίζεται από τα ψιχία της τραπέζης των κυρίων του. Αυτή ήταν η νηπτική λειτουργία του νου ενός ανθρώπου του εθνικού χώρου, χωρίς προϋποθέσεις ευαγγελικής παιδείας. Πραγματικό θαύμα! Νηπτική ανταύγεια μιας ψυχής του χώρου αυτού, επιδεκτικής όμως της υψοποιού ταπεινώσεως, χάριτι θεία. 
Το θετικό αποτέλεσμα της θεαματικής, εν μέσω πολλού κόσμου, απορρίψεως της Χαναναίας γυναίκας από τον Κύριο δεν πρέπει φυσικά να καταλογισθεί αποκλειστικώς και μόνο στην τελευταία, αλλά κια στην χαριτόβρυτη ευλογία του κυριακού λόγου. Οπωσδήποτε όμως ο Κύριος, με όργανο την ευλογία της απορρίψεώς της, φώτισε τον νου της με μια έκρηξη νηπτικής ελλάμψεως, φωτιστικής και για τους αναγνώστες της οικείας ευαγγελικής περικοπής. 
Η Χαναναία γυναίκα, σε εκπληκτική εγρήγορση ετοιμότητος να δεχθεί την απόρριψή της στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, έγινε παράδειγμα προς μίμηση σ' ένα κοινό πρόβλημα όλων μας· την προστασία πάση θυσία του κοινωνικού προσωπείου μας! Η ανταύγεια της νήψεως εκπέμπεται πλούσια στη δημόσια αυτή ταπείνωση, όπου η παραδοχή της γυμνότητος του ανθρώπου, από γνήσια αξιολογικά ερείσματα της ζωής αποβαίνει πάθος ανυπόφορο.        .
πηγη

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Λόγος ἐγκωμιαστικὸς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, στηνανακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου




Ὅταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκθρονίστηκε καὶ στάλθηκε ἐξόριστος στην Κουκουσό, Ἀραβισσὸ καὶ Πιτιούντα ὅλη ἡ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων ἐπένθισε. Μὲ δάκρυα ἔλεγαν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν καὶ μοναχῶν:«Συνέφερεν, ἵνα ὁ ἥλιος συσταλῇ ἢ ἵνα τὸ στόμα Ἰωάννου σιωπήση».

Ἔκλαυσε ὅλη ἡ οἰκουμένη, διότι ἔμεινε σὰν πλοῖο χωρὶς κυβερνήτῃ, σὰν ποίμνιο χωρὶς ποιμένα· σὰν στρατόπεδο χωρὶς ἀρχιστράτηγο καὶ σὰν κόσμος σκοτεινὸς χωρὶς ἥλιο. Ἔκλαιαν οἱ ὀρφανοὶ τὸν πατέρα τούς. Θρηνούσαν οἱ μαθηταὶ τὸν διδάσκαλο τούς, ὠδύρονταν οἱ πτωχοὶ τὸν προστάτη τούς. Λυπόνταν οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν ἐλπίδα τούς, οἱ θλιμμένοι τὴν παρηγορία τούς, οἱ ἄρρωστοι τὴν ἐπισκέψῃ τοὺς καὶ οἱ διψασμένοι ἀπὸ λόγο Θεοῦ, διότι στερήθηκαν τὰ γλυκύτατα καὶ πάγχρυσα λόγια τῆς διδασκαλίας τοῦ. Κοινὴ ἤταν ἡ συμφορά, παγκόσμιο τὸ κακό, οἰκουμενικὴ ἡ δυστυχία.

Ὁ ἅγιος Ἰννοκέντιος ὁ Πάπας, γράφοντας για τὸν Χρυσοστομο πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρκάδιο, λέγει: Ὄχι μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ζημιώθηκε τῆς καλλιρύτου ἐκείνου γλώσσας, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ὑφήλιος ἐχήρευσε, ἀπολέσασα τέτοιον ἔνθεον ἄνδρα.
Ἔμεινε στην χηρεία αὐτὴ καὶ ἀπαρηγόρητη λύπη ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τριαντατρία ὁλόκληρα χρόνια.
Τὸ 440 γίνεται ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μετακομίζεται ἀπὸ τὰ Κόμανα τοῦ Πόντου στην βασιλεύουσα μὲ τέτοια τιμή, ἡ ὁποία δεν ἔγινέ ποτε ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὲ ἄλλον, οὔτε πατριάρχη, οὔτε βασιλέα.
Ἥ του Χριστοῦ Ἐκκλησία στολισαμένη, ὑποδέχεται σήμερα ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸ ζωομύριστο καὶ θαυματουργικώτατο σῶμα τοῦ φωστῆρος τῆς Χρυσοστόμου καὶ ἑορτάζει χαρμόσυνα τὴν ἔνδοξη ἀνακομιδὴ καὶ μετακομιδὴ καὶ ὑποδοχὴ τοῦ λειψάνου τοῦ διδασκάλου τῆς οἰκουμένης.

Καὶ αὐτὸ μὲ κάθε δίκαιο, γιατί, πῶς δεν ἔπρεπε να χαρῇ, σήμερα, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ ἕνα καιρό, ὅπου βλέπει ὅτι στο λείψανο τοῦ Χρυσοστόμου μεταβλήθηκαν ὅλοι οἱ νόμοι τῆς φύσεως καὶ ἐνεργήθηκαν μόνον οἱ νόμοι τῆς Χάριτος; Ὅτι σῶμα νεκρόν, ὅταν θέλῃ, κινεῖται, καί, ὅταν θέλῃ, μένει ἀκίνητον; Ὅτι σῶμα, ἐνταφιασμένο πρὶν 33 χρόνια, ἀνακομίζεται σῶο καὶ ἀδιάλυτο μὲ τὴν ὁλοκληρία ὅλων τῶν μελῶν καὶ μερῶν τοῦ;… 
Πῶς δεν ἔπρεπε να χαρῇ, σήμερα, ὅταν εἶδε τὸ σῶμα τοῦ Χρυσορρήμονος να εὑρίσκεται μὲν στην γῆ σὲ διάστημα τόσων χρόνων, ἔπειτα να ἀνακομίζεται λαμπρὸ καὶ κροκοειδὲς στο χρῶμα; Εὐωδέστατο στην ὀσμή, ὑπερνικῶν ὅλα τὰ ἀρώματα τῆς γῆς; Καὶ ἔχων ὅλα τὰ ἄλλα οὐσιώδη καὶ συστατικὰ γνωρίσματα τῆς ἁγιότητας; Πῶς δεν ἔπρεπε να χαρῇ, ὅταν εἶδε τὸ λείψανον τοῦ Ἰωάννου, να γιατρεύη κουτσούς, να ἀνορθώνη παραλυτικούς, να φωτίζη τυφλούς;…. 
Πῶς δεν ἤταν δίκαιο να χαρῇ ὅλος ὁ κόσμος, βλέποντας ἕνα νεκρὸ σῶμα να ἔχῃ ἐξουσία κατὰ τῶν στοιχείων; κατὰ γῆς καὶ θαλάσσης καὶ τοῦ ἀέρος; Να σηκώνη ἀνέμους ἀπὸ τὴν θάλασσα, να σχίζῃ σὲ ῥήγματα τὴν γῆ, να κάμνῃ τὰ πλοῖα να κλινοῦν ἀπὸ μόνα τούς, σὰν να ἤταν λογικὰ καὶ ἔμψυχα, για να τὸν ὑποδεχθούν; Καί, ἔπειτα, να τὰ διευθύνη αὐτὰ σὲ ὅποιο τόπο θέλει; Καὶ για να πὼ τὸ μεγαλύτερο καὶ θαυμαστότερο, πῶς δεν ἔπρεπε να χαρῇ σήμερα ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶδε να ἀνοίξουν ἐκεῖνα τὰ ἄψυχα χείλη; Καὶ ὅταν ἄκουσε να βγαίνη φωνὴ ζωντανὴ καὶ ἔναρθρος ἀπὸ τὸ πρὸ 33 χρόνων νενεκρωμένο στόμα τοῦ Χρυσοστόμου; Καὶ να πῇ «εἰρήνη πᾶσιν;». Ὄντως «Τις Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σῦ εἰ ὁ Θεός, ὁ ποίων θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76, 13)….

