Η εορτή της Αναλήψεως είναι το επισφράγισμα του λυτρωτικού έργου του Χριστού και το θριαμβευτικό επιστέγασμα των όσων έπραξε ο Κύριος υπέρ των ανθρώπων. Όπως λέει το Κοντάκιο της εορτής: «Τήν ὑπέρ ὑμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς ἐπουρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν καί οὐδείς καθ᾿ ὑμῶν». Ο Χριστός δηλαδή, που είναι ο Θεός μας, ανελήφθη εν δόξη, όταν συμφώνως προς το θείο σχέδιο συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε τα όσα για μας έπραξε. Αυτά ένωσαν την γη με τον ουρανό, τους ανθρώπους με τον Θεό. Η Ανάληψη δεν σήμαινε βεβαίως και χωρισμό του Κυρίου από τους αγαπημένους Του Μαθητάς. Με αυτούς ο Διδάσκαλος παρέμεινε ενωμένος συμφώνα προς την υπόσχεσή Του: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν». Το έργο του Κυρίου μετά την Ανάληψή Του στους ουρανούς συνέχισε και συνεχίζει η Εκκλησία. Αυτή, με την δύναμιν που της έδωσε ο Ιδρυτής της, διδάσκει, θαυματουργεί, αγιάζει και σώζει τους πιστούς. Οι πιστοί είναι δια της Εκκλησίας και εις την Εκκλησία ενωμένοι με τον Αρχηγό της και ιδρυτή της Ιησού Χριστό. Για την Εκκλησία Του μίλησε ο Κύριος στους Αποστόλους, όταν εμφανιζόταν μπροστά τους επί σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή Του. Υποσχέθηκε σε αυτούς την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, παρήγγειλε να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλη την κτίση, να διαλαλήσουν την Ανάστασή Του και να καλέσουν τους ανθρώπους να μετανοήσουν για τα αμαρτωλά τους έργα. Εκείνοι που θα πιστέψουν, θα γίνουν με το Άγιο Βάπτισμα μέλη της Εκκλησίας. «Καί ταῦτα εἰπών βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη (=ὑψώθη πρός τά ἐπάνω), καί νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτόν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καί ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τόν οὐρανόν πορευομένου αὐτοῦ, καί ἰδού ἄνδρες δύο (δηλαδή ἄγγελοι) παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῇτι λευκῇ, οἵ καί εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται (=θά ἔλθῃ κατά τόν ἴδιο τρόπον), ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ ἀπό ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος». Η Εκκλησία, για την οποία μίλησε ο Κύριος πριν από την Ανάληψή Του, αφ ενός η σκηνή της Αναλήψεως αφ ετέρου είναι τα δύο θέματα, που παρουσιάζει η εικόνα της Αναλήψεως. Επειδή στην Αγία Γραφή διατίθενται περισσότεροι στίχοι για όσα ο Κύριος είπε περί της Εκκλησίας και λιγότερο γι’ αυτό το γεγονός της Αναλήψεως, ο βυζαντινός αγιογράφος, στηριζόμενος εις την βιβλική διήγηση, διαθέτει και ανάλογο χώρο εις την περί ης ο λόγος εικόνα. Το κύριον μέρος της εικόνος καταλαμβάνουν οι Απόστολοι με την Παναγία (τα μέλη δηλαδή της Εκκλησίας του Χριστού) και μόλις ένα μικρό τμήμα εις το άνω μέρος της εικόνος καταλαμβάνει ο Αναληφθείς Κύριος. Επειδή η Ανάληψη κατά το αγιογραφικό κείμενο έγινε εις το όρος των Ελαιών (ευρίσκεται ανατολικώς της Ιερουσαλήμ και ήταν κατάφυτον από ελαίας κατά τους αρχαίους χρόνους), το τοπίο της εικόνος είναι ορεινόν με ελαιόδενδρα ανάμεσα εις τους βράχους. Αφού είδαμε τις πληροφορίας, τις οποίας μας δίδει η Αγία Γραφή για την Ανάληψιν του Κυρίου και πως εις γενικάς γραμμάς μεταφέρει αυτάς δια να τας παρουσιάση εις την σχετικήν εικόνα ο ορθόδοξος αγιογράφος, ερχόμεθα τώρα να ίδωμεν λεπτομερέστερον τα δύο τμήματα της εικόνος. Περιγραφή της εικόνος: α) Ο Αναληφθείς Κύριος. Εις την εικόνα της Αναλήψεως ο Κύριος εικονίζεται μέσα εις «δόξαν», άλλοτε στρογγύλην, και άλλοτε ελλειψοειδή, καθήμενος επί ουρανίου τόξου (εις άλλας εικόνας επί θρόνου). Με την δεξιάν Του χείρα ευλογεί και με την αριστεράν κρατεί ειλητάριον, το οποίον γράφει: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Τό εἰλητάριον εἶναι τό σύμβολον τοῦ διδασκάλου. Τήν «δόξαν», ἐντός τῆς ὁποίας εὑρίσκεται ὁ Κύριος, ὑποβαστάζουν δύο ἄγγελοι. Συμβολίζουν καί ἐκφράζουν τήν θείαν μεγαλειότητα καί ἐξουσίαν. (Ὁ Κύριος ὡς παντοδύναμος δέν εἶχεν ἀνάγκην τῶν ἀγγέλων διά νά ἀναληφθῇ εἰς τούς οὐρανούς). Εἰς μερικάς εἰκόνας τῆς Ἀναλήψεως οἱ ἄγγελοι δέν ὑποβαστάζουν