«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος: Εγκώμιον εἰς τον άγιο και ένδοξο μεγαλομάρτυρα του Χριστού, ΔΗΜΗΤΡΙΟ


Νεοφύτου πρεσβυτέρου μοναχού και εγκλείστου εγκωμιαστικός λόγος στον άγιο και ένδοξο μεγαλομάρτυρα του Χριστού Δημήτριο καθώς και σχετικά με το μαρτύριο, τα θαύματα και το σεβάσμιο ναό του.

1. Ο ένδοξος Δημήτριος και συμμέτοχος στην ουράνια δόξα, μάς χάρισε σήμερα την πανήγυρή του ως υπέρτατο δώρο. Εμπρός λοιπόν και εμείς, που αποτελούμε το θίασο εκείνων που αγαπούν το μάρτυρα, ας τον τιμήσουμε με θεόπνευστους ύμνους και εγκώμια, για να μας ωφελήσει ο φίλος και μάρτυρας ως μεσολαβητής στο βασιλέα Χριστό. Ας τονίσουμε λοιπόν και το θεϊκό του ζήλο και την αγάπη του για το Χριστό και τα ενάρετα προτερήματα του ανθρώπου και ας γεμίσουμε με θεϊκή χαρά όπως έχει γραφεί, γιατί αναφέρεται ότι, όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος, γεμίζουν με ευφροσύνη οι λαοί. Μακάρι όμως να μην γεμίσουμε μόνο με αγαλλίαση, αλλά να ωφεληθούμε από τις ομιλίες και τις τιμητικές εκδηλώσεις στη μνήμη του σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.


2. Αυτός λοιπόν ο μακάριος Δημήτριος, που είναι πράγματι πολίτης στην ουράνια πόλη και βασιλεία τιμήθηκε και από την επίγεια θνητή βασιλεία. Γιατί μια και είχε ευγενική καταγωγή και μεγάλη φήμη και φρόντιζε από μικρή ηλικία για τον άψογο και έντιμο βίο, τον αγάπησαν και τον τίμησαν πολύ συνάμα και ο Θεός και οι άνθρωποι. Γι’ αυτό λοιπόν αρχικά έλαβε το αξίωμα του εκσκέπτορος και ήταν συνεργός και συμμέτοχος στη σύγκλητο. Στη συνέχεια αναγορεύθηκε ανθύπατος της Ελλάδας. Για τον ίδιο όμως ο αληθινός πλούτος και η δόξα ήταν αυτή, να είναι δηλαδή και να τον αποκαλούν χριστιανό, και δεν υπολόγιζε καθόλου τις τιμές των βασιλιάδων. Γι’ αυτό επειδή ξεχείλιζε από διδασκαλία γεμάτη με θεϊκή σοφία και πνευματικό λόγο, άλλαζε την πίστη πολλών και από την πλάνη των ειδώλων τους οδηγούσε στην αληθινή πίστη.

3. Επειδή λοιπόν ο άγιος τέτοια κήρυττε στο λαό στην πόλη της Θεσσαλονίκης και εξαπλωνόταν η φήμη του σ’ ολόκληρη την περιοχή γύρω από αυτήν, τον συνέλαβαν οι διώκτες της αλήθειας και τον οδήγησαν στον τύραννο Μαξιμιανό. Ο άγιος όμως είχε λαμπερό το πρόσωπό του με την παρέμβαση της θείας χάρης και προκάλεσε έκπληξη στον τύραννο, ο οποίος επειδή ντράπηκε τελικά δεν τον τιμώρησε, αλλά τον κατηγόρησε ως αχάριστο γιατί λησμόνησε βαθιά τις βασιλικές τιμές και πίστεψε στο σταυρωμένο Χριστό. Εκφράζοντας λοιπόν αυτά τα λόγια και κάποιες άλλες κολακευτικές μωρολογίες προσπαθούσε να παρασύρει τον άγιο από την πίστη του. Αυτός όμως αντιστεκόταν σαν ακλόνητος στύλος και σαν βράχος στην ακτή απέναντι στα χτυπήματα των κυμάτων. 'Οταν τον ρώτησε και πάλι ο βασιλιάς αν επιμένει να πιστεύει στο σταυρωμένο Χριστό, ο άγιος του απάντησε: «Μακάρι να μπορούσα, βασιλιά, όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά και όλο τον κόσμο να τον πείσω να πιστεύει στον Εσταυρωμένο και να τους απαλλάξω από αυτή τη μεγαλομανία και την πλάνη των ειδώλων. Και εγώ βέβαια είμαι έτοιμος στο όνομα του Χριστού μου να υποστώ όχι μόνον έναν θάνατο, αλλά πολλούς, αν βέβαια αυτό το επιτρέπει η φύση μου».

4. Ο βασιλιάς λοιπόν, όταν είδε τη μεγάλη τόλμη του άνδρα και κατάλαβε την ακλόνητη απόφασή του, έγινε θηρίο από θυμό για να βασανίσει τον άγιο. Συγκράτησε ωστόσο το θυμό του για το τέλος, γιατί ήθελε να ασχοληθεί με το θέατρο και το στάδιο. Γι’ αυτό λοιπόν έφτασε σ’ αυτό το μέρος με άμαξα. Διέταξε να φρουρήσουν το μάρτυρα σε μια κάμαρα λουτροκαμίνου, που δεν την είχαν ακόμη ανάψει, ώσπου να βρεί ευκαιρία από τα μάταια θεάματα και στη συνέχεια να οδηγήσει τον άγιο σε εξέταση.

5. Το θέατρο της πόλης, που το έλεγαν και στάδιο, ήταν κλεισμένο γύρω - γύρω με σανίδες και ορισμένα μάγγανα, όπου όσοι έμπαιναν, παρακολουθούσαν σαν σε θέατρο, και σκότωναν σε μονομαχία για να ευχαριστήσουν τον αιμοχαρή βασιλιά με το να χύνουν συχνά ανθρώπινο αίμα.

6. Ο βασιλιάς είχε αποκτήσει κάποιον μονομάχο, που τον έλεγαν Λυαίο, πολύ δυνατό και μεγαλόσωμο, που καταγόταν από το έθνος των Βανδάλων και ο οποίος στη Ρώμη, στο Σέρμιο και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πολλούς άλλους τόπους σκότωσε πολλούς ανθρώπους σε μονομαχία, και ο βασιλιάς θεωρούσε θαυματουργή την πολύ μεγάλη του δύναμη και την ικανότητά του στο φόνο και κόμπαζε.

7. Όταν αυτός στάθηκε στο στάδιο, που αναφέραμε, και ο βασιλιάς καλούσε τον κόσμο με τους κήρυκες υποσχόμενος χρήματα σ’ όποιον επιθυμούσε από τους πολίτες να μονομαχήσει με το Λυαίο, κανείς δεν είχε την τόλμη να μονομαχήσει με αυτόν, γιατί όλοι έτρεμαν από φόβο και μόνο από την όψη και το θράσος του Λυαίου.

8. Τότε λοιπόν ένας νεαρός παρακινήθηκε από το Θεό εναντίον αυτού του κακοποιού, που τον έλεγαν Νέστορα, που ήταν ωραίος στο σώμα και την ψυχή, και γνωστός του αγίου Δημητρίου, τρέχει σ’ αυτόν, στον τόπο που τον φρουρούσαν, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε λέγοντας «Να προσευχηθείς για μένα, δούλε του Θεού, και να επικαλεστείς το Χριστό. Γιατί θέλω να μονομαχήσω πρόθυμα με αυτόν». Τότε ο άγιος σταύρωσε το μέτωπο και την καρδιά του Νέστορος και λέγει στον ίδιο. «Πήγαινε, παιδί μου, και το Λυαίο θα νικήσεις και θα μαρτυρήσεις για χάρη του Χριστού».

9. Και αυτός εξοπλίστηκε με την ευχή του αγίου Δημητρίου σαν να φόρεσε θείο θώρακα, έρχεται τρεχάτος στο στάδιο, έβγαλε και πέταξε κάτω το χιτώνα του και πηδώντας από τις βαθμίδες στάθηκε μπροστά στο βασιλιά. Αυτός έμεινε έκπληκτος από την τόλμη του νεαρού και του λέγει: «Νεαρέ μου, απ’ ό,τι φαίνεται η επιθυμία των χρημάτων σε οδήγησε σ’ αυτό το τόλμημα. Εγώ βέβαια, επειδή λυπάμαι και την ομορφιά σου και τον ανθό της νιότης σου, σου δίνω τα χρήματα και παραδέχομαι τη γενναιότητά σου και φύγε κερδίζοντας και τη ζωή σου και τα χρήματα. Μην αντισταθείς όμως στο Λυαίο, γιατί πολλούς έστειλε στο θάνατο, πιο δυνατούς από σένα».

10. Όταν λοιπόν τα άκουσε αυτά ο Νέστωρ, ούτε το Λυαίο φοβήθηκε για τους επαίνους, ούτε υποχώρησε στη γενναιοδωρία του βασιλιά, αλλά του είπε: «βασιλιά μου, δεν έχω έρθει σ’ αυτή τη μονομαχία γιατί επιθυμώ χρήματα, αλλά για ν’ αποδείξω σήμερα μπροστά σου πιο ισχυρό τον εαυτό μου από το Λυαίο». Τότε λοιπόν ο βασιλιάς και οι σύνεδροί του γεμάτοι θυμό κατάλαβαν την αλαζονεία του Νέστορος και ενθάρρυναν υπερβολικά το Λυαίο για την εξόντωσή του.

11. Και ο νεανίας του Θεού ενισχύθηκε με το σημείο του σταυρού, πήρε στα χέρια του τον ακινάκη, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, προσευχήθηκε και είπε «ο Θεός του δούλου σου Δημητρίου και ο αγαπημένος γιος σου Ιησούς Χριστός, που νίκησες τον εχθρό Γολιάθ με τον εκλεκτό σου Δαβίδ, εσύ Κύριε νίκησε και τούτη τη στιγμή τη δύναμη του Λυαίου». Έτσι λοιπόν προσευχήθηκε και πήδησε μέσα από τα μάγγανα και, όταν έγινε η συμπλοκή, ο Λυαίος δέχτηκε καίριο χτύπημα στην καρδιά από το Νέστορα και πέθανε αμέσως και έφερε την πιο μεγάλη στενοχώρια στα βασιλιά. Και ο Νέστωρ δόξαζε το Θεό, γιατί ο βάρβαρος σκοτώθηκε με τις προσευχές του αγίου Δημητρίου.

12. Ο Μαξιμιανός όμως τινάχτηκε με θυμό από την καθέδρα, και συμπεριφερόταν στυγνά στους αυλικούς του λέγοντας «μα τους θεούς, αν δεν έγινε κάποια μαγεία, ένας μικρόσωμος νεαρός δεν θα σκότωνε το Λυαίο, που έχει κάνει τόσα και τέτοια κατορθώματα».

13. Τότε ο τύραννος κάλεσε το Νέστορα και τον ρώτησε λέγοντάς του «απάντησέ μας, νεαρέ μου, με ποια μαγικά τεχνάσματα και ποιους συνεργάτες είχες και σκότωσες το Λυαίο;». Ο Νέστωρ λοιπόν πήρε το λόγο και είπε «ούτε με μαγεία, ούτε με μαγγανεία, όπως είπες, βασιλιά, σκοτώθηκε ο Λυαίος, αλλά ο ίδιος ο Θεός του Δημητρίου, ο Θεός των χριστιανών, έστειλε τον άγγελό του και σκότωσε το Λυαίο με το χέρι μου, γιατί ήταν μιαρός και εγωιστής». Τότε λοιπόν ο θεομάχος γέμισε με θυμό και οργή και διέταξε να οδηγήσουν το Νέστορα στο δυτικό μέρος της Θεσσαλονίκης, στη λεγάμενη Χρυσή πύλη, και να τον σκοτώσουν, γιατί ήταν χριστιανός, και έτσι λοιπόν ο άγιος αυτός νεανίας στεφανώθηκε με το στεφάνι του μαρτυρίου, στις εικοσιπέντε του Οκτωβρίου.

14. Αυτός ο ιερός μεγαλομάρτυρας του Χριστού Δημήτριος βλέπει στην καμάρα που τον φρουρούσαν να βγαίνει από τη γη ένας πελώριος σκορπιός έτοιμος να τον πλήξει με το κεντρί του, μνημονεύει εκείνον που έδωσε εξουσία να πατούμε πάνω σε φίδια και σκορπιούς, έφτυσε το σκορπιό, τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού και τον επέδειξε αμέσως νεκρό. Αμέσως τότε άγγελος Κυρίου πήρε ένα θεϊκό στεφάνι και στεφάνωσε την κάρα του μάρτυρα, η στέψη δεν έγινε ίσως για τη νέκρωση του σκορπιού, αλλά για τη σφαγή του αγίου στο όνομα του Χριστού, που θα γινόταν μετά από λίγο. Γι' αυτό και του έλεγε ο άγγελος «Ειρήνη σε σένα, αθλητή του Χριστού, να έχεις θάρρος και να φανείς γενναίος άντρας».

15. Τότε λοιπόν ορισμένοι άρχοντες συκοφάντες κατηγορούν το Δημήτριο στο βασιλιά ως αίτιο της σφαγής του Λυαίου. Όταν το άκουσε ο ίδιος, έλεγε πως δεν ήταν καλός οιωνός η συνάντησή του με τον άγιο στα στάδιο. Γι’ αυτό βράζοντας από το θυμό του εναντίον του μάρτυρα, διατάζει να τον σκοτώσουν με λόγχη, εκεί μέσα στις καμάρες, όπου τον φρουρούσαν, πράγμα που έκαναν αμέσως με πολλή γρηγοράδα οι δήμιοι χωρίς λύπηση στις εικοσιέξι Οκτωβρίου.

16. Και το μαρτύριο του αθλητή ήταν σύντομο και χαλαρό, ο ίδιος όμως επιθυμούσε να υποστεί το μαρτύριο όχι μόνο σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά για πολλές ημέρες και με περίπλοκα βάσανα για την αγάπη του στο Χριστό. Γι’ αυτό και ο καρδιογνώστης Θεός, επειδή δέχτηκε τη στιγμιαία σφαγή ως πολύχρονο μαρτύριο και τη συντομία της ως διαρκέστερο μαρτύριο, τον στεφάνωσε για την πρόθεσή του και τον εφόδιασε με πολλές θαυματουργικές ικανότητες και ιαματικά χαρίσματα, με αποτέλεσμα η ίδια η κιβωτός του αγίου λειψάνου να αναδίδει συνέχεια το μύρο, σαν πηγή του ζώντος ύδατος, ώστε πιο εύκολα να λιγοστεύει το νερό της πηγής, παρά να λιγοστέψει ποτέ εκείνη η πηγή του μύρου. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο γενναιόδωρος Θεός γνωρίζει να ανταποδίδει τη δόξα σ’ όσους τον δοξάζουν.

17. Και ο Λούπος, ο υπηρέτης του μάρτυρα βλέποντας τη σφαγή του αφέντη του αποκομίζει σημαντικό κέρδος. Αφού πήρε λοιπόν το οράριο του αγίου και το βασιλικό δαχτυλίδι από το χέρι του και τα έβαψε μέσα στο αίμα του αγίου, επιτελούσε με αυτά θεραπείες κάθε νοσήματος και απομάκρυνε τα πονηρά πνεύματα. Επειδή η φήμη των θαυμάτων εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, έφτασε μέχρι και στο βασιλιά, ο οποίος παθιασμένος από το θυμό διέταξε να σκοτώσουν και το Λούπο, τον οποίο σκότωσαν στο λεγόμενο δημαρχείο της πόλης της Θεσσαλονίκης.

18. Το καλλίνικο και πανάγιο λείψανο του αγίου Δημητρίου βρισκόταν περιφρονημένο από φόβο στο βασιλιά και τους διώχτες. Τη νύχτα όμως, το έκλεψαν ορισμένοι πιστοί άνθρωποι και το έκρυψαν στο χώμα, όσο μπορούσαν. Επειδή όμως δεν μπορεί να κρυφτεί μια πόλη, που βρίσκεται στην κορφή του βουνού, ούτε αυτό το άφησε να κρυφτεί η πηγή των θαυμάτων, αλλά έγινε ξακουστός σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία ο άγιος με τα θαύματά του δηλαδή, με τα οποία νικήθηκαν οι αυθάδειες της μανίας των ειδώλων και λαμπρύνονταν τα δόγματα της άμεμπτης πίστης των χριστιανών.