Λοιπὸν πῶς ἔγινε τέχνη χωρὶς τὸν τεχνίτῃ; Πῶς ἀκολούθησε ἔργο καὶ ἀποτέλεσμα χωρὶς τὸν ποιητῇ; Πῶς ἡ λύρα καὶ ὁ αὐλὸς ἤχησαν, χωρὶς να τὰ κρούσῃ ὁ λυρῳδὸς καὶ ὁ αὐλητής; Καὶ μάλιστα, ὅταν καὶ ὁ αὐλὸς καὶ ἡ λύρα ἤταν διεφθαρμένα; Θαυμάσια τὰ ἔργα σου Κύριε! Ἡ αἰτία ὅλη, ἡ ποιητικὴ αὐτοῦ στάθηκε θεία καὶ ὑπερφυσική! Καὶ ὁ τεχνίτης τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἤταν αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἁγιονί…

Ὥστε, ἂν καὶ τὸ λείψανο τοῦ Χρυσοστόμου ἤταν κατὰ φύσῃ νεκρὸ καὶ ἀκίνητο καὶ ἄφωνον, ἀλλὰ κατὰ χάριν ἦτο ζωντανὸν καὶ δι’ αὐτὸ ἐκίνησε τὴν γλῶσσα τοῦ καὶ ἐλάλησε: «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι».
Πρέπει σήμερα να εὐφρανθοὺν οἱ ὀρθόδοξοι διότι βλέπουν τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην Προκλον καὶ τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, πὼς σηκώνουν μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὸ πανσεβάσμιο λείψανο τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τὸ ἐμβάζουν μόνοι οἱ δύο μέσα στο ἅγιο βῆμα καὶ τὸ ἐναποθέτουν ὑπὸ κάτω τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης… Ἴδετε θαυμάσια, μὲ τὰ ὁποῖα, ὁ θαυμαστὸς Θεὸς ἐδόξασε ἐμεγάλυνε καὶ ἐθαυμάστωσε τὸ λείψανον τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου;…

Δι’ αὐτό, λοιπόν, ἂς χαροῦμε καὶ ἐμεὶς πνευματικὼς σήμερα. Ἂς εὐφημησουμε μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς τὸν μέγα Χρυσοστομο! Ἂς προσκυνήσουμε νοερὰ τὸ πανσεπτὸ τοῦ λείψανο για να λάβουμε καὶ τὴν χαρῇ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δίδεται καὶ ἀόρατα ὡς ἀόρατη καὶ ἀπεριόριστη….
Μὲ ποιο ὄνομα ἱερὸ καὶ ἅγιο να ὀνομάσουμε τὸν Χρυσοστομο καὶ να μὴ ἁρμόζῃ σὲ αὐτόν; Να τὸν ὀνομάσουμε ἄγγελο; Καὶ τοῦ πρέπει, διότι αὐτὸς ἔζησε στα ἀλήθεια μία ζωὴ ἰσάγγελη, μὲ χαυμενίες, ἀγρυπνίες, προσευχὲς καὶ ἀσκήσεις ὑπερφυσικές…
Πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ τρεῖς ὁλοκλήρους μῆνες δεν ἔφαγε ὁλότελα ἀνθρώπινο φαγητό, ὡς ἄσαρκος καὶ ἀυλὸς μέχρις ὅτου ἐτελεύτησε. Βάστασε μὲ μόνην ἐκείνη τὴν ἀφθάρτη τροφή, ποὺ τοῦ ἔδωσαν καὶ ἔφαγε οἱ ἱεροὶ Ἀπόστολοι, καθὼς μαρτυροῦν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς τοῦ βίου τοῦ….

Να τὸν ὀνομάσουμε Ἀπόστολον; Καὶ μάλιστα, διότι αὐτὸς μὲ τὴν πάγχρυση διδασκαλία τοῦ ἐσαγήνευσε πολλὰ ἔθνη καὶ τὰ ἔφερε στην πιστὴ τοῦ Χριστοῦ. Δι’ αὐτὸ καὶ οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ἐφάνησαν ὀφθαλμοφανῶς εἰς αὐτόν, ὡς ἰσαπόστολο, τόσες καὶ τόσες φορές, ὁ Πέτρος καὶ Ἰωάννης δύο φορές…. Ὁ Παῦλος στην Κων/πόλι, ὅταν τοῦ ὁμιλοῦσε μυστικὰ στα αὐτιά, ἑρμηνεύοντας τὶς ἐπιστολὲς τοῦ, καὶ ὅταν αἰσθητὰ τὸν ἐφίλησε, εὐχαριστώντας αὐτόν, ἀφοῦ τὰ ἐρμήνευσε….

Να τὸν ὀνομάσουμε Προφήτην; Ναί, καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ ἀπέκτησε διὰ τῶν ἔργων… Ἐπροφήτευσε στον ἅγιο Ἐπιφάνιό πως δεν θέλει φθάσει να πάη στον θρόνο τοῦ…, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐξωρίζονταν, περνώντας ἀπὸ τὴν Νίκαια προφήτευσε στον πατέρα τοῦ βασιλιὰ Μαυρίκιου, ποὺ ἤταν ἄτεκνος, ὅτι ἔχει να γεννήσῃ γιο ποὺ μέλλει να γίνη βασιλιάς, πὼς ἔχει να ἁμαρτήση, πλὴν θέλει πάλιν μετανοήσει καὶ θέλει ἀξιωθεῖ τῆς σωτηρίας, καθὼς ἔτσι καὶ τὰ πράγματα ἀκολουθῆσαν.
Να τὸν ὀνομάσουμε μάρτυρα; Ναὶ καὶ τοῦ ἁρμόζει, ἐπειδὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀσθένειες τῆς ὑδρωπικίας, τῶν πυρετῶν καὶ τῆς παντοτινὴς στομαχαλγίας, ποὺ ἔπασχε ὁ Τρισμακάριστος, ἔλαβε καὶ πολλὰ βάσανα καὶ μαρτύρια στις ἐξορίες τοῦ….

Διὰ αὐτὸ καὶ στον καιρὸ τοῦ θανάτου τοῦ, ἤλθαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες Βασιλίσκος ὁ ἱερομάρτυς καὶ Λουκιανὸς καὶ τὸν προσκαλέσαν, για να ἔλθῃ στα οὐράνια να συγκατοικὴ μὲ αὐτοὺς ὡς συναθλητής.
Να τὸν ὀνομάσουμε Ἱεράρχη καὶ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας; Ναί, βεβαιότατα! Θέλετε να τὸ καταλάβετε; Ἀκούσατε τὴν φοβερὴ ὀπτασία που εἶδε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀραβισσοὺ Ἀδελφειός.
Αὐτὸς ἔχοντας πολλὴ ἀγάπη να μάθῃ για τὸν ἅγιο Χρυσοστομο ποία δόξα ἀξιώθηκε να λάβῃ ἀπὸ τὸν Θεὸ στους οὐρανούς, καὶ παρακαλώντας συχνὰ γι’ αὐτὸ τὸν Κύριο ἦλθε σὲ ἐκστάσῃ καὶ εἶδε ἕνα ὡραιότατο ἄνδρα που τοῦ ἔδειξε σὲ τόπο λαμπρὸ ὅλους τοὺς πατέρες καὶ διδασκάλους· ἀλλὰ δεν εἶδε ἀνάμεσα τοὺς τὸν Ἰωάννη! Καὶ λυπήθηκε κατάκαρδα. 
Τότε ἄκουσε φωνὴ ἀγγέλου ποῦ τοῦ εἶπε: « Ἰωάννην τὸν τῆς μετανοίας λέγεις; Ἄνθρωπος, ποὺ εἲναι μὲ σῶμα, ἐκεῖνον να δεῖ δεν μπορεῖ! διότι παρίσταται ἐκεῖ, ὅπου ὁ θρόνος ὁ Δεσποτικός». Τὴν ἴδια ὀπτασία εἶδε καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής.

Να τὸν ὀνομάσουμε ῥήτορα καὶ ἐξηγητῇ τῶν Θείων Γραφῶν;… Ὁ ῥήτορας Λιβάνιος μπροστὰ στον Ἰουλιανὸ τὸν παραβάτῃ, καίτοι ἐχθρὸς τῆς πίστεως, ἐκήρυξε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὑπερβαίνει στην ῥητορικὴ καὶ τὴν σοφία καὶ τὸν Δημοσθένη, καὶ τὸν Πλάτωνα.
Στην ἐξηγήσῃ πάλι τῶν Γραφῶν ὑπερέβαινε καὶ αὐτὸν τὸν μέγα Θεολόγον Γρηγόριον. Ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος ὁ μέγας, παρεκάλεσε τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο να ἐξηγήσῃ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, καὶ τὸ ἐπεχείρησε. Παρακαλώντας τὸν Θεὸ να τὸν πληροφορήση ἂν ἡ ἐξηγήσῃ τοῦ εἶναι ὀρθή, ἄκουσε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἑξῆς φωνή: «Οὔτε σὲ σένα, οὔτε σὲ κάποιον ἄλλο τὸ χάρισμα αὐτὸ ἔχει δοθεῖ παρὰ στον Ἰωάννη τῆς Ἀντιοχείας». Ὁ δὲ ἅγιος Προκλος ὁ Πατριάρχης, ἔλεγε: «Ἔτσι εἶμαι ἐγὼ πρὸς τὸν μακάριο Ἰωάννη, ὅπως ἀκριβῶς πηγὴ πρὸς θάλασσα καὶ ῥυάκι πρὸς ποταμό».

Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάθε διδαχή που ἔκαμνε ὁ Ἅγιος, οἱ ἄνθρωποί που ἄκουγαν, μὴ ὑποφέροντας τὴν χαρά, κτυπούσαν πολλὲς φορές, κάτω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, ὅλοι μὲ συμφωνία τὰ χέρια τούς.
Σὲ ἕνα μόνο καιρό, ποὺ γινόταν λιτανεία στην Κων/πολη, ἐκ τοῦ προχείρου ἔκαμε 18 λόγους στο δρόμο τὸ πάγχρυσο ἐκεῖνο στόμα! Τόση εὐκολία εἶχε στο να ὁμιλῇ.
Να ὀνομάσουμε τὸν Χρυσοστομο φίλο γνήσιο τῆς Θεοτόκου; Ναί, καὶ αὐτὸ τὸ ἀξιώθηκε! Εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος για τὴν ἀσθένειά του ἔξω ἀπὸ τὴν Κων/λη, ἐκεῖ που προσευχόταν κατὰ τὸ μεσονύκτιο, εἶδε ξύπνιος τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ἦλθε πρὸς αὐτὸν μὲ ἀπειρο φῶς καὶ ἔχοντας τριγύρω τῆς πλῆθος ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες τοῦ εἶπε αὐτὰ μὲ φωνὴ χαριέστατη: «Ἰωάννη, τοῦ ἐμοῦ θεράπων Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, καλὰ ἀγωνίστηκες τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως, καλὰ ἐποίμανας τὸ λογικὸν ποίμνιον, ἀλλὰ ἀνδρίζου ἀκόμη καὶ κραταιοῦ. Διότι ἰδοὺ καὶ μαρτυρικὸς σὲ ἀναμένει δρόμος καὶ ἀθλητικὸ σὲ περιμένει στάδιο διὰ ποικίλων πόνων καὶ πειρασμῶν, για να καταστῇ φανερὴ ἡ δοκιμασία σου καὶ στῇ γῆ καὶ τὸν οὐρανό…. Ἂς ἀγαλλιασθὴ λοιπὸν καὶ ἂς χαρῇ τὸ πνεῦμά σου, διότι σὲ ἔχει ἀποταμιευθεῖ καὶ χαρὰ στους οὐρανούς, ἀνάλογα μὲ τὶς θλίψεις σου».

Ἐπίσης καὶ ἡ θαυμαστὴ ὀπτασία που εἶδε ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας.
Ὁ θεῖος τοῦ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεοφίλος εἶχε ἐχθρὸν τὸν ἅγιο Χρυσοστομο…
Βλέπει μία φορὰ σὲ ὅραμα τὴν Κυρία Θεοτόκο, μαζὶ καὶ τὸν ἅγιο Χρυσοστομο, να συνομιλοῦν μεταξὺ τοὺς σὲ ἕνα πάμφωτο καὶ ὡραιότατο τόπο. Βλέποντας τούς, ὅμως, ἐπιθυμοῦσε καὶ ἐζητοῦσε να πάη κοντὰ καὶ αὐτὸς ἀλλὰ ὁ θεῖος Χρυσόστομος τὸν ἐπιτιμοῦσε καὶ τὸν ἐμπόδιζε. Τότε, ἀκούει φωνὴ ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ποὺ ἔλεγε πρὸς τὸν Χρυσοστομο αὐτά: Συγχώρησε τὸν χάριν ἐμοῦ (για χάρι δική μου), διότι πολλὰ ἐπάσχισε, ἐκοπίασε για ἔμενα, καταντροπιάσας τὸν ὑβριστῇ Νεστόριο, καὶ ἔμενα Θεοτόκο μὲ ἀνακήρυξε. Ἀπὸ ἄγνοια τὴν ἀσχήμη για σένα ὑπολήψη – γνώμη ἐσχημάτισε καὶ θὰ φανέρωση αὐτήν, ποὺ ἀπέκτησε μὲ ἐπιγνώση.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὅραμα ὁ ἅγιος Κύριλλος, ἔγινε μεγάλος φίλος τοῦ Χρυσοστόμου, ἐπαινώντας αὐτὸν καὶ συνέγραψε πρόχειρα καὶ τὸν βίον Τοῦ.
Τὶ ἄλλο θέλετε να ὀνομάσουμε τὸν Χρυσοστομο; Θαυματουργόν; Ναὶ διότι τόσο πλούσια τοῦ ἐδόθη τὸ χάρισμα τῶν θαυμάτων, ὥστε ὅλοι τὸν ἐπωνόμιζαν «Ἰωάννην τὸν θαυματουργόν».
Να τὸν ὀνομάσουμε ἐλεήμονα; Καὶ βέβαια, για τὴν ὑπερβολικὴ τοῦ εὐσπλαγχνία πρὸς τοὺς πτωχοὺς τὸν ὠνόμαζαν ὅλοι «Ἰωάννης ὁ τῆς ἐλεημοσύνης».
Να τὸν ὀνομάσουμε κήρυκα τῆς μετανοίας; Καὶ ποῖος μπορεῖ να τὸ ἀρνηθῇ! Τέτοια δύναμη εἶχε ὁ λόγος τοῦ στο να τραβὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, ὥστε ἔφθανε μόνο να ἀκούση κάποιος τὴν διδαχὴ τοῦ για να μετανοήσῃ καὶ ἀλλάξῃ ζωή!…. Δίκαια λοιπὸν ἀπὸ ὅλους ὠνομαζόταν «Ἰωάννης ὁ τῆς μετανοίας»….

Ἀδελφοί, μας λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, οἱ ἐορτὲς τῶν ἁγίων δεν γίνονται για ἄλλο λόγο παρὰ για να συναχθοὺν σὲ αὐτὲς οἱ Χριστιανοί, να ἀκούσουν τὰ κατορθώματα τῶν Ἁγίων που ἐορτάζουν καὶ να τὰ μιμηθοὺν καὶ αὐτοί, ὄσο τοὺς εἶναι δυνατόν, καὶ ἔτσι να λάβουν στην ψυχὴ τοὺς εὐλάβεια καὶ στην ζωὴ τοὺς διορθώσῃ καὶ ἀκρίβεια. Ἔτσι μὰς διδάσκει ἡ πάγχρυση γλῶσσα τοῦ Χρυσοστόμου: «Ἑορτὴ εἲναι ἐπίδειξις ἔργων ἀγαθῶν, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια».
Καὶ ἐμεὶς ἂς μιμηθοῦμε, κατὰ τὸ δυνατὸν μας, καὶ τὰ ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἂς ἀκούσουμέ τις χρυσὲς διδασκαλίες που μὰς κάμνει. Ἂς μετανοοῦμε κάθε μέρα στον Θεὸ για τὰ σφάλματά που κάνουμε μὲ τὸ ἔργο, μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὸν λογισμό, καὶ ἂς παρουμε σταθερὴ ἀποφάσῃ, για να μὴ πράξουμε ξανὰ τὴν ἁμαρτία, ἐπειδὴ αὐτὴ εἲναι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια. 
Ἔτσι μὰς διδάσκει ὁ Χρυσόστομος: «Εἲναι δὲ μετάνοια τὸ να μὴ κάνης τὰ ἴδια…, πρέπει λοιπὸν να ἀπομακρύνεσαι καὶ στην πράξῃ καὶ στην γνώμη που ἀποτολμήθηκαν…. Παραδείγματος χαρῇ: ἅρπαξες καὶ πλεονέκτησες; Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ καὶ βάλε στο τραῦμα ἐλεημοσύνη. Πόρνευσες; Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ βάλε στο ἕλκος ἁγνεία. Κακολόγησες τὸν ἀδελφὸ καὶ ἔβλαψες; Σταμάτησε κατηγορώντας, καὶ βάλε σωφροσύνη……

Ἂς ἔχουμε ὑπομονὴ σὲ ὄλες τις θλίψεις που μὰς ἔρχονται εἴτε ἀπὸ τοὺς δαίμονες, εἴτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἴτε καὶ ἀπὸ φυσικὴ ἀσθένεια τοῦ σώματος, καὶ ἂς εὐχαριστοῦμε πάντοτε τὸν Θεὸ σὲ ὅσα μὰς ἀκολουθοῦν εἴτε καλά, εἴτε κακά. Διότι καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑπέμεινε μετὰ χαράς τις ἐξορίες, τὶς ὁποῖες τοῦ ἔκαμαν, καὶ σὲ ὅλα εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, συνηθίζοντας να λέγῃ πάντοτε αὐτὸ τὸ ἀξιομνημόνευτο λόγιο: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεὶ ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσιν». 
Καὶ αὐτὸν τὸν λόγο ἀφοῦ εἶπε τελευταῖο, παρέδωσε τὴν ἁγία τοῦ ψυχή.
Ἂς ἀγωνιζόμαστε να εἴμαστε παρθένοι καὶ σώφρονες ὄχι μόνο κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχή, μὴ ἀφήνοντες τὸ νοῦ μας να γλυκαίνεται στους αἰσχροὺς καὶ σαρκικοὺς λογισμούς… Διότι πολλὲς φορὲς παρθενεύει κάποιος μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς λογισμοὺς πορνεύει καὶ μοιχεύει….

Ἂς μισήσουμε ἀπὸ καρδίας τὴν φιλαργυρία καὶ ἀσπλαγχνία, διότι αὐτὴ κάμνει ἐκείνους που εἲναι ὑποδουλομένοι σὲ αὐτήν, οὔτε να βλέπουν, οὔτε να ἀκοὺν οὔτε συνείδηση να ἔχουν, οὔτε τὴν σωτηρία τοὺς να ζητοῦν….
Ἂς μισήσουμε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἂς ἔχουμε τὴν ταπείνωση στην ψυχὴ μας, διότι χωρὶς τὴν ταπείνωση εἲναι ἀδύνατον να σωθοῦμε, κατὰ τὸν Χρυσόστομον, λέγοντα: «Τίποτε δεν εἲναι ἴσον μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη…., διότι δεν εἲναι δυνατὸν να σωθῇ κάποιος χωρὶς τῆς ταπεινοφροσύνης».
Καὶ ἐπάνω σὲ ὅλα, ἂς σπουδάσουμε να ἔχουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μας, διότι ἡ ἀγάπη εἲναι τὸ κεφάλαιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν! Χωρὶς τὴν ἀγάπη ὄλες οἱ ἀρετὲς εἲναι μάταιες….

Πρόσδεξαι, σὲ παρακαλοῦμε, τὸ πάρον εὐτελὲς ἐγκώμιον, ὅπως προσεδέχθη ὁ Κύριος τῆς χήρας τὰ δύο λεπτά… Καὶ εἰς μὲν τὴν παροῦσα ζωὴ φυλάττε μας ἀπὸ κάθε βλάβη τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, εἰς δὲ τὴν μέλλουσα ἀξίωσε μας τῆς οὐρανίου βασιλείας διὰ τῶν πρεσβειῶν σου, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν Ὁποῖον ὑπάρχει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Ιερόθεος Βλάχος, μητρ.: "Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι" (ΙΕ΄ Λουκά)


«Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι»
(Λουκ. ιθ’ 5)

Απόδοση στα Νεοελληνικά
«Ζακχαίε, κάνε γρήγορα και κατέβα»
(Λουκ. ιθ’ 5)

Ο Ζακχαίος ικανοποιώντας τις μεταφυσικές του αναζητήσεις επεδίωξε να συναντήσει τον Χριστό και Εκείνος δείχνοντας τον σκοπό της ενανθρωπήσεώς Του τον εκάλεσε σε μια προσωπική συνάντηση: «Ζακχαίε» του είπε «κάνε γρήγορα και κατέβα γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».


Λίγες σκέψεις θα διατυπώσουμε για την προσωπική συνάντηση με τον Χριστό.

Η κοινωνία του ανθρώπου με τον Χριστό και του Χριστού με τον άνθρωπο είναι κυρίως ένα προσωπικό γεγονός.

Ο Χριστός δεν συναντάται με την μάζα, αλλά με τα πρόσωπα, που είναι άξια να δεχθούν την θεία Του διδασκαλία και να ακούσουν το ουράνιο κάλεσμά Του.

Ο Χριστός είναι Πρόσωπο. Το ίδιο και ο άνθρωπος. Επομένως μια προσωπική συνάντηση (πρόσωπο με Πρόσωπο) δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες σωτηρίας. Πράγματι η γνώση του Θεού βιώνεται στα όρια της προσωπικής σχέσεως.

Έκφραση αυτής της συναντήσεως και της κοινωνίας είναι η προφορά του ονόματος. Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο με το όνομά του (που είναι πολύ προσωπικό του) και ο άνθρωπος καλεί τον Θεό με το όνομά Του. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».

Ο ίδιος ο Χριστός που είναι «ο ποιμήν ο καλός» φανέρωσε αυτήν την προσωπική σχέση με το ποίμνιό Του, όταν είπε: «τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. ι’ 3). Αυτό το βλέπουμε και στην περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου. Μετά την ανάστασή Του ο Κύριος τον ερωτά: «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων;» Και ο Πέτρος απαντά: «Ναι Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε» (Ιω. κα’ 15). Επίσης το ίδιο βλέπουμε στην περίπτωση της Μαρίας της Μαγδαληνής. Όταν ο Κύριος λέγει «γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» εκείνη νομίζει ότι είναι ο κηπουρός. Όταν όμως χρησιμοποιεί το όνομά της «Μαρία» τότε εκείνη αμέσως αναγνωρίζει τον Κύριό της και διδάσκαλό της.

Η συνάντηση του Χριστού με τον Ζακχαίο δείχνει ακόμη τις πραγματικές προϋποθέσεις μιας προσωπικής συναντήσεως.

Και αυτή η προϋπόθεση είναι η έκσταση. Ο Κύριος κατέβηκε από τον ουρανό στην γη για να συναντήσει τον άνθρωπο και να διαλεχθεί μαζί του, με σκοπό την σωτηρία του. Και ο Ζακχαίος ανέβηκε από την γη στο δέντρο για να δει τον Χριστό και να ακούσει τον θείο Του λόγο. Και οι δυο έκαναν μια έξοδο και συναντήθηκαν πραγματικά και ουσιαστικά. Ιδίως ο Ζακχαίος επέτυχε την προσωπική συνάντηση γιατί έκανε τρέλλες. Δεν ήταν λίγο πράγμα, πλούσιος αυτός, αρχιτελώνης με μια κοινωνική θέση να ανεβεί επάνω στο δέντρο για να δει ένα Ναζαρηνό. Αυτή όμως η έξοδος από την καλή ιδέα για τον εαυτό του και την «αξιοπρέπειά» του είχε συνέπεια την σωτηρία του.

Αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος συναντάται με τον Χριστό στα όρια της προσωπικής σχέσεως, όταν κάνει τρέλλες. Όταν δηλ. αφανίζει την ψευδαίσθηση της πληρότητας και της αυτάρκειας, όταν παύει να υπολογίζει την γνώμη του κόσμου, και όταν αναζητά παρθενικά και αληθινά τον Χριστό, έστω κι αν όλοι τον κοροϊδεύουν, τότε συναντά τον Κύριο.

Η προσωπική και σωτήριος συνάντηση με τον Χριστό γίνεται μέσα στην Εκκλησία που είναι το ευλογημένο και ένδοξο Σώμα Του και κοινωνία προσώπων.

Η Εκκλησία κατά το Βάπτισμα δίδει στον άνθρωπο το όνομά του και με αυτό έκτοτε τον γνωρίζει. Του δίδει προσωπικά την θεία Χάρη και προσωπικά του προσφέρει το μήνυμα της σωτηρίας. Με το όνομά του του συγχωρεί τις αμαρτίες, τον στεφανώνει, τον χειροτονεί Ιερέα, του δίδει τα θεία Δώρα, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, τον συνοδεύει στην άλλη ζωή με την εξόδιο ακολουθία.

Αφού λοιπόν η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, σημαίνει πως αν θέλουμε την σωτηρία μας είναι ανάγκη να την αισθανόμαστε, ως τον χώρο της προσωπικής μας συναντήσεως με τον Χριστό και όχι απλώς με την εξωτερική επαφή μαζί Του. Άλλωστε με την θεία Του Χάρη ενούμεθα μαζί Του.

Άρα δεν πρέπει να ζούμε στην εκκλησία σαν άτομα, αφού η ίδια της δεν θέλει να μιλάει σε μάζα και να θεωρεί τους πιστούς σαν όχλο, αλλά θέλει να μιλάει και να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους προσωπικά. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά της Εκκλησίας ιδίως σήμερα που όλοι πασχίζουν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε άτομα, σε όχλο για να τους οδηγούν όπου αυτοί θέλουν.

Πολλοί σήμερα κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο και ασχολείται μόνον με την λατρεία, ή μάλλον δίδει προτεραιότητα σ’ αυτήν. Όμως αυτή η ένσταση δείχνει την τρομερή αδυναμία που έχουν να προσπελάσουν στον λυτρωτικό χώρο της Εκκλησίας μας. Αλλά η Εκκλησία κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο. Διαθέτει άφθονη κοινωνική εργασία. Και μόνον ένας αντικειμενικός ερευνητής μπορεί αυτό να το διαπιστώσει. Επίσης μπορεί να διαπιστώσει ότι την κάνει σωστά και αληθινά. Εν τούτοις όμως, παρά την μεγάλη κοινωνική εργασία, αποφεύγει να καταγίνεται μόνο με αυτή για να ξεπεράσει τον μεγάλο πειρασμό να μαζοποιήσει τους ανθρώπους. Εργάζεται περισσότερο προσωπικά, με την εξομολόγηση, τις προσωπικές σωτήριες συναντήσεις, παρά «κοινωνικά», όπως το εννοεί ο κόσμος, γιατί πολλές φορές με την κοινωνική εργασία καταστρέφεται το πρόσωπο, αφού ο άνθρωπος γίνεται απλώς ένα νούμερο, ένας αριθμός, οπότε χάνει την ελπίδα της σωτηρίας. Οι στατιστικές έρευνες για τους πτωχούς, τους γέροντας κλπ. ή η συλλογική προσφορά εργασίας (οικοτροφείο με τόσα παιδιά που τρώνε, πίνουν κλπ.) μας βοηθούν να εργαζόμαστε κοινωνικά, όμως τις περισσότερες φορές δεν μας αφήνουν να εργασθούμε φιλάνθρωπα. Είναι προτιμότερο να δώσουμε στον άλλον την εσωτερική γαλήνη και ασφάλεια, παρά να περιορίζουμε το έργο μας σε εξωτερικές προσφορές.

Καταλήγοντας λέμε πως είναι ανάγκη στις κρίσιμες ημέρες που διερχόμαστε να θεωρούμε την Εκκλησία σαν κιβωτό της προσωπικότητος και όχι σαν υπουργείο κοινωνικών υπηρεσιών, σαν κιβωτό σωτηρίας και όχι σαν αίθουσα διαλέξεων και συζητήσεων. Τότε σαν τον Ζακχαίο θα απολαύσουμε την σωτηρία μας.

-----------------------------------------------------------------------------------
πηγή: «Όσοι Πιστοί», Εκδόσεις Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Λειβαδιά)

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Οι Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος



Οι Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος
(18 Ιανουαρίου)
του μακαριστού Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης
(†)Διονυσίου Λ. Ψαριανού
από το βιβλίο του «Εικόνες έμψυχοι – Κηρύγματα αγιολογικά(Εξαπλά β΄)»,
Εκδόσεις Αποστολική Διακονία
Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη δύο μεγάλων ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων, του αγίου Αθανασίου και του αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας. Κι οι δυο, πρώτα οι άγιος Αθανάσιος κι υστέρα ο άγιος Κύριλλος, υπήρξαν από τους μεγάλους αγωνιστές κατά των αιρέσεων και πρόμαχοι της Ορθοδοξίας. Η Εκκλησία τους εορτάζει χωριστά, στις 2 Μαΐου τον άγιο Αθανάσιο και στις 9 Ιουνίου τον άγιο Κύριλλο, αλλά τους εορτάζει και τους δύο μαζί σήμερα. Απέχουν 80 χρόνια ο ένας από τον άλλον και ο άγιος Κύριλλος γεννήθηκε δυο χρόνια μετά το θάνατο του αγίου Αθανασίου. Έχουν σφραγίσει κι οι δυο με το πέρασμα τους από το θρόνο της Αλεξανδρείας την ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας.
Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 295 από γονείς χριστιανούς. Μετά τις σπουδές του, έφυγε στην έρημο κι εκεί ασκήθηκε στην αρετή. Τότε γνώρισε και τον άγιο Αντώνιο, του οποίου ύστερα έγραψε το βίο. Όταν γύρισε από την έρημο, ο αρχιεπίσκοπος της Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος τον χειροτόνησε διάκονο και τον πήρε μαζί του. Τότε φάνηκε η μεγάλη αίρεση του Αρείου κι ο άγιος Αθανάσιος στάθηκε άξιος και ικανός βοηθός του αρχιεπισκόπου. Όταν το 325 έγινε η πρώτη οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, ο άγιος Αθανάσιος ήταν εκεί μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο και, αν και ήταν ακόμα διάκονος, υπήρξε ο στύλος της Συνόδου. Η νίκη της Εκκλησίας εναντίον του Αρείου ήταν κυρίως νίκη του αγίου Αθανασίου.
Το 326 ο άγιος Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο στο θρόνο της Αλεξάνδρειας, αλλά οι αρειανοί, πού ήσαν πολλοί και επηρέαζαν ακόμα και τον αυτοκράτορα, δυσκόλεψαν πολύ το έργο του. Κατόρθωσαν και συγκάλεσαν τοπικές Συνόδους και καθαίρεσαν δυο φορές τον άγιο Αθανάσιο. Σαράντα χρόνια σχεδόν τα πέρασε στην εξορία, και το 366 πια γύρισε οριστικά στο ποίμνιο του και απέθανε το 373. Ο άγιος Αθανάσιος, παρ' όλο πού έζησε τόσα χρόνια εξόριστος από τόπο σε τόπο, έγραψε και μας άφησε σπουδαία θεολογικά συγγράμματα, πού είναι η βάση της ορθόδοξης θεολογίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αρχίζοντας τον επιτάφιο λόγο του στον άγιο Αθανάσιο, λέγει «Αθανάσιον επαίνων, την αρετήν επαινέσομαι...».
Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του αγίου Αθανασίου, το 375 γεννήθηκε ο άγιος Κύριλλος. Ήταν ανεψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου. Στην αρχή υπηρέτησε ως διάκονος κοντά με το θείο του, κι όταν εκείνος απέθανε το 412, τον διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο άγιος Κύριλλος, όπως κι ο άγιος Αθανάσιος, είναι από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και οικουμενικούς διδασκάλους. Στα 32 χρόνια της αρχιερατείας του, μέχρι το 444 πού απέθανε, εργάσθηκε πολύ για να ξεκαθαρίση την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας από τις αιρέσεις. Ο άγιος Κύριλλος υπήρξε ο αρχηγός στην τρίτη οικουμενική Σύνοδο το 431 στην Έφεσο, πού κατεδίκασε το Νεστόριο. Η τρίτη οικουμενική Σύνοδος εδογμάτισε και ωμολόγησε ότι η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος.
Ο άγιος Κύριλλος άφησε σπουδαία θεολογικά συγγράμματα, ερμηνευτικά και θεολογικά, πού είναι πολύτιμη πηγή για τη σπουδή της ορθόδοξης θεολογίας. Το «Θεοτόκος», πού εδογμάτισε η τρίτη οικουμενική Σύνοδος, με βάση τη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου, είναι η λέξη κλειδί της Ορθοδοξίας. Απ' όλα τα ονόματα, με τα όποια η Εκκλησία εκόσμησε την Παναγία, το Θεοτόκος εκφράζει τέλεια το μυστήριο της σάρκωσης του θείου Λόγου. Η παρθένος Μαρία γέννησε το Θεό, πού έγινε άνθρωπος. Ο άγιος Κύριλλος διδάσκει «Ει γαρ εστί Θεός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, πώς ου Θεοτόκος η αγία Παρθένος;» αφού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι Θεός, πώς η αγία Παρθένος πού τον γέννησε δεν είναι Θεοτόκος;
Άλλος λόγος δεν υπάρχει, για να εορτάζωνται σήμερα μαζί ο άγιος Αθανάσιος και ο άγιος Κύριλλος παρά ότι και οι δυο είναι Αλεξανδρινοί και μεγάλοι πρόμαχοι της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Αθανάσιος στην πρώτη και ο άγιος Κύριλλος στην τρίτη οικουμενική Σύνοδο πρωτοστάτησαν, ο ένας εναντίον του Αρείου και ο άλλος εναντίον του Νεστορίου, πού και οι δυο αρνιούνται τη Θεότητα του Ιησού Χριστού. Ο Άρειος έλεγε ότι ο Υιός δεν είναι γέννημα, αλλά κτίσμα του Θεού, και ο Νεστόριος έλεγε ότι η αγία Παρθένος δεν είναι Θεοτόκος, αλλά Χριστοτόκος. Πολύ σωστά το τροπάριο των δυο μεγάλων Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων λέγει «Έργοις λάμψαντες ορθοδοξίας, πάσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε...». Αμήν.

Αναδημοσίευση από: Ζωηφόρος 

Διαβάστε περισσότερα: Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας: Οι Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος http://churchofagianapa.blogspot.com/2012/01/blog-post_18.html#ixzz1jod7HvH6

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Εις τον Άγιον Αντώνιον τον Μέγαν

 

ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΝΤΙΝΟΗΣ

Ηδη από την εποχή της Κ. Διαθήκης,
αλλά και παλαιότερα μέσα στην Π. Διαθήκη,
υπάρχουν αφιερωμένοι πιστοί που θυσιάζουν
τα πάντα για τη δόξα της Βασιλείας του Θεού,
και εγκατέλειπαν τις κοσμικές δόξες και τιμές,
πλούτη και κτήματα, συγγενείς και φίλους.

Η μόνη τους χαρά ήταν να βρεθούν σε έρημα
μέρη για να μπορέσουν μέσα απο την
προσευχή, τη νηστεία και τα πνευματικά
γυμνάσματα να ενωθούν με το Θεό, να
υπερνικήσουν τα σωματικά και πνευματικά
πάθη, να μεταβούν από το αμαρτωλό άτομο στο άγιο πρόσωπο.
Στην προς Εβραίους επιστολή διαβάζουμε, ότι οι άγιοι
περιπλανιόνταν στις ερήμους και στα όρη και ακόμη ζούσαν μέσα στα
σπήλαια και στις τρύπες της γης (Έβρ. 11:38). Απομακρυσμένοι από
όλες τις ανέσεις του κόσμου, ζούσαν μέσα στις δυσκολίες που τους
πρόσφερε η φύση. Το κρύο, η ζέστη, η συντροφιά με τα άγρια θηρία
ήταν οι μόνιμοι σύντροφοι των ασκητών. Και μέσα από αυτή τη
σκληρή δοκιμασία εύρισκαν το δρόμο, μέσα από την υπακοή, να
φτάσουν στη θέωση και τον αγιασμό.
Στην Π. Διαθήκη ο Προφήτης Ηλίας υπήρξε το πρότυπο των
ασκητών, στην Κ. Διαθήκη, ο ίδιος ο Κύριος δίνει το παράδειγμα για
την απομάκρυνση από τον κόσμο και τα του κόσμου. Πατέρας όμως
του Ορθόδοξου Μοναχικού βίου αναδείχτηκε ο σημερινός
εορταζόμενος άγιος Αντώνιος, ο οποίος έδειξε σ’ όλους με ποιό τρόπο
θα μπορέσει κανείς να μεταφέρει τον πλούτο του στον ουρανό, όπως
λέει ο Κύριος, «μη θησαυρίζεται θησαυρούς επί της γης». Υπήρξε
Αιγύπτιος και γεννήθηκε το 251 μ.Χ. από γονείς πλούσιους. Παρ’ όλη
την ανώτερη κοινωνική τάξη δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα
γράμματα. Στην ηλικία των 20 ετών μένει ορφανός από πατέρα και
μητέρα, και έτσι οι φροντίδες για το σπίτι και τη μικρή αδελφή του
τον πίεζαν όλο και περισσότερο.
Ενώ ο νους του πιεζόταν απ’ αυτές τις σκέψεις μπήκε στην
Εκκλησία και άκουσε τον Κύριο να του μιλάει μέσα από τα λόγια του
Ευαγγελίου: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε όλα τα
υπάρχοντά σου, και μοίρασε τα στους φτωχού ς και έλα να με
ακολουθήσεις, και θα έχεις θησαυρό στους Ουρανούς». (Ματθ. 19:21).
Ο άγιος πίστεψε ότι εκείνα τα λόγια διαβάστηκαν αποκλειστικά Γι’
αυτόν.
Φεύγοντας από το ναό χάρισε τα 400 χωράφια της
κληρονομιάς του στους χωρικούς για να αποφύγει τις φροντίδες για τη
συντήρησή τους. Πούλησε όλα τα άλλα υπάρχοντά του, διέθεσε τα
χρήματα για τους φτωχούς, κρατώντας λίγα μόνο για την αδελφή του.
Την επόμενη Κυριακή άκουσε τα λόγια του Κυρίου: «Μη
μεριμνήσητε περί της αύριο». Η απόφαση του ήταν πια βέβαιη. Αφού
εμπιστεύτηκε τη διαπαιδαγώγηση της αδελφής του σ’ ένα
παρθεναγωγείο, μοίρασε όσα χρήματα είχε κι έφυγε τελείως από τον
κόσμο και τις χαρές του κόσμου, αρχίζοντας έτσι την ασκητική του
ζωή.
Περνούσε τις μέρες του αναμετρώντας πάντοτε τις
πνευματικές του δυνάμεις δεν άφηνε τη σκέψη του ν’ ασχοληθεί ούτε
στιγμή με τα καλά του πατρικού σπιτιού. Πόθος του φλογερός για την
αρετή τον έκανε να φροντίζει μόνο για τη νίκη του σ’ ένα σκληρό
πνευματικό αγώνα.
Χαλκεύοντας τον εαυτό του στην αδιάκοπη προσευχή,
πρόσεχε πολύ τα προτερήματα των άλλων και προσπαθούσε να τα
μιμηθεί. Με ιδιαίτερο θαυμασμό παρακολουθούσε όποιον κούραζε
τον εαυτό του με τις αγρυπνίες, τις νηστείες και τις χαμαικοιτίες.
Εκείνο όμως που πρόσεχε περισσότερο απ’ όλα ήταν δύο πράγματα: η