τήν «δόξαν», ἀλλά ἐνατενίζουν τόν Κύριον εἰς στάσιν προσευχῆς. Ὅπως λέγουν τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ἀποροῦν καί θαυμάζουν, διότι ὁ Χριστός ἀνελήφθη ὄχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος, δηλαδή μέ τό ἄφθαρτον καί δοξασμένον σῶμά Του. Ἄλλοτε οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται σαλπίζοντες συμφώνως πρός τόν ψαλμικόν στίχον «ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46, 6). Ὁ στίχος αὐτός ἀναφέρεται αὐτούσιος εἰς τήν ὑμνολογίαν τῆς Ἀναλήψεως, διότι «ἡ εἰς οὐρανούς ἄνοδος διά τούτων (τῶν λέξεων) τοῦ Κυρίου σημαίνεται» (Μέγας Ἀθανάσιος). Οι Απόστολοι. Οι Απόστολοι είναι χωρισμένοι εις δύο ομίλους έχοντες εις το μέσον την Παναγίαν. Όπισθεν της Παναγίας ευρίσκονται δύο λευκοφορούντες άγγελοι, οι οποίοι δείχνουν τον Αναληφθέντα Κύριον. Ως αγγελιαφόροι του Θεού διαβεβαιώνουν και παρηγορούν τους παρισταμένους δια την επάνοδον του Κυρίου κατά την δευτέραν παρουσίαν. Εις το κείμενον της Αγίας Γραφής το αναφερόμενον εις την Ανάληψιν δεν αναφέρεται ότι παρευρέθη η Θεοτόκος κατά την εις ουρανούς άνοδον του Υιού Της. Περί αυτού μας πληροφορεί η Ιερά Παράδοσις, όπως την βλέπομεν άλλωστε και εις τα τροπάρια της εορτής. Αξία προσοχής είναι η θέσις και η στάσις της Θεοτόκου εις την εικόνα. Ευρίσκεται ακριβώς κάτωθεν του Υιού Της και είναι έτσι ο άξων της όλης συνθέσεως. Η στάσις Της είναι στάσις προσευχής. Οι Απόστολοι με τας προς τον Κύριον εστραμμένας κεφαλάς των και τας χειρονομίας των έρχονται εις αντίθεσιν προς την ατάραχον και ήρεμον μορφήν της Παναγίας. Εις την εικόνα μας το υποπόδιον, επί του οποίου πατεί η Θεοτόκος τονίζει ακόμη περισσότερον την ξεχωριστήν θέσιν Της μεταξύ των εικονιζομένων Αποστόλων. Ο αγιογράφος της εικόνας της Αναλήψεως ηθέλησε με τους Αποστόλους, που περιστοιχίζουν την Παναγίαν, να παρουσιάση την Εκκλησίαν, εις την οποίαν ο Κύριος θα έστελνε κατά την Πεντηκοστήν το Άγιον Πνεύμα δια να την ζωοποιήση. Περί της αποστολής του Αγίου Πνεύματος εις τους Μαθητάς και της επιδημίας του εις τον κόσμον ομιλούν και τα τροπάρια της εορτής της Αναλήψεως, συνδέοντα έτσι τα δύο κοσμοϊστορικά και κοσμοσωτήρια γεγονότα.
Το πρόσωπον δεξιά της Θεοτόκου, το οποίον βλέπει εις τον ουρανόν με την χείρα εμπρός εις τους οφθαλμούς του, είναι ο Απόστολος Παύλος. Κατά την Ανάληψιν ο Παύλος δεν είχεν θέσιν μεταξύ των Αποστόλων, διότι η μεταστροφή του έγινεν αργότερον. Η θέσις του εις την εικόνα είναι συμβολική. Θα γίνη και αυτός μέλος της Εκκλησίας και μάλιστα μέλος εκλεκτόν. Ο ορθόδοξος αγιογράφος αποσπά τον Παύλον από την εποχήν του και τον συγκαταριθμεί μεταξύ των Αποστόλων. Έτσι και η θέσις του Ιούδα ανεπληρώθη και η παράστασις της Εκκλησίας έγινε δυναμική, εκφραστική και συμβολική. Αι υψωμέναι εις προσευχήν χείρες της Παναγίας υπενθυμίζουν τον ρόλον Της πλησίον του Υιού Της. Ημείς, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας, «ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοί πρός Θεόν… ἀεί μεσιτείαν». Παρακαλοῦμεν τόν Χριστόν νά μᾶς σώσῃ καί ἐλεήσῃ «ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας». Ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σχέσεως Θεοτόκου καί Ἐκκλησίας εἶναι τό ἀλύγιστον τῆς στάσεως τῆς Παναγίας, πού βλέπομεν εἰς μερικάς εἰκόνας. Μέ τήν ἀκινησίαν Της αὐτήν φαίνεται νά ἐκφράζῃ τά ἀμετακίνητα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τό ἄλλο μέρος οἱ Ἀπόστολοι μέ τάς διαφόρους χειρονομίας των συμβολίζουν τάς διαφόρους γλώσσας καί τά ποικίλα μέσα, μέ τά ὁποῖα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπείρεται εἰς τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. Κλείομεν τήν ἀνάλυσιν τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναλήψεως μέ τούς λόγους τοῦ Ἁγίου πάπα Λέοντος Α´ (440-461): «Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἰδική μας ἀνύψωσις καί ὅπου ἡ δόξα τῆς Κεφαλῆς προεπορεύθη, ἐκεῖ καλεῖται καί ἡ τοῦ Σώματος ἐλπίς», τά μέλη δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Copyright © 2010 ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΥΤΙΡΙΝΗΣ. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου