«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός


Ματθαίου κε' 31-46.

ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;



«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»
(Ματθ. κε' 40).

1. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έρχεται να μας υπενθυμίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την περασμένη Κυριακή μίλησε το ιερό Ευαγγέλιο για την αγαθότητα του Θεού- Πατέρα, που περιμένει το πλάσμα του να επιστρέψει. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμει να ξεχάσουμε και την δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δεν είναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Είναι και δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος. Θα κρίνει τον Κόσμο, μας λέγει το Ευαγγέλιο, και μάλιστα όχι αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τα έργα μας. Μας φέρνει, λοιπόν, η σημερινή περικοπή ενώπιον του γεγονότος της κρίσεως. Και λέμε «γεγονότος», γιατί η παγκόσμια κρίση αποτελεί για την πίστη μας εσχατολογική βεβαιότητα και πραγματικότητα, που ομολογείται σ' αυτό το Σύμβολο μας ως εκκλησιαστική πίστη: «Και πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς...».

Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα να συνειδητοποιήσουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ότι Κριτής μας θα είναι ο Ι. Χριστός, ως Θεός. Σωτήρ ο Χριστός αλλά και Κριτής. Αν την πρώτη φορά ήλθε ταπεινός στη γη, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θα έλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ίνα κρίνη τον κόσμον. Αυτός που έγινε για μας «κατάρα» πάνω στον Σταυρό, έχει κάθε δικαίωμα να μας κρίνει, αν αφήσαμε να μείνει μέσα μας και στην κοινωνία μας ανενέργητη η θυσία Του. Δεύτερον θα κρίνει όχι μόνο τούς Χριστιανούς, ούτε μόνο τούς εθνικούς, όπως πίστευαν οι Εβραίοι για την κρίση του Θεού. Θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους, χριστιανούς και μη, πιστούς και απίστους. Τρίτον βάση της κρίσεως, το κριτήριο, θα είναι η αγάπη. Η στάση μας δηλαδή απέναντι στους συνανθρώπους μας. Καθολική - παγκόσμια η κρίση, καθολικό - παγκόσμιο και το κριτήριο. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς, στον όποιο συναντώνται όλοι, χριστιανοί και μη. Και όσοι εγνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι' αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στο νόμο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύμνια, η αρρώστια, η φυλακή βοούν, δεν μπορούν να μείνουν κρυφά, για να έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί κάποιος πώς δεν τα πρόσεξε... Δεν μπορεί να τ' αγνοήσει κανείς, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως «αχρειώσει», εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.

2. Το συγκλονιστικό μεγαλείο και την φρικτότητα της ώρας της Κρίσεως ζωγραφίζουν με υπέροχα χρώματα οι ύμνοι της ημέρας. «Ὦ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐλέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύονται»! Είναι φρικτή και η απλή σκέψη της ώρας της κρίσεως, γιατί όχι μόνο υπενθυμίζει την ανετοιμότητά μας να εμφανισθούμε μπροστά στο βήμα του φοβερού Κριτού, αλλά και διότι αποκαλύπτει την τραγικότητα της ζωής μας, την οποία δαπανάμε μέσα σε έργα ματαιότητος, που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητος. Δεν δικαιούμεθα ενώπιον του κριτού μας για όσα ο κόσμος θεωρεί μεγάλα και σπουδαία: γνώσεις, θέσεις, τίτλους, αξιώματα, πλούτο, δόξα. Αυτά όλα είναι δυνατό μάλιστα να οδηγήσουν στην καταδίκη μας.

Κρινόμεθα βάσει της έμπρακτης εφαρμογής της αγάπης μας. Όχι ως άτομα δηλαδή, αλλά ως μέλη της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο θεός δεν έπλασε άτομα, αυτόνομα και ανεξάρτητα. Μάς έπλασε, για να γίνουμε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτερες αρετές, αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρυσμα ενώπιον του Μεγάλου Κριτού. Γιατί δεν βρήκαν την πραγμάτωση τους μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Δεν καταξιώθηκαν σε διακονίες. Έτσι λ.χ. η γνώση είναι θεία ευλογία, όταν όμως θηρεύεται για χάρη του συνανθρώπου, για την διακονία του πλησίον. Το ίδιο και η εγκράτεια και η ευλάβεια, και η νηστεία και σύνολη η άσκησή μας. Αν όλα αυτά γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως διακονία των αδελφών, των πλησίον, μας ελέγχει η φωνή του Θεού: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Αγάπη θέλω και όχι την θρησκευτικότητα, που αποβλέπει στην αυτοέξαρση και την αυτοπροβολή. Πού βλέπει τον τύπο ως πεμπτουσία της ευσέβειας.

3. Ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμη και τις συνειδήσεις. Στο χώρο όμως της πίστεως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέση στην βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα εκκλησιαστική, αν δεν συνοδεύεται δηλαδή από τα έργα της αγάπης. Ο στίβος του χριστιανού είναι και η κοινωνία και όχι μόνο το «ταμιείον». Εις το ταμιείον του καταφεύγει ο Χριστιανός για τον πνευματικό του ανεφοδιασμό. Ποτέ όμως δεν εξαντλείται η πολιτεία του στο στενό χώρο της ατομικότητας του. Αν η πνευματικότητα μας είναι ορθή, θα οδηγεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Ας το ακούσουμε μια για πάντα: Το επιχείρημα των γλυκανάλατων χριστιανών της ανευθυνότητος και του «λάθε βιώσας» δεν έχει καμμιά δύναμη: «Κύτταξε την ψυχή σου» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από δειλία και υποχώρηση, αν δεν συνοδεύεται και από το στίβο: «Πάλευσε για να φτιάξεις τη χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά είμασθε κατά λάθος ανάμεσα σε χριστιανούς. Η θέση μας είναι κάπου στην Άπω Ανατολή, στη νέκρωση του νιρβάνα.

4. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να προλάβω στο σημείο αυτό μια απορία. Αν κρινόμασθε βάσει της έμπρακτης αγάπης μας, τότε που πηγαίνει η πίστη; Ποια σημασία έχει ο υπέρ της πίστεως και της καθαρότητος του δόγματος αγώνας; Αν δεν έχει διαστάσεις αιώνιες, τότε γιατί να γίνεται;

Κατά την ώρα της κρίσεως η πίστη, και ως αφοσίωση και ως διδασκαλία, δεν αποκλείεται, όπως πι­στεύουν εν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας είναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μας σώζει η μας κατακρίνει η συμπεριφορά και στάση μας απέναντι του. Γιατί μας διευκρινίζει ότι στο πρόσωπο Του αναφέρεται κάθε πράξη μας προς τον συνάνθρωπό μας, καλή ή κακή. Ηθικά αδιάφορες πράξεις δεν υπάρχουν. Αν τονίζει σαν κριτήριο την αγάπη, δεν σημαίνει πώς θέλει ν' αποκλείσει την πίστη. Θέλει να προλάβει ακριβώς την καταδίκη της πίστεως εκ μέρους μας σ' ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών χωρίς ανταπόκριση και εφαρμογή στη ζωή μας. Όπως ο κεκηρυγμένος άθεος και ο συνειδητός αρνητής της πίστεως μεταφράζει την αθεΐα και απιστία του σε αντίθεα έργα, έτσι και ο πιστός πρέπει να κάμει την πίστη του κινητήρια δύναμη της ζωής του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της α­γάπης, είναι νεκρά. Δεν αποκλείει, λοιπόν, την πίστη, αφού αυτή είναι η προϋπόθεση του ορθού βίου και της σωτηρίας. Αλλά και κάτι περισσότερο. Όχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εις τον Χριστό) δεν σώζεται, αλλά και ο μη ορθώς πιστεύσας. Ο Θεός δεν είναι μόνο αγάπη, είναι και αλήθεια (Ιωαν. ιδ' 6· Α' Ιωαν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) και μάλιστα Αυτοαλήθεια. Όποιος προδίδει την αλήθεια προδίδει και την αγάπη. Η αγάπη του Χριστού «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεί δηλαδή και συνευδοκιμεί με την αλήθεια, δεν υπάρχει χωρίς αυ­τήν. Να λοιπόν πώς καταξιώνεται ο αγώνας για την καθαρότητα του δόγματος. Γιατί είναι αγώνας για την αγάπη, είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική διακονία. Είναι αγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χάριν του Λαού του Θεού, για να μείνει ανεπηρέαστος από την πλάνη, που είναι πραγματική αυτοκτονία.

Αδελφοί μου!

Όταν ο Χριστός μας ανέφερε την παραβολή της Κρίσεως, οι λόγοι του μπορούσαν να νοηθούν όχι μόνο σε συνάρτηση προς τούς συγχρόνους του, αλλά και προς όσους έζησαν πριν απ' Αυτόν. Όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό, μπορούν να έχουν λόγους να κριθούν μόνον για την αγάπη τους, μολονότι αγάπη χωρίς πίστη στον Θεό δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει. Όποιος ειλικρινά ασκεί την αγάπη «δέχεται» τον Θεό, έστω και αν τον αγνοεί. Ο άπιστος δεν δύναται να έχει παρά μόνο φαινομενικά αγάπη. Και μόνο εκεί, που υπάρχει βάπτισμα και «άγιο Πνεύμα», είναι δυνατό να υπάρξει «τελεία αγάπη», αγάπη χριστιανική.

Το ζήτημα όμως πρέπει, νομίζω, να τεθεί κατ' άλλο τρόπο. Όταν εμείς σήμερα ακούμε την παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά την σάρκωση του Υιού του Θεού, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε από την αγάπη μας την (ορθή) πίστη; Το Ευαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ίωαν. γ' 18). Μετά την ένσαρκη δηλαδή οικονομία η κρίση εί­ναι συνέπεια της στάσης κάθε ανθρώπου έναντι του Χρίστου. Κριτήριο μένει η αγάπη. Αγάπη όμως που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη. Γιατί αυτή είναι η μόνη αληθινή. Αυτή μονάχα δικαιώνει και σώζει...

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΈΡΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ
«Κηρύγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα»
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη


http://www.impantokratoros.gr

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Κυριακή του Ασώτου

«Ο Θεός είναι πολύ κοντά μας, αλλά και πολύ ψηλά. Για να "κάμψει" κανείς τον Θεό ώστε να κατεβεί να μείνει μαζί του, πρέπει να ταπεινωθεί και να μετανοήσει. Τότε ο πολυεύσπλαχνος Θεός, βλέπει την ταπείνωση του, τον υψώνει ως τους ουρανούς και τον αγαπάει πολύ. "Χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι", λέει το Ευαγγέλιο.
Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο το νου, για να αναλογίζεται το σφάλμα του, να μετανοεί να ζητάει συγχώρηση. Ο αμετανόητος άνθρωπος είναι σκληρό πράγμα . Είναι πολύ ανόητος , επειδή δεν θέλει να μετανοήσει, για να απαλλαγεί από την μικρή κόλαση που ζει, η οποία τον οδηγεί στην χειρότερη την αιώνια . Έτσι στερείται και τις επίγειες παραδεισένιες χαρές, οι οποίες συνεχίζουν στον Παράδεισο, κοντά στο Θεό, με τις πολύ μεγάλες χαρές, τις αιώνιες .
Όσο ο άνθρωπος βρίσκεται μακριά από τον Θεό, είναι εκτός εαυτού. Βλέπεις στο Ευαγγέλιο γράφει ότι ο άσωτος υιός "εις εαυτόν ελθών είπε. Πορεύομαι προς τον πατέρα μου". Δηλαδή, όταν συνήλθε, όταν μετάνιωσε, τότε είπε: "Θα επιστρέψω στον πατέρα μου". Όσο ζούσε στην αμαρτία, ήταν εκτός εαυτού, δεν ήταν στα λογικά του, γιατί η αμαρτία είναι έξω από τη λογική».
Τα λόγια αυτά , αγαπητοί Χριστιανοί, ανήκουν στον πασίγνωστο όσιο γέροντα και κατά πολλούς άγιο της εποχής μας, τον μακαριστό, γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη. Αναφέρονται στην - Μετάνοια - , όπου με τρανταχτό παράδειγμα τον "Άσωτο" της παραβολής, ο γέροντας, μας διδάσκει ότι η αγαπητική προσφορά του Θεού εκδηλώνεται στον άνθρωπο, μόνον όταν εμείς ανταποκριθούμε σ' αυτήν και την επιζητήσουμε εν ταπεινώσει και εν μετανοία. Όποιος απομακρύνεται από αυτήν, κλεισμένος στον εγωκεντρισμό του, είναι εκτός εαυτού. Είναι παρανοϊκός, γιατί " η αποδημία εις χώραν μακράν" η αμαρτία, είναι έξω από τη λογική .
Ευρισκόμενοι, αγαπητοί Χριστιανοί, στην ευλογημένη περίοδο του Τριωδίου, στην περίοδο όπου μας δίνεται η εύκαιρα για πιο έντονη και πιο συχνή επικοινωνία με το Θεό, για πνευματική ανανέωση και επαναπροσδιορισμό της ζωής, μιλάμε και πάλι για τη "Μετάνοια".
Τονίζουμε και πάλι ότι "Μετανοώ", σημαίνει αλλάζω μυαλά .Αλλάζω τρόπο σκέψης και τρόπο ζωής. Εξετάζω τον εαυτό μου, αναγνωρίζω τα σφάλματα μου, διαπιστώνω τις ελλείψεις μου, βλέπω τον κατήφορο και το αδιέξοδο, όπου με οδηγεί η ανταρσία έναντι του Θεού και η απόρριψη Του, κατανοώ τις βλαπτικές συνέπειες της αμαρτίας και νοιώθω την ανάγκη της αλλαγής, την ανάγκη της θεραπείας. Μετανοώ σημαίνει, αλλάζω πορεία. Απομακρύνομαι από τα ύποπτα και πανάθλια μονοπάτια της αμαρτίας, αποκηρύσσω το παρελθόν και προσπαθώ να ζήσω ως νέος άνθρωπος.
Η σημερινή, η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή του Ασώτου, κατά την οποία ακούγεται η πασίγνωστη παραβολή του αποστάτη νέου, που προσπάθησε εγωιστικά να ανεξαρτοποιηθεί και να αποτινάξει από πάνω του την πατρική φροντίδα, μας καταγράφει παραστατικά και με τον πλέον πρακτικό τρόπο τη διαδρομή της Μετανοίας. Εδώ βλέπουμε την αφροσύνη του ανθρώπου που φεύγει "εις χώραν μακράν" όπου ανοήτως κατασπαταλά τις θείες δωρεές και καταρρακώνει τη ψυχή του. Βλέπουμε την αυτοεξορία και την απομάκρυνση από την "πατρική δόξα", το ψάξιμο της ευτυχίας "σε χώρα μακρινή". Βλέπουμε την αμαρτία στο ξεκίνημα της .
Όμως δεν σταματάμε εδώ. Δεν μένουμε στην ανταρσία και στην απεμπόληση των Θείων δωρεών. Ο ίδιος επαναστάτης άνθρωπος, βλέποντας τα συντρίμμια μέσα στη ψυχή του, "έρχεται εις εαυτόν". Θυμάται τον πατέρα, το πατρικό σπίτι, τη χαμένη χαρά της ζωής. Παίρνει τη σοβαρή απόφαση για την επιστροφή. Επιστρέφει και ο πατέρας τον δέχεται και τον συγχωρεί. Τον ξαναβάζει δίπλα του. Είναι η κατάληξη, το αποτέλεσμα της μετανοίας .
Τι γίνεται όμως , αγαπητοί Χριστιανοί, στην ψυχή του ανθρώπου από τη στιγμή που ο αποστάτης, ο αποσκιρτήσας άνθρωπος, ο άνθρωπος της αμαρτίας διαπιστώσει την οικτρή κατάσταση στην οποία περιήλθε, απομακρυσμένος από τον Πατέρα, αποκομμένος από τις Θείες δωρεές; Τι γίνεται μέσα του μόλις "έλθει στα συγκαλά του", ανοίξουν τα μάτια του και διαπιστώσει τη μαυρίλα, τον εξολοθρεμό, την απογοήτευση που απεκόμισε;
Το ξεκίνημα γίνεται μ' ένα φως, που χύνεται μέσα στη ψυχή. Είναι το φως της χάριτος του Θεού, είναι η λάμψη της πατρικής αγάπης, που ποτέ δεν μας αποστρέφεται, ποτέ δεν μας ξεγράφει. Πάντοτε μας γυροφέρνει ζητώντας την κατάλληλη ευκαιρία για να μας επισκεφθεί. Και τότε, μόλις αφήσουμε έστω και μια ελάχιστη χαραμάδα ανοιχτή, εισέρχεται μέσα μας, το ουράνιο φως, για ν' αρχίσει η αναγέννηση. Τότε μόλις συνέλθουμε απ' τι μεθύσι της αμαρτίας, μόλις διαλυθεί το σκοτάδι, μόλις αποκτήσουμε επίγνωση της κατάστασης μας, τότε αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, ξαναβρίσκουμε την προσωπικότητα μας, ερχόμαστε "εις εαυτόν".
"Μόνο αν το καταλάβουμε, μας λέει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, θα μπορέσουμε να αρχίσουμε την επιστροφή στην αυθεντική ζωή. Ο άνθρωπος που ποτέ δεν αισθάνθηκε αυτή την απόσταση, που ποτέ δεν έχει νοιώσει ότι βρίσκεται σε μια πνευματική έρημο, απομονωμένος, εξόριστος, δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει το νόημα του Χριστιανισμού".
"Πρέπει λοιπόν να αναγνωρίσω ότι έχω συντρίψει, προδώσει και χάσει την πνευματική μου ομορφιά ,πως βρίσκομαι μακριά από το πατρικό μου σπίτι ,απ' την αληθινή ζωή ...; ...; ...; Πως κάτι στο ίδιο υλικό της ζωής μου, κάτι πολύτιμο, καθαρό και όμορφο έχει καταστραφεί, διαλυθεί .Μετάνοια είναι ακριβώς αυτή η αναγνώριση. Και γι' αυτό περιλαμβάνει κατ' ανάγκη, την βαθιά επιθυμία επιστροφής, και επανεύρεση του χαμένου σπιτιού".
Αμαρτίας επίγνωση λοιπόν, αυτογνωσία, είναι το πρώτο στάδιο της μετανοίας . "Προηγείται της μετανοίας, μας λέει ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, η επίγνωση των οικείων πταισμάτων, η οποία είναι η βασική αιτία για να ελκύσουμε το Θείο έλεος. Γι' αυτό και ο προφήτης Δαβίδ λέγει προς τον Θεό: "Ελέησον με ...;ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω ...;".
Το δεύτερο στάδιο είναι η οριστική απόφαση για την επιστροφή. "Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου" και φυσικά η πραγματοποίηση της .
Αφού καταλάβουμε την κατάσταση μας, αφού δούμε ότι σαν τον "Άσωτο" ότι "λιμώ απόλλυμαι", έρχεται η απόφαση της επιστροφής στον πατρικό οίκο. Ακολουθεί η απόφαση της αλλαγής. Ο νους ξεσκοτίζεται κι αρχίζει να δουλεύει σωστά η λογική. Ηρωικές αποφάσεις. Χρειάζεται ηρωισμός, απαιτείται δύναμη για να γυρίσεις πίσω ταπεινωμένος και να παραδεχτείς τα λάθη σου. Στο δρόμος του γυρισμού τα εμπόδια είναι πολλά. Οι εγωισμοί μας, τα λαμπερά χρώματα της αμαρτίας που ποτέ δεν σβήνουν, τα γλυκόλογα του πονηρού που ποτέ δεν παύει να μας τα ψιθυρίζει στ' αυτί. Ακόμη η ντροπή, η απόγνωση και η απελπισία. Ο αγώνας λοιπόν μεγάλος. Η πάλη με όλες τις αντικείμενες δυνάμεις σφοδρή. Πόσο αγώνα, πόσο πάλεψε μέσα του και "ο Άσωτος", μέχρι να υλοποιήσει την απόφαση του και να νεκραναστηθεί! Κουράστηκε μα στο τέλος νίκησε. Χρειάζεται λοιπόν σταθερή και αταλάντευτη απόφαση και με το έλεος του Θεού τα αδύνατα γίνονται δυνατά. Γράφει ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς: "μετάνοια είναι η επιστροφή προς το Χριστό και προς το βίο το σύμφωνο με το θέλημα Του. Αν, λοιπόν, κανείς διαπράξει τη θανατηφόρο αμαρτία, την αποστραφεί δε από ψυχής και επιστρέψει προς τον Κύριο, ας έχει θάρρος και μεγάλη ελπίδα, διότι δεν θα αστοχήσει από την αίδιο ζωή και σωτηρία".
Το τρίτο και κύριο στάδιο της Μετανοίας είναι η ομολογία .
"Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου". Η παραδοχή της αποστασίας και της περιπλάνησης μας σε δρόμους απωλείας .
-Ναι έφταιξα. Εγώ είμαι υπεύθυνος για την κατάσταση μου και κανένας άλλος. Εγώ κατασπατάλησα τις Θείες δωρεές ασκόπως εδώ κι εκεί. Εγώ έριξα στο βούρκο την "εικόνα του Θεού" και κατεσπίλωσα τη ψυχή μου.
Πρέπει λοιπόν να τα παραδεχθούμε όλα αυτά μα και να τα ομολογήσουμε. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η πρακτική πλευρά της μετανοίας που δεν είναι άλλη από την ιερά εξομολόγηση. Η απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβουμε την άφεση των αμαρτιών μας. Το "ήμαρτον"είναι η λέξη με την οποία γίνεται μεγάλη χαρά στον ουρανό.
Γράφει Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "Αμάρτησες ; Ομολόγησε στο Θεό : Αμάρτησα . Ποιος κόπος είν' αυτό ...;; Μήπως ,δηλαδή αν δεν πεις ότι είσαι αμαρτωλός ,δεν θα έχεις κατήγορο το διάβολο; Πρόλαβε και άρπαξε, λοιπόν, το αξίωμα του διαβόλου ...;ώστε να πεις την αμαρτία και να εξαλείψεις το αμάρτημα ...;"
Η επίγνωση λοιπόν, η απόφαση επιστροφής και η επιστροφή και η ομολογία είναι τα τρία στάδια μέσα από τα οποία πρέπει να περάσουμε για να πετύχουμε την πολυπόθητη μετάνοια. Για να ακολουθήσουμε τον "Άσωτο" στην επιστροφή του. Για να γίνει μεγάλη χαρά στον ουρανό και για μας. Για να βρούμε τις πραγματικές αξίες στη ζωή μας.
Αγαπητοί Χριστιανοί, "Μπορούμε να πάμε κοντά Του με εμπιστοσύνη, ξέροντας ότι εκείνος μας περίμενε όλο τον καιρό που εμείς τον είχαμε ξεχάσει. Και θα είναι ο Ίδιος που θα ρθει να μας συναντήσει καθώς εμείς θα πλησιάζουμε δισταχτικά στο σπίτι. Θα είναι Εκείνος που θα μας σφίξει στην αγκαλιά Του και θα κλάψει για την αθλιότητα μας. Μια αθλιότητα που δεν μπορούμε να την υπολογίσουμε αφού δεν ξέρουμε ούτε από πόσο ψηλά πέσαμε, ούτε πόσο ψηλά είμαστε "κεκλημένοι" να φτάσουμε. Μπορούμε να πάμε σ' Αυτόν ξέροντας ότι θα μας ξαναντύσει με την "πρώτη στολή", με την δόξα που ο Αδάμ έχασε στον Παράδεισο.Θα μας "ενδύσει Χριστόν" που είναι πιο "αρχέγονος" και από την ανοιξιάτικη δροσιά μέσα στην οποία γεννηθήκαμε. Είναι η δόξα του πνεύματος που θα μας προστατέψει όταν η αμαρτία μας ξεγυμνώσει".


(Antony Bloom -Μητροπολίτης του Σουρόζ Αντώνιος -ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ- Σελ.93 ΕΚΔ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

π. Γεώργιος Αλεντάς

ενοριακά

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Γρηγόριος ο Παλαμάς: Ομιλία Γ΄ (Στην παραβολή του Κυρίου περί του ασώτου)


«Θά γίνη κάποτε λιμός», είπε o προφήτης θρηνώντας την Ιερουσαλήμ, «ὄχι πεῖνα ἄρτου καί ὕδατος, αλλά πεῖνα για τόν λόγο τοῦ Κυρίου». Είναι δo ο λιμός στέρησις και συγχρόνως όρεξις της αναγκαίας τροφής. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο και αθλιώτερο από αυτήν την πείνα· όταν δηλαδή κάποιος, ενώ στερείται τ' αναγκαία για την σωτηρία, δεν έχει συναίσθησι της συμφοράς, επειδή δεν έχει όρεξι για τη σωτηρία. 
Όποιος πεινά και δεν διαθέτει τ' αναγκαία, τριγυρίζει αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμιού οπουδήποτε· κι' αν εύρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ή του προσφέρει κάποιος άρτο από κεχρί ή από πίτουρα ή κάτι άλλο από τα ευτελέστατα είδη τροφής, χαίρεται τόσο πολύ, όσο επονούσε προηγουμένως που δεν εύρισκε.
Όποιος επίσης έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και συγχρόνως όρεξη για πνευματικές τροφές, τριγυρίζει αναζητώντας αυτόν που έχει από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας· κι' αν εύρει, τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με τον σωτήριο λόγο, που όποιος τον αναζητεί έως το τέλος δεν πρόκειται να μη τον εύρει· «διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος αναζητεί ευρίσκει, και στον κρούοντα θ' ανοιγεί η θύρα», είπε ο Χριστός.
2. Υπάρχουν όμως μερικοί που με την πολυήμερη ατροφία κατά νουν έχασαν και την όρεξη τής τροφής· γι' αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία. Και αν έχουν τον διδάσκαλο, δυσανασχετούν ακόμη και στην ακρόαση της διδασκαλίας, ενώ αν δεν έχουν, δεν ζητούν τον διδάσκαλο, διάγοντας ζωή αμαρτωλότερη από τον άσωτο. 
Διότι εκείνος, αν και με την απομάκρυνσή του εστερήθηκε του κοινού τροφέως και πατρός και κυρίου, περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος την στέρηση μετενόησε και επανήλθε, επεζήτησε και επέτυχε την θεία και αθάνατη τροφή, και τόσο απήλαυσε δια της μετανοίας των χαρισμάτων του Πνεύματος, ώστε να προκαλέσει και τον φθόνο για τον πλούτο του.
3. Είναι όμως προτιμότερο να πάρωμε το θέμα από την αρχή, για να εξηγήσωμε προς την αγάπη σας την ευαγγελική αυτή παραβολή του Κυρίου, αφού και σήμερα είναι διατεταγμένο να διαβάζεται στην εκκλησία.
4. «Κάποιος άνθρωπος είχε δυό υιούς», λέγει. Ο Κύριος καλεί εδώ τον εαυτό του άνθρωπο παραβολικώς, κι' αυτό δεν έχει τίποτε το παράξενο. Διότι, αν έγινε πραγματικά άνθρωπος για τη σωτηρία μας, τι το παράδοξο να προβάλλει τον εαυτό του ως ένα άνθρωπο για την ωφέλειά μας, αυτός που είναι πάντοτε κηδεμών και της ψυχής και του σώματός μας, ως κύριος και δημιουργός και των δύο, αυτός που είναι ο μόνος που έδειξε σε μας έργα υπερβολικής αγάπης και κηδεμονίας, και πριν ακόμη εμφανισθούμε;
5. Διότι πριν από μας μάς ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας, όπως λέγει ο ίδιος, από καταβολής κόσμου. Πριν από εμάς για χάρη μας έπλασε τους αγγέλους για ν' αποστέλλωνται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στους μέλλοντας να κληρονομήσουν τη σωτηρία.
Πριν από εμάς για χάρη μας άπλωσε τον ουρανό σ' όλον τον αισθητό τούτον κόσμο, σαν να έστησε κάποια κοινή και ομότιμη σκηνή σε όλους εμάς κατά την παροδική τούτη ζωή, τον ίδιο αεικίνητο καί πολυκίνητο και ακίνητο· ακίνητον, για να μη προκαλεί στους ενοικούντας φθορά με τις μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, για να συγκρατείται στον χώρο του με τις αντίρροπες κινήσεις του, αεικίνητον δε καθ' εαυτόν και περιφέροντα μαζί του ευτάκτως το πλήθος των άστρων, ώστε εμείς αφ' ενός μεν να διδασκώμαστε το πρόσκαιρο της ζωής μας και ν' απολαύωμε όλων των σωμάτων του, που φθάνουν επάνω από την κεφαλή μας, κάθε φορά άλλα.
Για μας πριν από εμάς κατασκεύασε τον μεγάλο φωστήρα για να κυριαρχεί στην ημέρα, και τον μικρό για να κυριαρχεί της νύκτας. Κι' ετοποθέτησε αυτούς και τα άλλα άστρα στο στερέωμα, για να κινούνται με αυτό, συνυπάρχοντα και παραλλάσσοντα πολυειδώς, για να είναι σημάδια των καιρών και των χρόνων. Από αυτά κανένα δεν χρειάζεται ούτε η νοερά φύσις, που είναι υπεραι-σθητή, ούτε η φύσις των άλογων ζώων, που ζεί μόνο κατά αίσθηση. Για μας λοιπόν έγιναν, που με την αίσθησι μεν απολαύομε και τις άλλες δωρεές και το κάλλος των βλεπομένων, με τον νουν δε αντιλαμβανόμαστε τα σημεία αυτά.
6. Για μας πριν από εμάς εθεμελίωσε τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, εξέχυσε αφθόνως επάνω από αυτά τον αέρα, κι' επάνω από αυτόν παραπέρα άναψε πανσόφως την φύσι του πυρός, ώστε και το υπερβολικό ψύχος των κάτω να μετριάζει περιγυρίζοντας και να μένει στον τόπο του συγκρατώντας τα άπλωμά του. Αν δε και τα άλογα ζώα τα χρειάζονται αυτά για τη συντήρησή τους, αλλά κι' αυτά εδημιουργήθηκαν πριν από μας για υπηρεσία προς τους ανθρώπους, όπως ψάλλει και ο προφήτης Δαβίδ.
7. Αυτόν λοιπόν τον σύμπαντα κόσμο παρήγαγε από το μηδέν ο πλάστης μας πριν από τη δική μας πλάση, για την σύσταση του σώματός μας. Για την βελτίωση δε των ηθών και την καθοδήγη-σι προς την αρετή τι δεν έκαμε ο φιλάγαθος δεσπότης; Τον ίδιον αυτόν αισθητό κόσμο επεξεργάσθηκε σαν κάτοπτρο των υπερκοσμίων, ώστε δια της πνευματικής θεωρίας γύρω από αυτόν, σαν δια μέσου μιας θαυμασίας κλίμακος, να φθάνωμε προς εκείνα.
Ενέβαλε μέσα μας έμφυτο νόμο, σαν απαρέγκλιτη στάθμη, ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο διδάσκαλο, την ατομική στον καθένα συνείδηση. Έτσι, αν είμαστε με την διάνοια συγκεντρωμένοι στον εαυτό μας, δεν θα χρειασθούμε άλλον διδάσκαλο για την κατανόηση του αγαθού· αν με την αίσθηση διαπορθμεύσωμε καλώς τον νου προς τα έξω, τα αόρατα του Θεού καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, λέγει ο απόστολος.
8. Αφού λοιπόν δια της φύσεως και της κτίσεως άνοιξε το διδασκαλείο των αρετών, ο ίδιος ετοποθέτησε αγγέλους ως φύλακες, ανύψωσε πατέρες και προφήτες προς καθοδήγηση, έδειξε σημεία και τέρατα οδηγούντα προς την πίστη, μας έδωσε τον γραπτό νόμο, βοηθητικό στο νόμο της λογικής μας φύσεως και στη διδασκαλία από την κτίση. 
Τέλος, επειδή τα περιφρονήσαμε όλα (ω, τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία και έγνοια του υπερβολικά αγαπώντος εμάς!), μας έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, και, κενώνοντας τον πλούτο της θεότητος στο έσχατο κατάντημά μας επήρε την φύση μας και, γενόμενος άνθρωπος σαν εμάς, διετέλεσε διδάσκαλος μας. 
Αυτός μας διδάσκει για το μέγεθος της φιλανθρωπίας του, επιδεικνύοντάς την με έργο και λόγο, συγχρόνως δε οδηγεί σε μίμηση της συμπαθείας του, ενώ αποτρέπει από την σκληροκαρδία τους οπαδούς του.
9. Επειδή δε η αγάπη γεννάται και μέσα στους επιμελητάς των πραγμάτων, όπως και στους ποιμένες των προβάτων, ενυπάρχει δε και στους κυρίους των κτημάτων, όχι όμως τόσο όσο στους συνδεόμενους με αίμα και συγγένεια, και από αυτούς πάλι περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, από αυτούς προσφέρει ένδειξη της φιλανθρωπίας του, λέγοντας τον εαυτό του άνθρωπο και πατέρα όλων μας· επειδή αφ' ενός μεν για μας έγινε πραγματικά άνθρωπος, αφ' ετέρου δε μας αναγέννησε δια του θείου βαπτίσματος και της σ' αυτό χάριτος του θείου Πνεύματος.
10. «Κάποιος άνθρωπος λοιπόν», λέγει,«είχε δυό υιούς». Διότι η διαφορά της γνώμης εχώρισε σε δύο την μία φύση και η διάκρισις μεταξύ αρετής καί κακίας συνήγαγε τους πολλούς σε δύο. Κι' εμείς εξ άλλου μερικές φορές λέγομε διπλόν τον ένα κατά την υπόσταση, όταν έχει την διπλότητα του ήθους, και λέγομε επίσης τους πολλούς ένα, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. «Προσελθών λοιπόν ο νεώτερος υιός είπε στον πατέρα»»· ευλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αίτημα παιδαριώδες και γεμάτο αφροσύνη. 
Και η αμαρτία δε, την οποία είχε στο νου του σχεδιάζοντας την αποστασία, είναι νεωτέρα, εφ' όσον είναι υστερογενές εύρημα της κακής προαιρέσεώς μας· η δε αρετή είναι πρωτογενής, αφού στον Θεό μεν ήταν αϊδίως, στην ψυχή μας δε εμβλήθηκε από την αρχή από τον Θεό κατά χάρη.
11. Προσήλθε δε, λέγει, ο νεώτερος υιός και είπε στον πατέρα· «δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας». Ω, ποια αφροσύνη! Δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, αλλ' απλώς είπε· και όχι μόνο αυτό, αλλ' απαιτεί το μερίδιο και ως οφειλή από εκείνον που δίδει σε όλους κατά χάριν. Δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας, που μου ανήκει κατά το νόμο, την μερίδα μου σύμφωνα με το δίκαιο. Και ποιος νόμος υπάρχει και από που προέρχεται αυτό το δίκαιο, να είναι οι πατέρες οφειλέτες στα παιδιά; Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τα παιδιά οφείλουν στους πατέρες, όπως η ίδια η φύσις δεικνύει, αφού έλαβαν από εκείνους την ύπαρξη. Αλλ' είναι και αυτό δείγμα του νεωτερικού φρονήματος.
12. Τι κάμνει λοιπόν αυτός που βρέχει σε δικαίους και αδίκους, που ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς; Τους διεμοίρασε την περιουσία, λέγει. Βλέπεις ότι αυτός ο «άνθρωπος» και πατέρας είναι ανενδεής; Αλλιώς δεν θα εμοίραζε την περιουσία στους δυό μόνους ούτε σε δυο μερίδια μόνο, αλλά θα εκρατούσε και για τον εαυτό του μια τρίτη μερίδα. Αυτός όμως, ως Θεός, όπως λέγει και ο προφήτης Δαβίδ, μη έχοντας ανάγκη των αγαθών του είδους αυτού, εμοίρασε, λέγει στα δυο αυτά παιδιά μόνο την περιουσία, δηλαδή τον κόσμο όλον. 
Διότι, όπως διαιρείται η μια φύσις λόγω της διαφορετικής γνώμης, έτσι διαιρείται και ο ένας κόσμος λόγω της διαφορετικής χρήσεως. Πραγματικά ο ένας λέγει προς τον Θεό, «όλη την ημέρα άπλωσα προς σε τα χέρια μου», και «σε ύμνησα επτά φορές την ημέρα», και «το μεσονύκτιο εξυπνούσα», και «έκραξα πάρωρα», και «ήλπισα στα λόγια σου», και «τα πρωινά εφόνευσα όλους τους αμαρτωλούς της γης», δηλαδή απέκοψα τις ορμές της σαρκός που κινούνται προς ηδυπάθεια· ο άλλος περνά τις ημέρες του στο κρασί και κυττάζει που γίνεται πότος, διέρχεται τις νύκτες με άσεμνες και άθεσμες πράξεις, και σπεύδει σε κρυφές δολοπλοκίες ή φανερές επιβουλές, σε αρπαγές χρημάτων και πονηρά σχέδια. 
Άρα δεν εμοίρασαν αυτοί την μια νύκτα και τον ένα ήλιο, και πριν από αυτά την ίδια τη φύση, αφού την κατεχράσθηκαν χωρίς συμφωνία μεταξύ τους; Ο δε Θεός διέθεσε όλη την κτίση αδιαιρέτως σε όλους, προθέτοντάς την σε χρήση κατά την βούληση του καθενός.
13. «Κι έπειτα από όχι πολλές ημέρες», λέγει, «αφού τα συγκέντρωσε όλα ο νεώτερος υιός, μετανάστευσε σε μακρινή χώρα». Πώς δεν μετανάστευσε αμέσως, αλλά έπειτα από όχι πολλές, δηλαδή μετά από λίγες ημέρες; Ο πονηρός υποβολεύς Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και την αμαρτία, αλλά με πανουργία υποκλέπτει βαθμιαίως την διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· και συ ζώντας μόνος σου, χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού ούτε να προσέχεις τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς ν' αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μη απομακρύνεσαι από το αγαθό. 
Όταν δε αποσπάσει κάποιον από την ιερά υμνωδία και από την υπακοή προς τους ιερούς διδασκάλους, τον απομακρύνει και από τη θεία επίβλεψη, παραδίνοντάς τον στα πονηρά έργα. Διότι ο Θεός ευρίσκεται παντού· ένα είναι που ευρίσκεται μακριά από τον Θεό, το κακό, στο οποίο φθάνοντας δια της αμαρτίας αποδημούμε μακριά από τον Θεό. Όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεό, «δεν θα διαμείνουν παράνομοι απέναντι στους οφθαλμούς σου».
14. Αφού λοιπόν, λέγει, ο νεώτερος υιός απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο και απεδήμησε σε μακρινή χώρα «εκεί διεσκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως». Πώς όμως διεσκόρπισε την περιουσία του; Υπεράνω όλων ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους μας. 
Έως ότου λοιπόν εμμένομε στους τρόπους της σωτηρίας, τον έχομε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό· όταν όμως ανοίξωμε θύρα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκώς γύρω στα σαρκικά και τα γήινα, πρός τις πολύμορφες ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς γι' αυτές. 
Του νου πλούτος είναι η φρόνησις, που παραμένει σ' αυτόν και διακρίνει το καλύτερο από το χειρότερο, όσον καιρό κι αυτός παραμένει πειθαρχικός στις εντολές και συμβουλές του ανωτάτου Πατρός· όταν όμως αφηνιάσει αυτός, κι η φρόνησις σκορπίζεται σε πορνεία και αφροσύνη, μοιραζόμενη τις κακίες των δύο μερών.
15. Θα ιδείς τούτο και σε όλες τις αρετές και δυνάμεις μας, που είναι πραγματικά πλούτος μας, ο οποίος, αφού η κακία είναι πολυσχεδής, όταν κλίνη προς αυτήν, σκορπίζεται. Διότι ο ίδιος ο νους στρέφει την επιθυμία προς τον ένα και πραγματικά όντως Θεό, τον μόνον αγαθό, τον μόνον εφετό, τον μόνον παρέχοντα την ηδονή απηλλαγμένη από κάθε οδύνη.
Όταν όμως ο νους αποχαυνωθεί, η δύναμις της ψυχής προς την όντως αγάπη εκπίπτει από το όντως ορεκτό και, διασπωμένη προς τις ποικίλες ορέξεις της ηδυπαθείας, σκορπίζεται, ελκυσμένη από το ένα μέρος προς την επιθυμία τροφών μη αναγκαίων, από το άλλο προς την επιθυμία πραγμάτων αχρήστων, και από το τρίτο προς την επιθυμία της κενής και άδοξης δόξας. 
Κι έτσι κατακερματιζόμενος ο άθλιος άνθρωπος και συρόμενος από τις ποικίλες γι' αυτά φροντίδες, ούτε τον ήλιο ακόμη τον ίδιο ούτε τον αέρα, τον κοινό σε όλους πλούτο, δεν μπορεί να αναπνεύσει και να θεωρήσει ευχάριστα.
16. Αυτός ο ίδιος ο νους μας, αν δεν απομακρυνθεί από τον Θεό, διεγείρει τον θυμό που έχομε μέσα μας εναντίον μόνου του Διαβόλου και χρησιμοποιεί την ανδρεία της ψυχής κατά των πονηρών παθών, κατά των αρχόντων του σκότους, κατά των πνευμάτων της πονηρίας. 
Αν όμως δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές του Κυρίου που τον εστρατολόγησε, μάχεται προς τους πλησίον του, μαίνεται κατά των ομοφύλων, αποθηριώνεται εναντίον εκείνων που δεν συναινούν στις παράλογες ορέξεις του και γίνεται, φευ, ανθρωποκτόνος άνθρωπος, (ομοιωμένος όχι μόνο με τα κτήνη τα άλογα, αλλά και με τα ερπετά και με τα ιοβόλα ζώα, γινόμενος σκορπιός, όφις, γέννημα εχιδνών, αυτός που ωρίσθηκε να είναι στην τάξη των υιών του Θεού. 
Είδες πώς διεσκόρπισε κι έχασε την περιουσία του; «Αφού τα εδαπάνησε όλα ο νεώτερος υιός, άρχισε να στερείται και έπεσε σε πείνα». Αλλά δεν εσκεπτόταν ακόμη να επιστρέψει, διότι ήταν άσωτος. Γι' αυτό, «επήγε και προσκολλήθηκε σ' ένα από τους πολίτες της χώρας εκείνης και εκείνος τον έστειλε στο αγρόκτημα να βόσκει χοίρους».
17. Ποιοι δε είναι οι πολίτες και πολιτάρχες της χώρας που είναι μακριά από τον Θεό; Φυσικά οι δαίμονες, από τους οποίους ο υιός του ουρανίου Πατρός κατέστη πορνοβοσκός και αρχιτελώνης και αρχιληστής και στασιάρχης. Διότι ο χοιρώδης βίος λόγω της άκρας ακαθαρσίας του υπονοεί κάθε πάθος, χοίροι δε είναι όσοι κυλίονται στον βόρβορο των παθών τούτων. Όταν εκείνος έγινε προϊστάμενος τούτων, ως πρώτος από όλους αυτούς στην ηδυπάθεια, δεν μπορούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, δηλαδή δεν ήταν δυνατό να λάβει κορεσμό της επιθυμίας του.
18. Πώς όμως δεν αρκεί η φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία προκαλεί· μόλις θ' αρκέσει σ' έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός. 
Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του προσέφερε κανείς τόν κόρο. Ποιος θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί από εμένα η δόξα σου». 
Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.
19. Μόλις πάντως κάποτε εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοι είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».
20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία και εξέπεσε από την ιερά πατρίδα και περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα». 
Καλώς λοιπόν στην αρχή ελέγαμε ότι αυτός ο πατέρας είναι ο Θεός· διότι πώς θα αμάρτανε στον ουρανό ο νέος που απεστάτησε από τον πατέρα, αν ο πατέρας δεν ήταν ουράνιος; «Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου». 
Καλώς λέγει, σωφρονισμένος από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε, ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ». 
Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι' αυτό και ο πατέρας του τον ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια. ============ 
21. Γι' αυτό και ο πατέρας των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ως αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού. 
Έπειτα παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.
22. Κάμνει δε κοινή την μ' αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του, αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι' αυτήν την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και Φαρισαίους που σκανδαλίζονται, διότι ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς καί συνεσθίει με αυτούς. 
Εάν δε θέλεις να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι' αυτό και παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη· «έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε». 
Ήταν νεκρός από την αμαρτία και ανέζησε με την μετάνοια, ήταν δε και χαμένος, αφού δεν ήταν μαζί με τον Θεό. Αφού λοιπόν ευρέθηκε, γεμίζει τον ουρανό με χαρά, όπως έχει γραφεί, «χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».
23. Τι δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ' εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του, όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος. 
Αλλά και οι δίκαιοι επεθύμησαν να έλθει γι' αυτά ο Χριστός και πριν από την ώρα του ακόμη, όπως και ο Αβραάμ επεθύμησε να ιδεί την ημέρα του. Αυτός βέβαια τότε δεν ήλθε, και όταν ήλθε, δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια, και κυρίως υπέρ αυτών σταυρώνεται αυτός που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου· διότι υπερεπερίσσευσε η χάρις, όπου επλεόνασε η αμαρτία.
24. Ότι δε δεν δίδει ούτε ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ' εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου και υπέρ νουν θείας ανοχής και έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ' εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει μεγάλα καί επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον τρόπο την παραβολή.
25. Ας επιληφθούμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, της μετανοίας με έργα, ας εγκαταλείψωμε τον πονηρό και τα βοσκήματά του· ας μείνωμε μακριά από τους χοίρους και από τα ξυλοκέρατα που τους τρέφουν, δηλαδή από τα βδελυρά πάθη και τους προσκολλημένους σ' αυτά· ας σταθούμε μακριά από την πονηρά νομή, δηλαδή την κακή συνήθεια ας αποφύγωμε την χώρα των παθών, δηλαδή την απιστία και απληστία και ακρασία, όπου συμβαίνει φοβερός λιμός αγαθών και επέρχονται πάθη χειρότερα από τον λιμό· ας τρέξωμε προς τον Πατέρα της αφθαρσίας, τον δότη της ζωής, βαδίζοντας την οδό της ζωής δια των αρετών. 
Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας καί διατηρώντας ακέραια την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.


26. Αυτήν τη χάρη είθε να την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο. 
 
πηγη: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ BLOG

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ΛΟΥΚΑ: Τελώνου και Φαρισαίου






του Ιωάννη Δήμου
Θεολόγου - Φιλολόγου
από την ιστοσελίδα του:  www.sostikalogia.com

Ένας τύπος που θεωρείται από όλους ύποπτος και ανεπιθύμητος είναι ο υποκριτής. Υποκριτής όπως είναι γνωστό είναι ο άνθρωπος  ο  οποίος άλλα αισθάνεται άλλα λέει και άλλα πράττει. Ο υποκριτής στήνει παγίδες προς τους συνανθρώπους του με την κακόβουλη πρόθεση να πετύχει τους σκοτεινούς σκοπούς του.
Φυσικά ο πρώτος υποκριτής υπήρξε ο μεγάλος εχθρός του ανθρωπίνου γένους ο ανθρωποκτόνος διάβολος, ο οποίος εμφανίστηκε ως φίδι στους αθώους και ανύποπτους πρωτόπλαστους και από το ένα μέρος υποκρίθηκε ότι ενδιαφερόταν γι' αυτούς και από το άλλο τους έσπρωξε στην παράβαση της θείας εντολής με όλα τα σοβαρά επακόλουθα για όλο το ανθρώπινο γένος.
Ανάμεσα στον Ισραηλιτικό λαό υπήρξε και μία κατηγορία  ανθρώπων, οι  γνωστοί  μας  από την Αγία Γραφή Φαρισαίοι,  οι  οποίοι  ήταν  κατά  κανόνα  υποκριτές.  Αυτούς  τους ξεσκέπασε ο Χριστός ενώπιον του λαού και τους  απεκάλεσε  υιούς  διαβόλου  και  υποκριτές. Οι Φαρισαίοι υπερηφανεύονταν ότι ήταν τάχα εκλεκτοί του Θεού και αποτελούσαν  την αριστοκρατία της εποχής τους. Όλα όμως αυτά ήταν εξωτερικοί τύποι και προσχήματα ενώ για την εσωτερική και βαθύτερη ουσία των πραγμάτων αδιαφορούσαν. Οι Φαρισαίοι νήστευαν, προσεύχονταν μπροστά  στους  ανθρώπους και διαλαλούσαν τη φιλανθρωπία τους για να αποσπάσουν τον έπαινο των ανθρώπων, αλλά κατά βάθος ήταν κλέπτες και άρπαγες και εκμεταλλευτές των αδυνάτων.
 Καθάριζαν, δηλαδή το έξωθεν του ποτηριού ενώ το έσωθεν το άφηναν ακάθαρτο. Ο Χριστός τους χαρακτήρισε ως ασβεστωμένους τάφους, οι οποίοι έξωθεν μεν φαίνονταν καθαροί έσωθεν όμως ήταν γεμάτοι από δυσωδία. Ενώ προσπαθούσαν να αφαιρέσουν το άχυρο από το μάτι των άλλων δεν έβλεπαν το δοκάρι στο μάτι το δικό τους. Οι Φαρισαίοι οργίζονταν εναντίον του Χριστού, γιατί τους ξεσκέπαζε μπροστά στο λαό και γι' αυτό αποφάσισαν να τον εξοντώσουν για να απαλλαγούν απ' Αυτόν. Προκειμένου μάλιστα να φθάσουν στον Θεοτόκο σκοπό τους δεν δίστασαν να κάνουν τα πάντα. Οι Φαρισαίοι περιφρονούσαν τους αμαρτωλούς και θεωρούσαν τους εαυτούς τους δίκαιους.
Αυτό το βλέπουμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, όπου ένας Φαρισαίος ανέβη στο ναό του Θεού να προσευχηθεί  όπου  ήταν και  ένας  τελώνης. Τότε  ο  Φαρισαίος  μετέτρεψε  την  προσευχή σε επαίνους για τον εαυτό του και σε κατακρίσεις κατά του τελώνη, ο οποίος δεν τολμούσε να υψώσει το κεφάλι του προς τα πάνω αλλά χτυπούσε το στήθος του και ζητούσε από το θεό να τον ελεήσει.
Οι  Φαρισαίοι  εκτός της  υποκρισίας, της κατακρίσεως  και  των  άλλων κακιών τους καλλιεργούσαν επίσης και την υπερηφάνεια, γιατί πάντοτε τα έργα τους γινόταν για το θεαθήναι τοις ανθρώποις.
Δυστυχώς  όμως  η μέθοδος αυτή των Φαρισαίων, δηλαδή η κατάκριση, η υποκρισία και η υπερηφάνεια, υπάρχει σε  κάθε  εποχή  ακόμη  και  σήμερα,  και  έτσι  όλοι  μας κινδυνεύουμε  να  μολυνθούμε από το φαρισαϊκό πνεύμα της εποχής. Είναι ανάγκη να φορέσουμε, όπως λέει  ο  Απόστολος  Παύλος  την  πανοπλία του  Θεού για  να  μη  επιτρέψουμε  στο  φαρισαϊκό   πνεύμα  να μας  απομακρύνει  από  το  Πνεύμα  του Θεού,  που είναι Πνεύμα αγάπης,  φιλανθρωπίας,  ταπεινοφροσύνης,  ειλικρίνειας  και  υπακοής στο θέλημα του Θεού. Ας μιμούμαστε  λοιπόν  τον  τελώνη  και  ας επικαλούμαστε το έλεος του Θεού για τη σωτήρια μας. Αμήν.

Λόγος εις το Τριώδιον

Του Σεβ. Μητροπολίτου Κερκύρας,
Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου


    Η λέξη "Τριώδιο" για τον πολύ κόσμο έχει αποσυνδεθεί από το πραγματικό της νόημα και περιεχόμενο και έχει ταυτιστεί με την διασκέδαση, το φαγητό, το ξεφάντωμα, τις μεταμφιέσεις, τους χορούς, πράγματα που περιέχουν μέσα τους την υπερβολή και γι' αυτό είναι ξένα προς το πνεύμα και τις παραδόσεις της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις αποτελούν κατάλοιπα και συνέχεια της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής εποχής και θρησκείας, της λατρείας του Βάκχου, της Κυβέλης και άλλων τέτοιων θεοτήτων και των συνακολούθων τους τελετών, μυστηρίων και εκδηλώσεων, κατά τις οποίες προέβαλλε μέσα από τις διάφορες εκδηλώσεις ένας ανεύθυνος, άλογος, αμαρτωλός, αχαλίνωτος, ακόλαστος ψυχισμός. Πρόκειται για μια ισχυρή συνήθεια, που, αν και αταίριαστη με το πνεύμα του Χριστιανισμού, συνέχισε και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να υφίσταται και να εκδηλώνεται αυτές τις ημέρες, με όλες τις ψυχοφθόρες συνέπειες της αμαρτίας που την συνοδεύουν. Οι Αγιοι Πατέρες ανέκαθεν τόνιζαν την ασυμβατότητα αυτών των ξεφαντωμάτων με την προσωπικότητα του πιστού. Όλα αυτά αποτελούν σοβαρότατο ολίσθημα, πνευματικό ξεπεσμό, ξέφτισμα του βιώματος της εν Χριστώ ζωής, απόδειξη επιφανειακής, μη συνειδητοποιημένης Πίστεως, φαιδρά προσωπικότητα. Και όλα αυτά σε μια περίοδο του έτους που η Εκκλησία μας μάς εισάγει σε άλλα νοήματα και σε υψηλότερες πνευματικές σφαίρες.
Για να αποκαταστήσουμε τα πράγματα στη σωστή τους θέση πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε τί σημαίνει η λέξη "Τριώδιον". Από τα δύο συνθετικά της λέξης, το αριθμητικό "τρία" δεν χρειάζεται εξήγηση. Η Ωδή (εκ του ρήματος άδω = τραγουδώ) είναι ένα σύστημα εμμέτρων στροφών που απαγγέλλονται εμμέλως. Οκτώ συνήθως ομάδες ομοίων στροφών αποτελούν τον λεγόμενο Κανόνα. Οι Κανόνες αποτελούν τμήμα της Ιεράς Ακολουθίας του Όρθρου, και όταν πρωτοεμφανίστηκαν αντλούσαν το περιεχόμενό τους από γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης. Σύντομα όμως χρησίμευσαν για την περιγραφή του βίου και τον εγκωμιασμό των Αγίων. Κατά την περίοδο λοιπόν που εγκαινιάζει η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου στον Όρθρο ψάλλονται και κάποιοι Κανόνες που αποτελούνται από τρεις ωδές και το περιεχόμενό τους μας εισάγει στο πνεύμα της μετανοίας, της προσευχής και της νηστείας. Εδώ οφείλει την ονομασία του το βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες αυτής της περιόδου, αλλά και η ίδια η περίοδος: Τριώδιον. Όταν λέμε λοιπόν πως άνοιξε το Τριώδιο, εννοούμε ακριβώς πως άνοιξε το βιβλίο αυτό που περιγράψαμε και ταυτόχρονα όλη η μεγάλη περίοδος του αγώνα και της περισυλλογής μέχρι το Πάσχα, και όχι βέβαια η περίοδος της αμαρτίας και της ακολασίας.
    Ειδικότερα οι πρώτες, οι παρεξηγημένες εβδομάδες που προηγούνται της νηστείας, μάς μεταφέρουν ένα μεγάλο πνευματικό μήνυμα. Όπως κατά τον ερχομό του Κυρίου μας επί της γης ο Πρόδρομος προετοίμασε το έδαφος, έτσι συμβαίνει και στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η οποία είναι περίοδος άκρως πνευματική, περίοδος πνευματικού αγώνος, όπου πυκτεύουμε τον διάβολο και τα πάθη μας. Προηγείται αυτή η περίοδος για να μας εισαγάγει ομαλότερα στην άσκηση της νηστείας, την εγκράτεια, την προσευχή, την αγρυπνία κ.λ.π., μέσω των οποίων γνωρίζουμε τον εαυτό μας και την πνευματική μας κατάσταση. Διότι το καλό και το κακό δεν απέχουν και πολύ: το φαγητό επί παραδείγματι, είναι απαραίτητο για τη διαβίωσή μας, η πολυφαγία όμως είναι αμαρτία που υπονομεύει την ψυχική αλλά και τη σωματική μας υγεία. Ο ύπνος που ξεκουράζει το σώμα, όταν μετατρέπεται σε πολυυπνία προξενεί ραθυμία, ακηδία κ.λ.π. Επομένως το νόημα αυτής της περιόδου είναι η προετοιμασία μας για το μεγάλο στάδιο της Τεσσαρακοστής, ούτως ώστε κεκαθαρμένοι να κατανοήσουμε το νόημα της προσωπικής μας Αναστάσεως, τη θέση μας μέσα στην Εκκλησία, ώστε να αποκτήσουμε την αυτοσυνειδησία μας ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Ας ρίξουμε το βλέμμα μας στο μήνυμα που μεταφέρουν οι Κυριακές αυτές. Την πρώτη Κυριακή, μέσα από την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, διδασκόμαστε την αξία της προσευχής και της ταπεινώσεως. Αλλωστε η ταπείνωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα μιας έντονης αυτοκριτικής και αυτογνωσίας. Ο Τελώνης δεν ζητούσε την ευσπλαχνία του Θεού για κάποια συγκεκριμένη αμαρτία. Πιθανόν να μην τον βάραινε κάποια.
    Αισθανόταν όμως την μικρότητά του έναντι της μεγαλωσύνης του Θεού, σε αντίθεση με τον "καθαρό" Φαρισαίο. Αλλωστε, αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα διαπιστώσουμε πως όλοι οι άνθρωποι ανήκουν σε κάποια από τις δύο αυτές κατηγορίες, των ταπεινών και των υπεροπτών. Μέσα πάλι από την παραβολή του Ασώτου μαθαίνουμε για το μέγεθος της μετανοίας και τους καρπούς της γνήσιας μεταστροφής και της ειλικρινούς συγγνώμης. Διακρίνουμε και εδώ το διαχωρισμό των ανθρώπων σε δύο κατηγορίες. Των ενάρετων και των αμαρτωλών, και τον μεταξύ τους συσχετισμό: ο εγωισμός προξενεί την αποξένωση και την πτώση, η δε ειλικρινής μετάνοια την πνευματική ανόρθωση και αποκατάσταση. Τι να πει κανείς για την φρικτή εκείνη διήγηση της Κρίσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας! Αποτελεί μια ευκαιρία για μια βαθιά επισκόπηση των πράξεων και των προθέσεών μας, ένα μεγάλο ράπισμα και ταρακούνημα στην ναρκωμένη και επαναπαυμένη συνείδησή μας, την οποία έχουμε πείσει πως είμαστε σωστοί και ενάρετοι μέσα από τις συμβατικές, τυπικές, αβαθείς όμως και άνευ περιεχομένου ενέργειές μας. Αποδεικνύεται λοιπόν πως η Βασιλεία των Ουρανών ανήκει σε αυτούς που εσφράγισαν το σύνολο των αρετών τους με τη γνήσια σφραγίδα της αληθινής, αδιάκριτης, ανιδιοτελούς, έμπρακτης αγάπης.
    Εύχομαι αυτά τα υψηλά και πνευματικά νοήματα να κυριαρχήσουν αυτές τις άγιες μέρες του Τριωδίου στις καρδιές όλων μας, αντί των "πατροπαράδοτων" γλεντιών και εκδηλώσεων, που, αντί να οικοδομούν, γκρεμίζουν.

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ ΜΑΤΘΑΙΟΥ : Χαναναίας



αρχ. Κοσμά Λαμπρινού

...Αλλά σήμερα βλέπουμε κι ένα άλλο θαύμα του Κυρίου, το οποίο έγινε έξω από την Ιουδαία, στα περίχωρα της Τιβεριάδος θαλάσσης, στη Τύρο και Σιδώνα. Μόλις έμαθε εκεί μια δυστυχισμένη γυναίκα της οποίας η κόρη της ήταν δαιμονισμένη, ότι περνούσε από τα μέρη της ο Χριστός δεν άφησε την ευκαιρία να χαθεί. Βγήκε να συναντήσει το Χριστό και να τον παρακαλέσει να θεραπεύσει το παιδί της. Ήθελε να βγάλει ο Χριστός τα δαιμόνια από τη κόρη της και να ελευθερωθεί. Αυτός ήταν ο πόνος της δυστυχισμένης αυτής μάνας. Αλλά, τι παράξενο! Ο Χριστός φαίνεται να μένει ασυγκίνητος, ο Χριστός φαίνεται να μην ακούει και να είναι απαθής στο πόνο και στη θλίψη της μητρός. Όμως, δεν είναι έτσι. Γιατί ο Χριστός ό,τι έκανε το έκανε για να φανερώσει μια μεγάλη αρετή που κρυβόταν μέσα στη ψυχή αυτής της γυναίκας. Και αυτή είναι η ταπεινοφροσύνη.

Ναι, η ταπεινοφροσύνη. Γιατί η γυναίκα αυτή, αν και μη Ιουδαία, αν και ειδωλολάτρισσα, αφού ήταν Χαναναία, εν τούτοις ήταν πολύ ταπεινόφρων γυναίκα. Γιατί όταν ο Χριστός δεν απαντούσε στα αιτήματά της αυτή επέμενε. Κι αυτό μας διδάσκει, αδελφοί, ότι κι εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να επιμένουμε στη προσευχή μας. Να μη λέμε γιατί ο Θεός δεν μας ακούει αλλά να επιμένουμε. Η προσευχή να συνδέεται με την ταπείνωση και να είναι εκτενής και επίμονη, όπως μας λένε οι άγιοι Πατέρες. Γιατί ο Θεός μπορεί πολλές φορές να αργεί αλλά ποτέ δεν ξεχνά τα αιτήματά μας.

Κι αυτό φαίνεται στο ευαγγελικό μας ανάγνωσμα. Η γυναίκα επέμενε και ο Χριστός δεν της έδιδε το ποθούμενό της. Σε σημείο που οι μαθητές του Κυρίου αγανάκτησαν και είπαν στο Χριστό να εισακούσει το αίτημά της. Ο Χριστός όμως που έβλεπε ότι μέσα στη γυναίκα κρυβόταν μαζί με τη ταπεινοφροσύνη και η πίστη της είπε ότι «ουκ απεστάλην ειμή εις τα πρόβατα οίκου Ισραήλ» λέγοντάς της παράλληλα ότι δεν είναι σωστό να δώσει το ψωμί των παιδιών, δηλ. των Ιουδαίων στα σκυλιά, δηλ. στους ειδωλολάτρες. Σκυλάκι την έλεγε ο Χριστός αλλά αυτή δεν απογοητεύονταν, επέμενε να ζητά από τον Κύριο να θεραπεύσει το παιδί της. Έτσι έγινε υπόδειγμα ταπεινοφροσύνης και για μας τους χριστιανούς. Σαν πληγωμένο πουλί η γυναίκα αυτή έπεσε στα πόδια του Χριστού παρακαλώντας Τον να ελεήσει τη κόρη της. «Κύριε, βοήθα με», έλεγε.

Και ο Χριστός που είδε ακολούθως και την ταπεινή ομολογία της ότι πράγματι, ως ειδωλολάτρις, είναι ένα σκυλάκι, ζητώντας από το Χριστό όχι άρτο αλλά μόνο λίγα ψίχουλα του ελέους Του την ελέησε. Ναι, λέει η γυναίκα, ότι δεν είμαι άξια για μεγάλο θαύμα Σου, γι’ αυτό σου ζητώ ένα μικρό για σένα θαύμα. Και ο Χριστός βλέποντας τη μεγάλη της πίστη της λέει: «ώ γύναι, μεγάλη σου η πίστις, γενηθήτω σοι ως θέλεις».

Ναι, λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, η πίστη είναι συνδεδεμένη με τη ταπεινοφροσύνη. Η πίστη και η ταπείνωση της γυναίκας αυτής έκαναν καλά το κορίτσι της.

Αδελφοί μου! Οι πατέρες της Εκκλησίας δίνουν μεγάλη έμφαση σ’ αυτή την αρετή. Γιατί, όπως μας λέει ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, η ταπείνωση ανεβάζει τον άνθρωπο στον ουρανό ενώ ο εγωϊσμός τον ρίχνει στην κόλαση. Άλλωστε εξαιτίας του εγωϊσμού δεν έγινε ο Εωσφόρος αρχηγός των δαιμόνων;

Αναρωτιόταν κάποτε ένας άγιος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Αντώνιος, πως μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος από τις παγίδες του διαβόλου. Βλέποντας ο άγιος τις παγίδες που βάζει στο δρόμο μας ο διάβολος τον απασχολούσε το ερώτημα με ποιο τρόπο μπορούσε ο άνθρωπος να γλυτώσει απ’ αυτές. Και έλαβε την απάντηση από το Θεό ότι ο ταπεινόφρων άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει τις παγίδες του διαβόλου. Ο ταπεινόφρων άνθρωπος μπορεί να σωθεί ενώ ο εγωϊστής και υπερήφανος άνθρωπος δεν σώζεται. Και ο Αββάς Ποιμήν στα πρώτα χρόνια της μοναχικής του πολιτείας ρωτώντας τον άγιο Αντώνιο ποια είναι η μεγαλυτέρα αρετή στο Χριστιανισμό έλαβε ως απάντηση ότι είναι η ταπεινοφροσύνη.

Γι’ αυτό, αδελφοί μου, όλοι μας, πλούσιοι και πτωχοί, νέοι και γέροι, κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και αρχόμενοι, άς φροντίσουμε να είμαστε ταπεινοί στη ζωή μας για να κερδίσουμε μαζί τη χορεία όλων των αγίων τη βασιλεία των Ουρανών. Αμήν!

(Από http://www.aegeantimes.gr/pigizois/orthod_latria/kyriakodromio/kyriaki_iz_loyka.htm)

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Στον Άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη (4 Φεβρουαρίου)


   Του σεβασμιωτάτου (κυριολεκτικά) μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος
Στο 19ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίου Ευαγγελίου ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, σχετικά με την αγαμία, μας διαβεβαίωσε λέγοντας, ότι «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ ‘ οις δέδοται· εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. Και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά την βασιλείαν των ουρανών. Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. 19:11-12).
Αυτός ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έγινε αφορμή, ώστε πολλοί μεταγενέστεροι Χριστιανοί να απαρνηθούν την κοσμική ζωή και να ακολουθήσουν την ασκητική ζωή. Αφιέρωσαν τον εαυτό τους στο Θεό με την προσευχή, την νηστεία και την άσκηση. Απαρνήθηκαν όλες τις απολαύσεις του κόσμου. Πλούσιοι έγιναν πτωχοί, βασιλείς και άρχοντες μεγάλοι απαρνήθηκαν την κοσμική δόξα και τιμή και περιέβαλαν τον εαυτόν τους με την τιμή της ταπείνωσης· σοφοί κατά κόσμο έγιναν σοφοί κατά Θεό. «Περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβώμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. 11:37-38). Ακολούθησαν τα διδάγματα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος θεωρούσε τα πάντα «σκύβαλα ίνα Χριστόν» κερδίσει (Φιλ. 3:8) και στη σκέψη τους ήταν πάντοτε η επιβεβίωση, ότι «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3:20). Αυτόν τον τρόπο ζωής ακολούθησε και ο σημερινός εορταζόμενος άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης.
Ο άγιος Ισίδωρος γεννήθηκε γύρω στο 360 μ.Χ. από ευγενής και ένδοξη οικογένεια της Αλεξανδρείας και έδρασε επί της εποχής των Πατριαρχών Θεοφίλου και αγίου Κυρίλλου. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση, εγκόσμια και ιερά, και μέσα από τα σχολεία γνώρισε την αρχαία σοφία και τα ορθόδοξα δόγματα των Πατέρων, τους οποίους είχε ως πρότυπα, ιδιαιτέρως δε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας-Λόγος εις την Υπαπαντή


«Είδαμε πριν από λίγο εν συντομία τον Εμμανουήλ να γίνεται βρέφος οτή φάτνη και άφ' ενός μεν να σπαργανώνεται σαν άνθρωπος, άφ' έτερου δε να υμνείται με θεϊκό τρόπο από το στράτευμα των άγίοιν αγγέλων. Οι τελευταίοι έφερναν το χαρούμενο μήνυμα της Γέννησης Του στους βοσκούς. Διότι ό Θεός και Πατέρας χάρισε το πρώτο κήρυγμα για Αυτόν, ως βραβείο για τους αγγέλους, οι όποιοι κατοικούν στον ουρανό. Και είδαμε Αυτόν και σήμερα να υπακούει στους νόμους του Μωϋσή ή καλύτερα είδαμε τον νομοθέτη Θεό να ύποτάσοεται ως άνθρωπος οέ όσα Εκείνος θέσπισε. Το για ποια αιτία έγινε αυτό διδάσκει ό σοφώστατος Παύλος, όταν λέει: «"Οταν ήμασταν νήπιοι, ήμασταν υποδουλωμένοι στα στοιχεία του κόσμου... Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ό Θεός έστειλε τον Υιό Του, ό Όποιος γεννήθηκε από γυναίκα και ό Όποιος ακολούθησε τις επιταγές του Μωσαϊκού νόμου, με σκοπό να εξαγοράσει εκείνους, οι όποιοι βρίσκονταν κάτω από την επικυριαρχία του». Λοιπόν, ό Χριστός εξαγόρασε από την κατάρα του Μωσαϊκού νόμου εκείνους, οί όποιοι βρίσκονταν κάτω από αυτόν, άλλα και οί όποιοι δεν τον έφήρμοζαν. Και πώς τους εξαγόρασε; Τους εξαγόρασε, αφού συμπλήρωσε τον Μωσαϊκό νόμο. Και τους εξαγόρασε και σύμφωνα με έναν άλλο τρόπο, με το να καταστήσει τον Εαυτό Του ως υπάκουο και ύποτασσόμενο στον Θεό και Πατέρα σε ό,τιδήποτε για χάρη μας, για να λύσει τα εγκλήματα, τα όποια προέκυψαν από την παράβαση του Αδάμ. Διότι έχει γραφεί ότι, όπως ακριβώς εξ αιτίας της παρακοής του ενός ανθρώπου οί πολλοί έγιναν αμαρτωλοί, έτσι εξ αιτίας της υπακοής του ενός θα γίνουν δίκαιοι οί πολλοί.
Κατέβασε λοιπόν τον αυχένα στον νόμο μαζί μας και έπραξε αυτό κατ' οίκονομίαν. Διότι έπρεπε αυτός να συμπληρώσει όλη την δικαιοσύνη. Διότι, επειδή έλαβε μορφή δούλου εξ ολοκλήρου, εξ αίτιας αυτού του λόγου, σαν να βρισκόταν στον ζυγό για τους ανθρώπους, έμοιασε κάποτε με εκείνους, οί όποιοι δίνουν ως φόρο τα δίδραχμα, αν και είναι ελεύθερος ως προς τη φύση και αυτοτελής, ως Υιός. Όταν λοιπόν δεις να τηρεί τον νόμο,να μην σκανδαλισθείς, ούτε όμως να θεωρήσεις ως δούλο τον Υιό του Θεού, ό Όποιος είναι ελεύθερος. Να εννοείς καλύτερα το βάθος της συγκατάβασης». (Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λόγος Εις την Ύπαπαντήν).
 
 
 
http://proskynitis.blogspot.com/2011/02/blog-post.html