19. Τότε λοιπόν ένα ευσεβής και ένδοξος άντρας, που τον έλεγαν Λεόντιο, και έγινε ύπαρχος του Ιλλυρικού, πήγαινε στη χώρα των Θρακών και αρρώστησε από ανίατη ασθένεια· τον οδήγησαν οι δικοί του στην πόλη της Θεσσαλονίκης μ’ ένα φορείο και τον ξάπλωσαν πάνω στο ιαματικό μνήμα του μάρτυρα και αμέσως έγινε εντελώς καλά, με αποτέλεσμα και ο ίδιος ο ύπαρχος και όλοι οι γύρω του να θαυμάζουν την ταχύτατη βοήθεια του μάρτυρα, να δοξάζουν το Θεό και να εγκωμιάζουν το μάρτυρά του Δημήτριο.

20. Αυτός λοιπόν κατέστρεψε τις καμάρες των καμινιών και τα κτίσματα των θερμών λουτρών και καθάρισε εντελώς τον τόπο από όλα τα ξύλα και τα σκουπίδια, ανήγειρε πανέμορφο και πάνσεπτο ναό προς τιμήν του μάρτυρα ανάμεσα στο δημόσιο λουτρό και στο στάδιο, που αναφέραμε προηγουμένως, τον οποίο κόσμησε με δαπάνη πολλών χρημάτων και τον έκανε πολύ λαμπρό. Αυτός μέχρι και σήμερα καμαρώνει σαν επίγειος ουρανός, γιατί τον έχει κάνει ένδοξο η πηγή των θαυμάτων, αυτός φέρει πάντα τη θεόβρυτη λάρνακα του μύρου ως ανεξάντλητη πηγή, αυτός υπάρχει παυσίπονο φάρμακο, που θεραπεύει τα διάφορα νοσήματα, αυτός έχοντας ως ασυναγώνιστο οικοδεσπότη τον ξακουστό Δημήτριο δεν θα φοβηθεί τις επιδρομές των βαρβάρων εχθρών, αυτός πολλές φορές είναι η λύτρωση των αιχμαλώτων, με αποτέλεσμα πολλές φορές να βρίσκονται αιχμάλωτοι σ’ εκείνον τον ιερό ναό μαζί με τις αλυσίδες τους και από τη Συρία και από άλλες βαρβαρικές χώρες και να λένε ότι τους αρπάζει ο άγιος Δημήτριος και τους διασώζει φέρνοντάς τους μετέωρους μέχρι το ναό του.

21. Και όχι μόνο αυτών αλλά και των πιστών βασιλιάδων είναι σύμμαχος αυτός ο ιερός οπλίτης, στον οποίο και εγώ γεμάτος χαρά θα απευθύνω λίγους χαιρετισμούς και θα τελειώσω το λόγο μου.

22. Χαίρε, ασυναγώνιστε στρατιώτη του Χριστού τρισευτυχισμένε Δημήτριε, γιατί σύμφωνα με τον Παύλο, αγωνίστηκες τον ωραίο αγώνα, έχεις τρέξει το δρόμο μέχρι το τέρμα, έχεις διαφυλάξει την πίστη και στεφανώθηκες επάξια από το Θεό με το στέφανο της δικαιοσύνης.

Χαίρε μάρτυρα Δημήτριε, γιατί αν και έχεις δεχτεί και συ στο σώμα σου τις πληγές που δέχτηκε ο Χριστός, ανέβηκες στον ίδιον με χαρά και αγαλλίαση.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί έγινες πράγματι μιμητής του Χριστού. Εκείνος βέβαια για χάρη όλων μας δέχτηκε τη λόγχη από τον ασεβή στρατιώτη στην αμόλυντη πλευρά του και συ ως ευσεβής στρατιώτης του για χάρη της αγάπης του δέχτηκες τη λόγχη στη φυλακή από ασεβείς στρατιώτες.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί έχεις πλουτίσει με την αγγελική χάρη και αποδεικνύεσαι επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος γεμάτος δόξα.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί είσαι μυημένος στη χάρη και ελευθερωτής των αιχμαλώτων και πολύ γρήγορος γιατρός των διάφορων ασθενειών.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, μαζί με το Γεώργιο και το Θεόδωρο, τους συναθλητές και συμμέτοχούς σου, το τρισευτυχισμένο όπλο των ευσεβών βασιλιάδων μας, το ξίφος τους με τις τρείς αιχμές εναντίον των άθεων βαρβάρων, το τριπλό τείχος της βασιλικής αυλής, το τρίσπαθο κάρφωμα στην καρδιά των σκληρών εχθρών, το τριστόλιστο στέμμα των βασιλιάδων μας, το τριπλό φως της οδοιπορίας τους μέρα και νύχτα, το τριπλό όπλο του εκφοβισμού τους και το πολύ αγαπητό και ισάριθμο της Τριάδος.