ευσέβεια στο Χριστό και η αγάπη για τους συνανθρώπους. Φρόντιζε
να στολίζει το χαρακτήρα του με όσα καλά έβλεπε στους άλλους, ενώ
η μόνη φροντίδα του ήταν πώς θα τους ξεπεράσει στην αρετή.
Ο Διάβολος όμως, ο φοβερότερος εχθρός του καλού, άρχισε
να βλέπει με φθονερό μάτι τα τόσα πνευματικά κατορθώματα του
νεαρού Αντωνίου. Με σκέψεις θολές, καθαρά διαβολικές που σκοπό
είχαν να τον απομακρύνουν από την άσκηση και τη σωτηρία. Έπαιρνε
ακόμη και μορφή γυναίκας για να τον παρασύρει στην αμαρτία.
Ο άγιος Αντώνιος κρατώντας στη ψυχή του τον Χριστό
έσβηνε τις επικίνδυνες φλόγες των σαρκικών επιθυμιών. Με όλα αυτά
ντροπιαζόταν ο εχθρός. Γνώριζε όμως πώς οι μαστοριές του εχθρού
είναι πολλές. Προσπαθούσε λοιπόν να κάνει την άσκησή του πιο
έντονη, ώστε ο Διάβολος να νικηθεί. Ταλαιπωρούσε το σώμα του και
προσπαθούσε να το συνηθίσει να υπακούει στη φωνή της καθαρής
του ψυχής, για να μη παρασυρθεί σε τίποτε διαφορετικό από εκείνο
που μέχρι τώρα είχε νικήσει.
Η προθυμία του για την αρετή ήταν πολύ μεγάλη. Αγρυπνούσε
πολύ συχνά και πολλές φορές έμενε ξύπνιος όλη τη νύχτα. Έτρωγε
μια φορά την ημέρα κατά το ηλιοβασίλεμα. Αλλά πολλές φορές
κατόρθωνε τρεις με τέσσερις μέρες να μη βάλει καθόλου τροφή στο
στόμα του. Η τροφή του ήταν κάτι περισσότερο από λιτή. Το νερό
ήταν το μοναδικό ποτό. Για τον ύπνο ήταν αρκετή μια ψάθα. Δε
συνήθιζε να κάνει καμιά ιδιαίτερη περιποίηση στο σώμα του,
αντίθετα διακήρυττε πως όλοι πρέπει να επιδίδονται σε συνεχή
σωματική άσκηση, ώστε να αποφεύγουν κάτι τι που κάνει μαλθακό το
σώμα.
Δεν αξιολογούσε την εξέλιξη και το βαθμό της αρετής με το
χρόνο, αλλά με τον πόθο και την προαίρεση. Κάθε μέρα, ήταν σαν η
πρώτη της ασκητικής του ζωής και φρόντιζε να ετοιμάζει τον εαυτό
του, ώστε να τον παρουσιάσει στο Θεό καθαρό στην καρδιά και
έτοιμο να υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Έλεγε, ότι ο ασκητής
πρέπει να μαθαίνει τον ασκητικό τρόπο ζωής, κοιτάζοντας σαν μέσα
σε καθρέφτη τη ζωή του Προφήτη Ηλία.
Το τέλος της ζωής του αγίου ήταν όμοιο με την αρχή της
ασκητικής του ζωής. Αυτά τα λόγια είναι ελάχιστα για να μπορέσει
κανείς να εγκωμιάσει κατάλληλα τον Μέγα Αντώνιο, τις αρετές και
την αγιότητα του χαρακτήρα του. Υπήρξε ουράνιος άνθρωπος και
επίγειος άγγελος. Το ότι είχε γίνει τόσο γνωστός και όλοι ζητούσαν να
τον δουν και να τον θαυμάσουν είναι απόδειξη της ψυχικής του
αρετής και του σεβασμού του στο Θεό.
Ο άγιος Αντώνιος δεν έγινε γνωστός ούτε από τα
συγγράμματά του, ούτε από τη σοφία του κόσμου, αλλά από την
ευσέβειά του. Ένας ταπεινός άνθρωπος έμεινε κρυμμένος στο βουνό,
στην έρημο και εν τούτοις ο Θεός τον εμφανίζει σαν φως, για να
φωτίζει με το παράδειγμά του τον κόσμο, ώστε οι άνθρωποι κάθε
εποχής να γνωρίζουν πως οι εντολές του Θεού είναι πάντοτε
κατορθωτές.
Ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός αντιδοξάζει όσους
τον δοξάζουν στη ζωή τους. Σε όσους τηρούν μέχρι το τέλος το
θέλημά Του και Τον υπηρετούν όχι μόνο χαρίζει τη Βασιλεία των
Ουρανών, αλλά τους φανερώνει, ώστε και οι άλλοι να ωφεληθούν.
Η σημερινή κοινωνία τίποτα άλλο δεν χρειάζεται περισσότερο
παρά λαμπρά παραδείγματα αρετής και αγιοσύνης. Η μεγαλύτερη
τιμή που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στο σημερινό εορταζόμενο
άγιο Αντώνιο είναι το να μιμηθούμε τη ζωή του.
Τα πλούτη και οι κοσμικές απολαύσεις δεν προσφέρουν τη
βασιλεία του Θεού. Ο δρόμος των αρετών μέσα από την υπακοή είναι
ο ασφαλέστερος δρόμος για τη σωτηρία. Η ζωή του Αγίου Αντωνίου
πρέπει να μας δώσει την αφορμή να αναλογιστούμε κατά πόσον
αγαπάμε το Σωτήρα μας Χριστό.

Από το βιβλίο Η ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ 2007