Χαίρε, γιατί έχεις αξιωθεί την ακατάπαυτη χαρά και είσαι συνοδός των πιστών βασιλιάδων. Και εγώ το γνωρίζω ότι νικιέται η παράταξή μας σε περίοδο πολέμου. Αλλά δεν ρίχνουμε την ευθύνη για την ήττα στην αδράνεια αυτών των στρατηγών, αλλά οι καρποί των κακών πράξεων κάνουν πιο ισχυρούς τους εχθρούς μας εναντίον μας. Πώς λοιπόν, αναφέρει ο προφήτης, ένας θα καταδιώξει χίλιους και δύο θα μετακινήσουν μυριάδες και τα ακόλουθα.

23. Και ο άγιος εκείνος άνθρωπος, ο Λεόντιος, όταν ολοκλήρωσε τον πανσεβάσμιο ναό του μάρτυρα και επρόκειτο να φύγει στο Ιλλυρικό, σκεπτόταν να πάρει μαζί του κάποιο λείψανο, για να ανεγείρει και εκεί ναό στο όνομα του αγίου. Ο άγιος όμως τη νύχτα παρουσιάστηκε σ’ αυτόν και του έκοψε την ορμή. Τότε λοιπόν ο άνθρωπος πήρε τη χλαμύδα του αγίου και ένα μέρος από το οράριο, που ήταν βαμμένα κατακόκκινα στο αίμα του αγίου, κατασκεύασε αργυρή λειψανοθήκη, τα απέθεσε μέσα σ’ αυτήν και συνέχισε το δρόμο του.

24. Όταν έφτασε σ’ έναν ποταμό, που τον λένε Δούναβι, επειδή δεν μπορούσε να περάσει από το θυελλώδη καιρό και το φούσκωμα του ορμητικού ρεύματος, καθόταν και περίμενε να λιγοστέψει ο ποταμός, αυτός όμως πιο πολύ φούσκωνε, αντί να λιγοστεύει. Και ο άγιος Δημήτριος παρουσιάστηκε νύχτα σ’ αυτόν και του είπε: «Διώξε από μέσα σου κάθε δειλία και απιστία, ανέβα πάνω στο πλοιάριό σου, πάρε στα χέρια σου τη σορό που φέρνεις μαζί σου και πέρνα άφοβα τον ποταμό μαζί με τη συνοδεία σου». Και ο άνθρωπος έκανε αυτό το πράγμα, πέρασε αβλαβής τον ποταμό και έτσι διασώθηκε και απέθεσε την αγία λειψανοθήκη με τα αγιάσματά της, εκεί όπου έχτισε και άλλον ναό προς τιμήν του μάρτυρα αγίου Δημητρίου, δίπλα στο σεβάσμιο ναό της καλλίνικου μάρτυρας Αναστασίας, απ’ όπου ξεχύθηκαν πολλοί ποταμοί θαυμάτων. Από αυτούς, Χριστέ βασιλιά μου, αφού μας ποτίσεις, ως ποταμός της ειρήνης, γέμισέ μας, φώτισε, καθάρισε, θεράπευσε τις ψυχές μας μαζί και τα σώματά μας με τις προσευχές του υπηρέτη Σου και μάρτυρα Δημητρίου και της άχραντης Θεοτόκου, για να δοξαστεί και από εδώ το πανάγιο όνομά Σου, γιατί Σου πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα Σου και το άγιο Σου πνεύμα πάντοτε, και τώρα και για πάντα και στους αιώνες αμήν.

------------------------------------------------------
πηγή: Άγιος Δημήτριος, Εγκωμιαστικοί λόγοι επιφανών Βυζαντινών λογίων, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, 2004.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: