«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Κυριακή Ε΄Λουκά- Οι επιλογές μας σ’ αυτή τη ζωή έχουν επιπτώσεις και στην αιώνια ζωή


«Έχουσι Μωσέα και τους Προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών»

Η διήγηση της παραβολής του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου διαιρείται σε τρία μέρη: α) ο πλούσιος και ο φτωχός σε αυτή τη ζωή, β) ο θάνατος των δύο πρωταγωνιστών, και γ) η αντιστροφή της καταστάσεως τους στη μετά θάνατον ζωή.
Το όνομα
Ένα σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε με ιδιαιτερότητα είναι αυτό του ονόματος. Η γνωριμία μας με τον πλούσιο δε γίνεται μέσω του ονόματος, αλλά με την περιγραφή ότι «φορούσε πορφύρα και βύσσο», δηλ. πολυτελή ρούχα, και διασκέδαζε καθημερινά. Μη προσδίδοντας, λοιπόν, όνομα στον πλούσιο ο Χριστός, του αφαιρεί την πραγματική ύπαρξη του προσώπου σε σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο και η ύπαρξη περιορίζεται μόνο στα πολυτελή ενδύματα και στην καθημερινή διασκέδαση. Γι’ αυτό και ο πλούσιος, για το περιβάλλον του, είχε αξία όχι ως πρόσωπο, αλλ’ ως πλούσιος.
Το αμάρτημα του πλουσίου δεν ήταν ο πλούτος του, αλλά η αναγνώριση της ταυτότητάς του μόνο από την καθημερινή διασκέδαση χωρίς άλλη προοπτική. Σκοπός της ζωής του ήταν η υλιστική απόλαυση: ας φάμε, ας πιούμε, ας διασκεδάσουμε. διότι αύριο θα πεθάνουμε.
Σε αντίθεση με την αιώνια ανωνυμία του πλουσίου ο φτωχός έχει όνομα: Λάζαρος, το οποίο έχει και συμβολική σημασία. Διότι Λάζαρος σημαίνει: ο Θεός είναι βοηθός.
Μετά θάνατον
Ο φτωχός Λάζαρος δεν πέρασε απαρατήρητος στα μάτια του Θεού και Άγγελοι τον μετέφεραν στους κόλπους του Αβραάμ.
Αυτό που δυστυχώς δεν έχουμε αντιληφθεί είναι ότι οι επιλογές μας σ’ αυτή τη ζωή έχουν επιπτώσεις και στην αιώνια ζωή. Ο πλούσιος πηγαίνει στον τόπο της βασάνου μετά από μια πλούσια κηδεία. Αυτό που ουσιαστικά έστειλε τον πλούσιο στον άδη δεν είναι κυρίως ό,τι έκανε, αλλ’ ό,τι δεν έκανε. Η αδυναμία του να προσέξει τον άλλον. Στο διάστημα της επίγειας ζωής του δεν καταδιώκει τον φτωχό. Όχι. Απλώς τον αγνοεί. Αδιαφορεί. Όταν όμως ο πλούσιος ζητά από τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να δροσίσει τη γλώσσα του με λίγο νερό ,ο Αβραάμ του λέγει ότι μεταξύ τους υπάρχει αδιαπέραστο χάσμα. Αν θέλουμε να ζήσουμε χωρίς χάσμα μεταξύ μας και του Θεού, πρέπει από αυτή τη ζωή να αγωνισθούμε για την εξουδετέρωσή του.
Το αίτημα του πλουσίου
Το τρίτο μέρος της παραβολής αφορά στο αίτημα του πλουσίου να ληφθεί μέριμνα για τα αδέλφια του στη γη, που ζουν με τις τότε αντιλήψεις και τον ίδιο τρόπο, έτσι ώστε να αλλάξουν και να μην πάνε και εκείνοι στον τόπο της βασάνου. Αφού όμως αυτοί δε δέχθηκαν τον λόγο του Χριστού και δεν πίστεψαν στην Ανάστασή του, πώς είναι δυνατόν να μετανοήσουν;
Ο λόγος του Χριστού έχει πάντοτε την επικαιρότητά του. Πράγματι, στην εποχή μας η αναγνώριση πολλών ανθρώπων γίνεται όχι από το όνομα, αλλά από την οικονομική τους κατάσταση και την υψηλή κοινωνική, πολιτική και επαγγελματική τους θέση. Όμως ο Χριστός μας καλεί να μετανοήσουμε, να εγκαταλείψουμε αυτή τη νοοτροπία, να αλλάξουμε δηλαδή τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς και να μη χαιρόμαστε απλά γιατί έχουμε κατορθώσει κάτι στη ζωή μας αυτή, αλλά γιατί τα ονόματά μας έχουν γραφεί στην αιωνιότητα! Πολύ σοφά παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος ότι «η παραβολή αυτή μας παρέχει φάρμακα σωτηρίας, διότι σωφρονίζει εκείνους που πλουτίζουν, τους δε φτωχούς παρηγορεί». Και συνεχίζοντας προτρέπει : «Αυτή την παραβολή να την γράψετε και οι πλούσιοι και οι φτωχοί· οι πλούσιοι στον τοίχο του σπιτιού σας και οι φτωχοί στον τοίχο της διάνοιάς σας».
Πνεύμα κοινωνίας και αγάπης
Ας φροντίζουμε με τον τρόπο που ζούμε, που μετέχουμε στην καθημερινότητα, να αποφύγουμε την εγωιστική νοοτροπία του πλουσίου, μια νοοτροπία κοντόφθαλμη, που περιορίζεται στη γη· μια νοοτροπία που εγωιστικά κρατάει τους θησαυρούς, υλικούς ή πνευματικούς, για ατομική κατανάλωση. Και ας γνωρίζουμε ότι κανένας δεν πρόκειται να πάρει τίποτε μαζί του, όταν θα κλείσει τα μάτια του. Ας γίνουμε, λοιπόν, περισσότερο όμοιοι του Θεού με το να γινόμαστε ακόμα περισσότερο άνθρωποι!

Πηγή: Αγαθαγγέλου Επισκόπου Φαναρίου, Η ζύμη του Ευαγγελίου


καντανόπους blog 

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος: Εγκώμιον εἰς τον άγιο και ένδοξο μεγαλομάρτυρα του Χριστού, ΔΗΜΗΤΡΙΟ


Νεοφύτου πρεσβυτέρου μοναχού και εγκλείστου εγκωμιαστικός λόγος στον άγιο και ένδοξο μεγαλομάρτυρα του Χριστού Δημήτριο καθώς και σχετικά με το μαρτύριο, τα θαύματα και το σεβάσμιο ναό του.

1. Ο ένδοξος Δημήτριος και συμμέτοχος στην ουράνια δόξα, μάς χάρισε σήμερα την πανήγυρή του ως υπέρτατο δώρο. Εμπρός λοιπόν και εμείς, που αποτελούμε το θίασο εκείνων που αγαπούν το μάρτυρα, ας τον τιμήσουμε με θεόπνευστους ύμνους και εγκώμια, για να μας ωφελήσει ο φίλος και μάρτυρας ως μεσολαβητής στο βασιλέα Χριστό. Ας τονίσουμε λοιπόν και το θεϊκό του ζήλο και την αγάπη του για το Χριστό και τα ενάρετα προτερήματα του ανθρώπου και ας γεμίσουμε με θεϊκή χαρά όπως έχει γραφεί, γιατί αναφέρεται ότι, όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος, γεμίζουν με ευφροσύνη οι λαοί. Μακάρι όμως να μην γεμίσουμε μόνο με αγαλλίαση, αλλά να ωφεληθούμε από τις ομιλίες και τις τιμητικές εκδηλώσεις στη μνήμη του σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.


2. Αυτός λοιπόν ο μακάριος Δημήτριος, που είναι πράγματι πολίτης στην ουράνια πόλη και βασιλεία τιμήθηκε και από την επίγεια θνητή βασιλεία. Γιατί μια και είχε ευγενική καταγωγή και μεγάλη φήμη και φρόντιζε από μικρή ηλικία για τον άψογο και έντιμο βίο, τον αγάπησαν και τον τίμησαν πολύ συνάμα και ο Θεός και οι άνθρωποι. Γι’ αυτό λοιπόν αρχικά έλαβε το αξίωμα του εκσκέπτορος και ήταν συνεργός και συμμέτοχος στη σύγκλητο. Στη συνέχεια αναγορεύθηκε ανθύπατος της Ελλάδας. Για τον ίδιο όμως ο αληθινός πλούτος και η δόξα ήταν αυτή, να είναι δηλαδή και να τον αποκαλούν χριστιανό, και δεν υπολόγιζε καθόλου τις τιμές των βασιλιάδων. Γι’ αυτό επειδή ξεχείλιζε από διδασκαλία γεμάτη με θεϊκή σοφία και πνευματικό λόγο, άλλαζε την πίστη πολλών και από την πλάνη των ειδώλων τους οδηγούσε στην αληθινή πίστη.

3. Επειδή λοιπόν ο άγιος τέτοια κήρυττε στο λαό στην πόλη της Θεσσαλονίκης και εξαπλωνόταν η φήμη του σ’ ολόκληρη την περιοχή γύρω από αυτήν, τον συνέλαβαν οι διώκτες της αλήθειας και τον οδήγησαν στον τύραννο Μαξιμιανό. Ο άγιος όμως είχε λαμπερό το πρόσωπό του με την παρέμβαση της θείας χάρης και προκάλεσε έκπληξη στον τύραννο, ο οποίος επειδή ντράπηκε τελικά δεν τον τιμώρησε, αλλά τον κατηγόρησε ως αχάριστο γιατί λησμόνησε βαθιά τις βασιλικές τιμές και πίστεψε στο σταυρωμένο Χριστό. Εκφράζοντας λοιπόν αυτά τα λόγια και κάποιες άλλες κολακευτικές μωρολογίες προσπαθούσε να παρασύρει τον άγιο από την πίστη του. Αυτός όμως αντιστεκόταν σαν ακλόνητος στύλος και σαν βράχος στην ακτή απέναντι στα χτυπήματα των κυμάτων. 'Οταν τον ρώτησε και πάλι ο βασιλιάς αν επιμένει να πιστεύει στο σταυρωμένο Χριστό, ο άγιος του απάντησε: «Μακάρι να μπορούσα, βασιλιά, όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά και όλο τον κόσμο να τον πείσω να πιστεύει στον Εσταυρωμένο και να τους απαλλάξω από αυτή τη μεγαλομανία και την πλάνη των ειδώλων. Και εγώ βέβαια είμαι έτοιμος στο όνομα του Χριστού μου να υποστώ όχι μόνον έναν θάνατο, αλλά πολλούς, αν βέβαια αυτό το επιτρέπει η φύση μου».

4. Ο βασιλιάς λοιπόν, όταν είδε τη μεγάλη τόλμη του άνδρα και κατάλαβε την ακλόνητη απόφασή του, έγινε θηρίο από θυμό για να βασανίσει τον άγιο. Συγκράτησε ωστόσο το θυμό του για το τέλος, γιατί ήθελε να ασχοληθεί με το θέατρο και το στάδιο. Γι’ αυτό λοιπόν έφτασε σ’ αυτό το μέρος με άμαξα. Διέταξε να φρουρήσουν το μάρτυρα σε μια κάμαρα λουτροκαμίνου, που δεν την είχαν ακόμη ανάψει, ώσπου να βρεί ευκαιρία από τα μάταια θεάματα και στη συνέχεια να οδηγήσει τον άγιο σε εξέταση.

5. Το θέατρο της πόλης, που το έλεγαν και στάδιο, ήταν κλεισμένο γύρω - γύρω με σανίδες και ορισμένα μάγγανα, όπου όσοι έμπαιναν, παρακολουθούσαν σαν σε θέατρο, και σκότωναν σε μονομαχία για να ευχαριστήσουν τον αιμοχαρή βασιλιά με το να χύνουν συχνά ανθρώπινο αίμα.

6. Ο βασιλιάς είχε αποκτήσει κάποιον μονομάχο, που τον έλεγαν Λυαίο, πολύ δυνατό και μεγαλόσωμο, που καταγόταν από το έθνος των Βανδάλων και ο οποίος στη Ρώμη, στο Σέρμιο και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πολλούς άλλους τόπους σκότωσε πολλούς ανθρώπους σε μονομαχία, και ο βασιλιάς θεωρούσε θαυματουργή την πολύ μεγάλη του δύναμη και την ικανότητά του στο φόνο και κόμπαζε.

7. Όταν αυτός στάθηκε στο στάδιο, που αναφέραμε, και ο βασιλιάς καλούσε τον κόσμο με τους κήρυκες υποσχόμενος χρήματα σ’ όποιον επιθυμούσε από τους πολίτες να μονομαχήσει με το Λυαίο, κανείς δεν είχε την τόλμη να μονομαχήσει με αυτόν, γιατί όλοι έτρεμαν από φόβο και μόνο από την όψη και το θράσος του Λυαίου.

8. Τότε λοιπόν ένας νεαρός παρακινήθηκε από το Θεό εναντίον αυτού του κακοποιού, που τον έλεγαν Νέστορα, που ήταν ωραίος στο σώμα και την ψυχή, και γνωστός του αγίου Δημητρίου, τρέχει σ’ αυτόν, στον τόπο που τον φρουρούσαν, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε λέγοντας «Να προσευχηθείς για μένα, δούλε του Θεού, και να επικαλεστείς το Χριστό. Γιατί θέλω να μονομαχήσω πρόθυμα με αυτόν». Τότε ο άγιος σταύρωσε το μέτωπο και την καρδιά του Νέστορος και λέγει στον ίδιο. «Πήγαινε, παιδί μου, και το Λυαίο θα νικήσεις και θα μαρτυρήσεις για χάρη του Χριστού».

9. Και αυτός εξοπλίστηκε με την ευχή του αγίου Δημητρίου σαν να φόρεσε θείο θώρακα, έρχεται τρεχάτος στο στάδιο, έβγαλε και πέταξε κάτω το χιτώνα του και πηδώντας από τις βαθμίδες στάθηκε μπροστά στο βασιλιά. Αυτός έμεινε έκπληκτος από την τόλμη του νεαρού και του λέγει: «Νεαρέ μου, απ’ ό,τι φαίνεται η επιθυμία των χρημάτων σε οδήγησε σ’ αυτό το τόλμημα. Εγώ βέβαια, επειδή λυπάμαι και την ομορφιά σου και τον ανθό της νιότης σου, σου δίνω τα χρήματα και παραδέχομαι τη γενναιότητά σου και φύγε κερδίζοντας και τη ζωή σου και τα χρήματα. Μην αντισταθείς όμως στο Λυαίο, γιατί πολλούς έστειλε στο θάνατο, πιο δυνατούς από σένα».

10. Όταν λοιπόν τα άκουσε αυτά ο Νέστωρ, ούτε το Λυαίο φοβήθηκε για τους επαίνους, ούτε υποχώρησε στη γενναιοδωρία του βασιλιά, αλλά του είπε: «βασιλιά μου, δεν έχω έρθει σ’ αυτή τη μονομαχία γιατί επιθυμώ χρήματα, αλλά για ν’ αποδείξω σήμερα μπροστά σου πιο ισχυρό τον εαυτό μου από το Λυαίο». Τότε λοιπόν ο βασιλιάς και οι σύνεδροί του γεμάτοι θυμό κατάλαβαν την αλαζονεία του Νέστορος και ενθάρρυναν υπερβολικά το Λυαίο για την εξόντωσή του.

11. Και ο νεανίας του Θεού ενισχύθηκε με το σημείο του σταυρού, πήρε στα χέρια του τον ακινάκη, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, προσευχήθηκε και είπε «ο Θεός του δούλου σου Δημητρίου και ο αγαπημένος γιος σου Ιησούς Χριστός, που νίκησες τον εχθρό Γολιάθ με τον εκλεκτό σου Δαβίδ, εσύ Κύριε νίκησε και τούτη τη στιγμή τη δύναμη του Λυαίου». Έτσι λοιπόν προσευχήθηκε και πήδησε μέσα από τα μάγγανα και, όταν έγινε η συμπλοκή, ο Λυαίος δέχτηκε καίριο χτύπημα στην καρδιά από το Νέστορα και πέθανε αμέσως και έφερε την πιο μεγάλη στενοχώρια στα βασιλιά. Και ο Νέστωρ δόξαζε το Θεό, γιατί ο βάρβαρος σκοτώθηκε με τις προσευχές του αγίου Δημητρίου.

12. Ο Μαξιμιανός όμως τινάχτηκε με θυμό από την καθέδρα, και συμπεριφερόταν στυγνά στους αυλικούς του λέγοντας «μα τους θεούς, αν δεν έγινε κάποια μαγεία, ένας μικρόσωμος νεαρός δεν θα σκότωνε το Λυαίο, που έχει κάνει τόσα και τέτοια κατορθώματα».

13. Τότε ο τύραννος κάλεσε το Νέστορα και τον ρώτησε λέγοντάς του «απάντησέ μας, νεαρέ μου, με ποια μαγικά τεχνάσματα και ποιους συνεργάτες είχες και σκότωσες το Λυαίο;». Ο Νέστωρ λοιπόν πήρε το λόγο και είπε «ούτε με μαγεία, ούτε με μαγγανεία, όπως είπες, βασιλιά, σκοτώθηκε ο Λυαίος, αλλά ο ίδιος ο Θεός του Δημητρίου, ο Θεός των χριστιανών, έστειλε τον άγγελό του και σκότωσε το Λυαίο με το χέρι μου, γιατί ήταν μιαρός και εγωιστής». Τότε λοιπόν ο θεομάχος γέμισε με θυμό και οργή και διέταξε να οδηγήσουν το Νέστορα στο δυτικό μέρος της Θεσσαλονίκης, στη λεγάμενη Χρυσή πύλη, και να τον σκοτώσουν, γιατί ήταν χριστιανός, και έτσι λοιπόν ο άγιος αυτός νεανίας στεφανώθηκε με το στεφάνι του μαρτυρίου, στις εικοσιπέντε του Οκτωβρίου.

14. Αυτός ο ιερός μεγαλομάρτυρας του Χριστού Δημήτριος βλέπει στην καμάρα που τον φρουρούσαν να βγαίνει από τη γη ένας πελώριος σκορπιός έτοιμος να τον πλήξει με το κεντρί του, μνημονεύει εκείνον που έδωσε εξουσία να πατούμε πάνω σε φίδια και σκορπιούς, έφτυσε το σκορπιό, τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού και τον επέδειξε αμέσως νεκρό. Αμέσως τότε άγγελος Κυρίου πήρε ένα θεϊκό στεφάνι και στεφάνωσε την κάρα του μάρτυρα, η στέψη δεν έγινε ίσως για τη νέκρωση του σκορπιού, αλλά για τη σφαγή του αγίου στο όνομα του Χριστού, που θα γινόταν μετά από λίγο. Γι' αυτό και του έλεγε ο άγγελος «Ειρήνη σε σένα, αθλητή του Χριστού, να έχεις θάρρος και να φανείς γενναίος άντρας».

15. Τότε λοιπόν ορισμένοι άρχοντες συκοφάντες κατηγορούν το Δημήτριο στο βασιλιά ως αίτιο της σφαγής του Λυαίου. Όταν το άκουσε ο ίδιος, έλεγε πως δεν ήταν καλός οιωνός η συνάντησή του με τον άγιο στα στάδιο. Γι’ αυτό βράζοντας από το θυμό του εναντίον του μάρτυρα, διατάζει να τον σκοτώσουν με λόγχη, εκεί μέσα στις καμάρες, όπου τον φρουρούσαν, πράγμα που έκαναν αμέσως με πολλή γρηγοράδα οι δήμιοι χωρίς λύπηση στις εικοσιέξι Οκτωβρίου.

16. Και το μαρτύριο του αθλητή ήταν σύντομο και χαλαρό, ο ίδιος όμως επιθυμούσε να υποστεί το μαρτύριο όχι μόνο σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά για πολλές ημέρες και με περίπλοκα βάσανα για την αγάπη του στο Χριστό. Γι’ αυτό και ο καρδιογνώστης Θεός, επειδή δέχτηκε τη στιγμιαία σφαγή ως πολύχρονο μαρτύριο και τη συντομία της ως διαρκέστερο μαρτύριο, τον στεφάνωσε για την πρόθεσή του και τον εφόδιασε με πολλές θαυματουργικές ικανότητες και ιαματικά χαρίσματα, με αποτέλεσμα η ίδια η κιβωτός του αγίου λειψάνου να αναδίδει συνέχεια το μύρο, σαν πηγή του ζώντος ύδατος, ώστε πιο εύκολα να λιγοστεύει το νερό της πηγής, παρά να λιγοστέψει ποτέ εκείνη η πηγή του μύρου. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο γενναιόδωρος Θεός γνωρίζει να ανταποδίδει τη δόξα σ’ όσους τον δοξάζουν.

17. Και ο Λούπος, ο υπηρέτης του μάρτυρα βλέποντας τη σφαγή του αφέντη του αποκομίζει σημαντικό κέρδος. Αφού πήρε λοιπόν το οράριο του αγίου και το βασιλικό δαχτυλίδι από το χέρι του και τα έβαψε μέσα στο αίμα του αγίου, επιτελούσε με αυτά θεραπείες κάθε νοσήματος και απομάκρυνε τα πονηρά πνεύματα. Επειδή η φήμη των θαυμάτων εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, έφτασε μέχρι και στο βασιλιά, ο οποίος παθιασμένος από το θυμό διέταξε να σκοτώσουν και το Λούπο, τον οποίο σκότωσαν στο λεγόμενο δημαρχείο της πόλης της Θεσσαλονίκης.

18. Το καλλίνικο και πανάγιο λείψανο του αγίου Δημητρίου βρισκόταν περιφρονημένο από φόβο στο βασιλιά και τους διώχτες. Τη νύχτα όμως, το έκλεψαν ορισμένοι πιστοί άνθρωποι και το έκρυψαν στο χώμα, όσο μπορούσαν. Επειδή όμως δεν μπορεί να κρυφτεί μια πόλη, που βρίσκεται στην κορφή του βουνού, ούτε αυτό το άφησε να κρυφτεί η πηγή των θαυμάτων, αλλά έγινε ξακουστός σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία ο άγιος με τα θαύματά του δηλαδή, με τα οποία νικήθηκαν οι αυθάδειες της μανίας των ειδώλων και λαμπρύνονταν τα δόγματα της άμεμπτης πίστης των χριστιανών.

19. Τότε λοιπόν ένα ευσεβής και ένδοξος άντρας, που τον έλεγαν Λεόντιο, και έγινε ύπαρχος του Ιλλυρικού, πήγαινε στη χώρα των Θρακών και αρρώστησε από ανίατη ασθένεια· τον οδήγησαν οι δικοί του στην πόλη της Θεσσαλονίκης μ’ ένα φορείο και τον ξάπλωσαν πάνω στο ιαματικό μνήμα του μάρτυρα και αμέσως έγινε εντελώς καλά, με αποτέλεσμα και ο ίδιος ο ύπαρχος και όλοι οι γύρω του να θαυμάζουν την ταχύτατη βοήθεια του μάρτυρα, να δοξάζουν το Θεό και να εγκωμιάζουν το μάρτυρά του Δημήτριο.

20. Αυτός λοιπόν κατέστρεψε τις καμάρες των καμινιών και τα κτίσματα των θερμών λουτρών και καθάρισε εντελώς τον τόπο από όλα τα ξύλα και τα σκουπίδια, ανήγειρε πανέμορφο και πάνσεπτο ναό προς τιμήν του μάρτυρα ανάμεσα στο δημόσιο λουτρό και στο στάδιο, που αναφέραμε προηγουμένως, τον οποίο κόσμησε με δαπάνη πολλών χρημάτων και τον έκανε πολύ λαμπρό. Αυτός μέχρι και σήμερα καμαρώνει σαν επίγειος ουρανός, γιατί τον έχει κάνει ένδοξο η πηγή των θαυμάτων, αυτός φέρει πάντα τη θεόβρυτη λάρνακα του μύρου ως ανεξάντλητη πηγή, αυτός υπάρχει παυσίπονο φάρμακο, που θεραπεύει τα διάφορα νοσήματα, αυτός έχοντας ως ασυναγώνιστο οικοδεσπότη τον ξακουστό Δημήτριο δεν θα φοβηθεί τις επιδρομές των βαρβάρων εχθρών, αυτός πολλές φορές είναι η λύτρωση των αιχμαλώτων, με αποτέλεσμα πολλές φορές να βρίσκονται αιχμάλωτοι σ’ εκείνον τον ιερό ναό μαζί με τις αλυσίδες τους και από τη Συρία και από άλλες βαρβαρικές χώρες και να λένε ότι τους αρπάζει ο άγιος Δημήτριος και τους διασώζει φέρνοντάς τους μετέωρους μέχρι το ναό του.

21. Και όχι μόνο αυτών αλλά και των πιστών βασιλιάδων είναι σύμμαχος αυτός ο ιερός οπλίτης, στον οποίο και εγώ γεμάτος χαρά θα απευθύνω λίγους χαιρετισμούς και θα τελειώσω το λόγο μου.

22. Χαίρε, ασυναγώνιστε στρατιώτη του Χριστού τρισευτυχισμένε Δημήτριε, γιατί σύμφωνα με τον Παύλο, αγωνίστηκες τον ωραίο αγώνα, έχεις τρέξει το δρόμο μέχρι το τέρμα, έχεις διαφυλάξει την πίστη και στεφανώθηκες επάξια από το Θεό με το στέφανο της δικαιοσύνης.

Χαίρε μάρτυρα Δημήτριε, γιατί αν και έχεις δεχτεί και συ στο σώμα σου τις πληγές που δέχτηκε ο Χριστός, ανέβηκες στον ίδιον με χαρά και αγαλλίαση.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί έγινες πράγματι μιμητής του Χριστού. Εκείνος βέβαια για χάρη όλων μας δέχτηκε τη λόγχη από τον ασεβή στρατιώτη στην αμόλυντη πλευρά του και συ ως ευσεβής στρατιώτης του για χάρη της αγάπης του δέχτηκες τη λόγχη στη φυλακή από ασεβείς στρατιώτες.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί έχεις πλουτίσει με την αγγελική χάρη και αποδεικνύεσαι επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος γεμάτος δόξα.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί είσαι μυημένος στη χάρη και ελευθερωτής των αιχμαλώτων και πολύ γρήγορος γιατρός των διάφορων ασθενειών.

Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, μαζί με το Γεώργιο και το Θεόδωρο, τους συναθλητές και συμμέτοχούς σου, το τρισευτυχισμένο όπλο των ευσεβών βασιλιάδων μας, το ξίφος τους με τις τρείς αιχμές εναντίον των άθεων βαρβάρων, το τριπλό τείχος της βασιλικής αυλής, το τρίσπαθο κάρφωμα στην καρδιά των σκληρών εχθρών, το τριστόλιστο στέμμα των βασιλιάδων μας, το τριπλό φως της οδοιπορίας τους μέρα και νύχτα, το τριπλό όπλο του εκφοβισμού τους και το πολύ αγαπητό και ισάριθμο της Τριάδος.

Χαίρε, γιατί έχεις αξιωθεί την ακατάπαυτη χαρά και είσαι συνοδός των πιστών βασιλιάδων. Και εγώ το γνωρίζω ότι νικιέται η παράταξή μας σε περίοδο πολέμου. Αλλά δεν ρίχνουμε την ευθύνη για την ήττα στην αδράνεια αυτών των στρατηγών, αλλά οι καρποί των κακών πράξεων κάνουν πιο ισχυρούς τους εχθρούς μας εναντίον μας. Πώς λοιπόν, αναφέρει ο προφήτης, ένας θα καταδιώξει χίλιους και δύο θα μετακινήσουν μυριάδες και τα ακόλουθα.

23. Και ο άγιος εκείνος άνθρωπος, ο Λεόντιος, όταν ολοκλήρωσε τον πανσεβάσμιο ναό του μάρτυρα και επρόκειτο να φύγει στο Ιλλυρικό, σκεπτόταν να πάρει μαζί του κάποιο λείψανο, για να ανεγείρει και εκεί ναό στο όνομα του αγίου. Ο άγιος όμως τη νύχτα παρουσιάστηκε σ’ αυτόν και του έκοψε την ορμή. Τότε λοιπόν ο άνθρωπος πήρε τη χλαμύδα του αγίου και ένα μέρος από το οράριο, που ήταν βαμμένα κατακόκκινα στο αίμα του αγίου, κατασκεύασε αργυρή λειψανοθήκη, τα απέθεσε μέσα σ’ αυτήν και συνέχισε το δρόμο του.

24. Όταν έφτασε σ’ έναν ποταμό, που τον λένε Δούναβι, επειδή δεν μπορούσε να περάσει από το θυελλώδη καιρό και το φούσκωμα του ορμητικού ρεύματος, καθόταν και περίμενε να λιγοστέψει ο ποταμός, αυτός όμως πιο πολύ φούσκωνε, αντί να λιγοστεύει. Και ο άγιος Δημήτριος παρουσιάστηκε νύχτα σ’ αυτόν και του είπε: «Διώξε από μέσα σου κάθε δειλία και απιστία, ανέβα πάνω στο πλοιάριό σου, πάρε στα χέρια σου τη σορό που φέρνεις μαζί σου και πέρνα άφοβα τον ποταμό μαζί με τη συνοδεία σου». Και ο άνθρωπος έκανε αυτό το πράγμα, πέρασε αβλαβής τον ποταμό και έτσι διασώθηκε και απέθεσε την αγία λειψανοθήκη με τα αγιάσματά της, εκεί όπου έχτισε και άλλον ναό προς τιμήν του μάρτυρα αγίου Δημητρίου, δίπλα στο σεβάσμιο ναό της καλλίνικου μάρτυρας Αναστασίας, απ’ όπου ξεχύθηκαν πολλοί ποταμοί θαυμάτων. Από αυτούς, Χριστέ βασιλιά μου, αφού μας ποτίσεις, ως ποταμός της ειρήνης, γέμισέ μας, φώτισε, καθάρισε, θεράπευσε τις ψυχές μας μαζί και τα σώματά μας με τις προσευχές του υπηρέτη Σου και μάρτυρα Δημητρίου και της άχραντης Θεοτόκου, για να δοξαστεί και από εδώ το πανάγιο όνομά Σου, γιατί Σου πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα Σου και το άγιο Σου πνεύμα πάντοτε, και τώρα και για πάντα και στους αιώνες αμήν.

------------------------------------------------------
πηγή: Άγιος Δημήτριος, Εγκωμιαστικοί λόγοι επιφανών Βυζαντινών λογίων, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, 2004.
 
 

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Κυριακή ΣΤ Λουκά


ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Υπόστρεφε εις τον οίκον σου και
διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός»

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΙ Ιησού Χριστού. Εκείνος μας ελευθέρωσε «από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» (Ρωμ, 8,2). Είμαστε «μέτοχοι κλήσεως επουρανίου» (Εβρ.3,1). Ο Ιησούς μας κάλεσε «εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν» (Α’ Θεσ. 2,12). Είμααστε οι σφραγισμένοι «τω πνεύματι της επαγγελίας των Αγίων» (Εφ. 1,13). Εκείνος μας έδωσε την υπόσχεση της αιώνιας ζωής. Είμαστε «υιοί Θεού δια της πίστεως» (Γαλ. 3, 28). Ο Ιησούς Χριστός σ’ εμάς, που πιστέψαμε στο όνομα του, έδωσε την εξουσία να γίνουμε παιδιά του Θεού (Ιω, 1,12). Ενώ είχαμε αποστατήσει, ενώ είχαμε απομακρυνθεί από τον Θεό, Εκείνος μέσα στην άπειρη αγάπη Του, μας επανέφερε στον Πατρικό Οίκο. Γιάτρεψε τις πληγές μας. Μας αποκατέστησε και πάλι στην τάξη των αγαπημένων παιδιών του Θεού.
Γι’ αυτό θα πρέπει να αισθανόμαστε απέραντη και απεριόριστη ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο μας. Η καρδιά μας, η ύπαρξη μας ολόκληρη, να πλημμυρίζει από το βαθύ αυτό αίσθημα προς τον μεγάλο ελευθερωτή και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Και το αίσθημα τούτο της βαθιάς ευγνωμοσύνης μας προς τον Χριστό δεν μπορούμε – μα ούτε και πρέπει – να το αποκρύπτουμε. Αντίθετα, επιβάλλεται να το εκδηλώνουμε. Να το εκφράζουμε. Πως όμως; Με ποιους τρόπους; Απάντηση στο ερώτημα τούτο μας δίνει η σημερινη ευαγγελική περικοπή.

Η θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδάρων

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΠΟΤΕ βρέθηκε στη χώρα των Γαδαρηνών. Η περιοχή αυτή βρισκόταν απέναντι από τη Γαλιλαία και έφτανε μέχρι την Τιβεριάδα. Εκεί συνάντησε έναν δαιμονισμένο. Ο δυστυχής εκείνος άνθρωπος είχε καταστεί άντρο ακαθάρτων πνευμάτων. Η όψη του ήταν φοβερή. Περιφερόταν γυμνόα. Πλανιόταν στις ερημιές. Κατοικούσε στα μνήματα. Είχε γίνει το φόβητρο της περιοχής.
Μεταξύ του Κυρίου και των δαιμονίων ανοίγεται ένας διάλογος συνταρακτικός. Τα ακάθαρτα πνεύματα διαισθάνονται ότι ήρθε η ώρα για να εγκαταλείψουν την δυστυχισμένη εκείνη ανθρώπινη ύπαρξη. Παρακαλούν να τους επιτρέψει ο Χριστός να εισάλθουν στο κοπάδι των χοίρων που έβοσκαν στην πλαγιά του βουνού. Ο Κύριος το επιτρέπει. Οπωσδήποτε και για να τιμωρήσει τους κατοίκους των Γαδάρων που έτρεφαν χοίρους παρά την απαγόρευση του Μωσαϊκού νόμου. Οι χοίροι τότε, ασυγκράτητοι κα΄τω από την επήρεια των δαιμονίων, όρμησαν στο γκεμό και πνίγηκαν μέσα στη λίμνη.
Οι βοσκοί, βλέποντας το φοβερό τούτο γεγονός, τρέχουν στην πόλη για να πληροφορήσουν τους κατοίκους της. Και οι Γαδαρηνοί έρχονται για να βεβαιωθούν με τα ίδια τους τα μάτια. Βλέπουν τον Χριστό. Βλέπουν τον πρώην διαμονισμένο να κάθεται «ιματισμένος και σωφρονών» στα πόδια του Χριστού. Φοβήθηκαν, δεν μετανόησαν όμως. Γι’ αυτό και ζητούν από τον Χριστό να φύγει από την περιφέρεια τους. Ο Κύριος επιβιβάζεται στο ποιάριο για να φύγει. Ο τέως δαιμονισμένος παρακαλεί να τον πάρει μαζί του. Αλλά ο Κύριος αρνείται και του παραγγέλλει: «Υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός». Γύρνα στο σπίτι σου, στο περιβάλλον σου, κι εκεί να διηγείσαι την ευεργεσία του Θεού, που σε ελευθέρωσε από τα ακάθαρτα πνεύματα.

Η χριστιανική μαρτυρία, κορυφαίο χρέος του πιστού
«ΥΠΟΣΤΡΕΦΕ ΕΙΣ τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός». Αυτό είναι το χρέος μας. Αυτός είναι ο τρόπος για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας προς τον Κύριο Ιησού για τα όσα μας έχει προσφέρει, την απολύτρωση και τη σωτηρία. Να διηγούμαστε δηλαδή στους άλλους τιε ευεργεσίες Του. Να διακηρύσσουμε τον πλούτο της θείας αγάπης Του. Να απολογούμαστε «παντί τω αιτούντι ημάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πετρ. 3, 15). Να καταθέσουμε ενώπιον των ανθρώπων τη μαρτυρία Ιησού Χριστού (Αποκ. 1, 2), μαρτυρία πίστεως και αφοσιώσεως στο θείο πρόσωπο Του. Σήμερα, στην εποχή μας, μια εποχή που μοιάζει με μια απέραντη χώρα Γαδαρηνών, όπου πολλοί από τους ανθρώπους αξιώνουν από τον Χριστό «απελθείν απ’ εαυτών»,να φύγει από τα όρια τους: τη ζωή, την οικογένεια, το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Η θέση και η παρουσία του χριστιανού σήμερα στον κόσμο θα πρέπει να είναι μια συνεχής αναχώρηση κα επιστροφή. Αναχώρηση από τον κόσμο. Αναχώρηση όχι τοπική, αλλά τροπική. Αναχώρηση για να συναντήσει τον Ιησού. Στη σύναξη των πστών. Γύρω από την τράπεζα της Ευχαριστίας. Στην κοινωνία του εκκλησιαστικού σώματος. Και εκεί να τον λατρέψει. Να κοινωνήσει του ποτηρίου της ζωής. Να γευθεί την άκτιστη χάρη. Να δεχτεί την καλή αλλοίωση. Να ζήσει το μυστήριο της θείας Παρουσίας. Να απολαύσει την ενότητα και τη χαρά της αδελφικής εν Χριστώ κοινωνίας. Και ύστερα να επιστρέψει. Στον κόσμο. Στο καθημερινό του περιβάλλον. Κι εκεί να διηγείται, να κηρύσσει «όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς». Να δίνει την μαρτυρία της πίστεως, μαρτυρία ελπίδας κι αγάπης. Να απευθύνεται σ’ όσους αγνοούν το Χριστό, σ’ όσους αδιαφορούν, σ’ όσους αμφιβάλλουν, σ’ όσους τον εχθρεύονται. Και να ομολογεί με δύναμη, τη δύναμη που δίνει η προσωπική εμπειρία: «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλμ.33,9).

Που οφείλουμε να δίνουμε τη μαρτυρία της πίστεως

ΜΕΣΑ στην οικογένεια πρώτ’ απ’ όλα. Ο πιστός άνθρωπος – όποιος κι αν είναι, ο πατέρας, η μητέρα, ο γιος, η κόρη, ο παππούς, η γιαγιά – οφείλει μέσα στην οικογένεια του να δίνει την μαρτυρία της πίστεως. Να κάνει λόγο για τον Θεό. Να θυμίζει την ανέκφραστη αγάπη Του για τους ανθρώπους. Να υπενθυμίζει με διάκριση ξεχασμένα καθήκοντα, ευλαβικές παραδόσεις, άγιες οικογενειακές συνήθειες, τους ανοιχτούς ουρανούς που, κάποια μέλη ίσως αρνούνται ή ξεχνούν να τους κοιτάξουν. Στ’ αλήθεια! Πόσα και πόσα δεν κατόρθωσε μια πιστή σύζυγος, μια χριστιανή μάνα, ένας φλογερός νέος, μια σεμνή κόρη μέσα στην οικογένεια τους! Αληθινά θαύματα.
Μέσα στο χώρο της εργασίας. Το Ευαγγέλιο δεν είναι για το εικονοστάσι. Μας δόθηκε για να εμπνέει τη ζωή μας,για να το καταστήσουμε πράξη. Πρέπει, λοιπόν, να το κατεβάσουμε μέσα στο στίβο της καθημερινής ζωής. Για ν’ αγκαλιάσει και να φωτίσει όλες τις πλευρές της ζωής μας. Επομένως και την εργασία και τις ασχολίες μας. Να μπει στο γραφείο μας, στο κατάστημα μας, στα δικαστήρια, στους στρατώνες, στα εργοστάσια, παντού. Ο χριστιανός οφείλει να σταθεί ορθός. Να ομολογήσει τον Χριστό. Να ακτινοβολήσει το φως της πίστεως. Να ασκήσει το επάγγελμα του καθοδηγούμενος από τον νόμο του Ευαγγελίου. Ας μη ξεχνούμε ότι σε πολλά μέρη, όπως στη Ρώμη λόγου χάριν, τον χριστιανισμό πρώτοι δεν τον μετέφεραν απόστολοι, αλλά απλοί φλογεροί χριστιανοί, ταξιδιώτες, έμποροι, τεχνίτες.
Μέσα στο σχολείο. Όχι μλόνο οι μεγάλοι, αλλά και οι μικροί, τα χριστιανικά νιάτα, έχουν χρέος να «διηγούνται όσα εποίησεν αυτοίς ο Ιησούς». Να δίνουν την μαρτυρία της πίστεως μέσα στο σχολείο, το φροντιστήριο, το πανεπιστήμιο. Να ομολογήσουν ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια. Ότι μόνο κοντά στον Ιησού ο άνθρωπος καταξιώνει τη ζωή του. Παράλληλα θα πρέπει να αντιμετωπίζουν θαρραλέα την αθεΐα. Με υπομονή την ειρωνία. Άφοβα την πρόκληση. Ανυποχώρητα τον πειρασμό. Και με την βεβαιότητα ότι δεν είναι μόνοι, αλλ’ ότι και πολλοί άλλοι νέοι άνθρωποι αγωνίζονται στα χαρακώματα της πίστεως, καάτω από το βλέμμα και την παντοδύναμη παρουσία του Κυρίου μας.

* * *
Αδελφοί μου,
Αυτό που παρήγγειλε στον θεραπευμένο Γαδαρηνό ο Κύριος Ιησούς ήταν να γυρίσει πίσω στο σπίτι του και να εξαγγέλλει όσα του έκανε ο Θεός. Το ίδιο παραγγέλλει να κάνουμε και μεις στο δικό μας οικογενειακό, εργασιακό, κοινωνικό περιβάλλον. Ως χριστιανοί οφείλουμε να είμαστε οι «μάρτυρες» του Χριστού. Οι ομολογητές του ονόματος Του. Οι ευγνώμονες κήρυκες της φιλανθρωπίας και των απείρων ευεργεσιών Του.
Ο πρώην δαιμονισμένος ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην εντολή του Κυρίου: «Και απήλθε, καθ’ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς». Αποτελεί χρέος μας ν’ ακολουθήσουμε κι εμείς το παράδειγμα του. Να γιμόμαστε καθημερινά, παντού και πάντοτε μάρτυρες του Χριστού. 



από εδώ

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Κυριακή Δ΄Λουκά. «Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς» (Λουκ. η΄ 10)



«Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού,τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς» (Λουκ. η΄ 10)

Ο λόγος του Θεού, αιώνιος και αξιόπιστος, προσφέρεται διαχρονικά σε όλους τους ανθρώπους, με στόχο να καταστήσουν τον άνθρωπο γνώστη και κοινωνό των μυστηρίων της βασιλείας του Θεού. Έτσι, ανάλογα με τις δυνατότητες του ανθρώπου, ο Θεός αποκαλύπτει είτε άμεσα τα μυστήρια της βασιλείας του, είτε έμμεσα με τη μορφή των παραβολών. Ο άνθρωπος στη συνέχεια έχει τη δυνατότητα είτε να αποδεχθεί το λόγο του Θεού είτε και να τον απορρίψει.

Όμως, πέρα από την αποδοχή του λόγου του Θεού, ο άνθρωπος έχει καθήκον να γνωρίσει το αληθινό πνεύμα, αλλά και το βάθος του Θείου Λόγου, τόσο αυτού που ακούει, όσο και αυτού που διαβάζει. Με τον τρόπο αυτό η γνώση του θα είναι ολοκληρωμένη, αλλά και θα προφυλαχθεί από τον κίνδυνο της παρανόησης της αλήθειας. Άρα θα προφυλαχθεί και από τον κίνδυνο να υποπέσει στην αίρεση.

Για να μπορέσει ο άνθρωπος να επιτύχει τα πιο πάνω θα πρέπει να είναι δεκτικός στο άκουσμα του λόγου του Θεού. Σαν άλλος Ιερεμίας, μέσω της προσευχής, να παρακαλεί τον Θεό λέγοντας: «Λάλει ότι ακούει ο δούλος σου». Παράλληλα, και πάλι μέσω της προσευχής να επαναλαμβάνει τους λόγους του ψαλμωδού «γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι». Αυτός ο τρόπος σκέψης και δράσης θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην αληθινή γνώση του θελήματος του Θεού και άρα στη σωτηρία.

Ο λόγος του Θεού προσφέρεται σε όλους και μάλιστα με τη μορφή που ο καθένας θα μπορεί να τον κατανοήσει. Όμως ο άνθρωπος αποδέχεται το λόγο του Θεού; Και το σημαντικότερο, τον κατανοεί, πολύ δε περισσότερο τον εφαρμόζει; Απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα μας δίνει το σημερινό Ευαγγέλιο. Με τον τρόπο αυτό μας βοηθά, έστω και παραβολικά, να δώσουμε τις σωστές απαντήσεις, μέσα από τις οποίες θα διαφανεί κατά πόσο είμαστε γνώστες, πολύ δε περισσότερο εφαρμοστές του λόγου του Θεού.

Ο Θεός παρομοιάζεται σήμερα με το σποριά, ο δε λόγος του με το σπόρο. Ακούσαμε σήμερα «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού», καθώς και τη διευκρίνηση ότι «ο σπόρος εστιν ο λόγος του Θεού». Αυτός ο λόγος του Θεού προσφέρεται –σκορπίζεται αφειδώλευτα παντού και μάλιστα χωρίς διακρίσεις, με την προσδοκία, από τη μια της αποδοχής και από την άλλη της καλύτερης δυνατής απόδοσης. Παρά το ότι η φύση δεν είναι λογική, αλλά άλογη, εντούτοις αυτή ανταποκρίνεται κλιμακωτά στην προσφορά του σποριά από θετικά έως αρνητικά. Κι εκεί ακόμα που η ανταπόκριση είναι θετική διαφέρει και πάλι το αποτέλεσμα. Αποδίδει – καρποφορεί αλλού τριάντα, αλλού εξήντα και αλλού εκατό τοις εκατό.

Αν η άλογη φύση ανταποκρίνεται μ’ αυτό τον ανόμοιο τρόπο, πόσο μάλλον θα υπάρχει διαφορά στην περίπτωση του λογικού μεν ανθρώπου, αλλά που είναι πρόσθετα προικισμένος με την ελεύθερη θέληση. Αυτή την ποικιλότητα στον τρόπο αντίδρασης του ανθρώπου απέναντι στο λόγο του Θεού, εκφράζει ο ίδιος ο Ιησούς στην εξήγηση της παραβολής. Τον ακούσαμε να μας λέει:

«Η παραβολή αυτή σημαίνει το εξής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι που έπεσαν στο δρόμο είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο του Θεού, έρχεται όμως ύστερα ο διάβολος και τον παίρνει απ’ τις καρδιές τους, για να μην πιστέψουν και να σωθούν. Οι σπόροι που έπεσαν στο πετρώδες έδαφος είναι εκείνοι που, όταν ακούσουν το λόγο, τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα. Γι’ αυτό πιστεύουν για λίγο διάστημα και, όταν έρθει ο καιρός της δοκιμασίας, απομακρύνονται. Αυτοί που έπεσαν στ’ αγκάθια είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο, συμπορεύονται όμως με τις φροντίδες, με τον πλούτο και τις απολαύσεις της ζωής, πνίγονται απ’ αυτά και δεν καρποφορούν. Με το σπόρο που έπεσε σε γόνιμο έδαφος εννοούνται όσοι άκουσαν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή».

Δεν αρκεί να ακούει κάποιος το λόγο του Θεού. Χρειάζεται να τον ακούει με ειλικρίνεια, να τον ακούει με αγαθή διάθεση. Χρειάζεται ακόμα να τον αφομοιώνει και με υπομονή να τον εφαρμόζει, ξεπερνώντας τα διάφορα εμπόδια.

Από τις τέσσερις κατηγορίες που περιγράφει ο Ιησούς, οι τρεις υπήρξαν άγονες και άρα άκαρπες. Γόνιμη και καρποφόρα υπήρξε μόνο μία. Και αυτή η μία κατηγορία χρειάστηκε και χρειάζεται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, καλή και αγαθή καρδιά που να είναι δεκτική στο λόγο του Θεού. Δεύτερον, να ακούει και να αφομοιώνει το λόγο του Θεού και τρίτον, να καρποφορεί με υπομονή. Αν ο λόγος του Θεού γίνεται μεν αποδεκτός αλλά δεν ωριμάζει μέσα από την καρποφορία των έργων, τότε δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από τον καρπό που δε βλάστησε. Η μη ωριμότητα ισοδυναμεί με ακαρπία.

Χρειάζεται, λοιπόν, σημαντική προσπάθεια από μέρους του ανθρώπου, να ακούει, να αφομοιώνει και τέλος να εφαρμόζει στην καθημερινή ζωή του, με έργα και με λόγια, το αληθινό περιεχόμενο των λόγων του Θεού. Έτσι κι εμείς δεν πρέπει να αρκούμαστε στην καλή μας διάθεση, ούτε να επαναπαυόμαστε στην προθυμία μας ν’ ακούμε και να μελετούμε το λόγο του Θεού. Δεν είναι ακόμα αρκετό να συνειδητοποιούμε ότι κατανοήσαμε το λόγο του Θεού. Χρειάζεται καρποφορία με επιμονή και υπομονή που θα εκδηλώνεται μέσα από την πίστη και τις πράξεις μας και που θα αποτελούν τον ασφαλή οδοδείκτη στην πορεία μας προς την τελειότητα και τη βασιλεία του Θεού.

Αδελφοί μου, όπως ακούσαμε σήμερα, ο λόγος του Θεού είναι και δεδομένος και αξιόπιστος. Από μας εξαρτάται αν θα τον δεχθούμε, ιδιαίτερα όμως αν αυτό το λόγο του Θεού θα τον αφήσουμε να καρποφορήσει. Ο Ιησούς, ο Κύριός μας, μας εξήγησε τόσο τους λόγους της επιτυχίας, όσο και τους λόγους της αποτυχίας. Το ότι καρποφόρησε μόνο μια από τις τέσσερις κατηγορίες, αυτό φανερώνει και τη μεγάλη δυσκολία. Άραγε εμείς σε ποια κατηγορία ανήκουμε; Θεωρητικά μπορεί να ανήκουμε σε οποιαδήποτε κατηγορία. Άρα και στην τέταρτη κατηγορία της «καλής και αγαθής» γης. Αυτό εξαρτάται από μας. Μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό με τη βοήθεια του Θεού. Η χαρά της επιτυχίας θα είναι πραγματικά μεγάλη. Λοιπόν, ας προσπαθήσουμε για να γευθούμε κι εμείς τη χαρά της επιτυχίας. Αμήν.

Μητρόπολη Πάφου – Θεόδωρος Αντωνιάδης

 

πηγη

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Κυριακή Γ΄Λουκά - Η πηγή της ελπίδας και η βεβαιότητα της Ανάστασης



Ευαγγελικό  Ανάγνωσμα: Λουκ. 7, 11-16

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη απο το 7ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς περιγράφεται η ανάσταση του γιού μας χήρας από την πόλη της Ναΐν, η οποία βρίσκεται νοτιοδυτικά και όχι πολύ μακριά από την πόλη της Καπερναούμ όπου βρισκόταν προηγουμένως ο Ιησούς Χριστός. Φεύγοντας, λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός από την πόλη της Καπερναούμ, όπου είχε θεραπεύσει το δούλο του εκατοντάρχου, έρχεται στην πόλη της Ναΐν μαζί με αρκετούς μαθητές του και πολύ κόσμο που τον ακολουθούσε. Καθώς πλησίαζαν στην είσοδο της πόλης συνάντησαν μια νεκρική πομπή που μετέφερε ένα νεαρό νεκρό. Ο νεαρός αυτός ήταν ο  μονάκριβος γιος μιας μάνας, η οποία ήταν χήρα. Όταν είδε τη σκηνή αυτή ο Κύριος ευσπλαχνίστηκε τη χήρα αυτή και της είπε να μην κλαίει. Ακολούθως προχώρησε προς το νεαρό και αφού ακούμπησε τη σορό, του είπε: «Νεαρέ σε διατάζω να σηκωθείς». Αμέσως ο νεκρός σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει. Τότε ο Κύριος τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλοι όσοι  βρισκόντουσαν εκεί κυριεύτηκαν από μεγάλο δέος και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι εμφανίστηκε μεγάλος προφήτης αναμεσά μας και ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του. Αυτή η φήμη για τον Ιησού, διαδόθηκε σ ολόκληρη την Ιουδαία και τα περιχωρά της.

Το θαύμα αυτό της ανάστασης του γιού της χήρας στη Ναΐν μας το περιγράφει μόνο ο Ευαγγελιστής Λουκάς και εντάσσεται στη Γαλιλαϊκή δράση του Ιησού Χριστού. Μέσα από το θαύμα αυτό, αλλά και γενικότερα μεσά από ολα τα θαύματα του Ιησού Χριστού, αποκαλύπτεται στους ανθρώπους η θεότητα του αλλά και η εξουσία σε όλη την κτίση ακόμα και στον θάνατο. Φαίνεται ακόμη η έναρξη της βασιλείας του Θεού, αλλά και το σχέδιο για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ο Ιησούς Χριστός κατά την επί γης παρουσία του, επιτέλεσε τρία θαύματα που αφορούν ανάσταση νεκρών. Ανέστησε το γιό της χήρας στη Ναΐν, την κόρη του αρχισυναγώγου Ιαείρου, και τον φίλο του τον Λάζαρο. Το μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα που επιτέλεσε και που έχει ιδιαίτερη σημασία και για τον καθένα από εμάς, είναι η Ανάσταση του ιδίου του Ιησού Χριστού, με την οποία μας ελευθέρωσε από τα δεσμά του θανάτου και μας χάρισε την αιώνια ζωή.
Ένα σημαντικό πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε και στις τρείς αναστάσεις νεκρών που έκανε ο Ιησούς Χριστός, είναι η δύναμη και η εξουσία του κατά του θανατού. Αυτό μας φανερώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο υιός του Θεού, είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο οποίος ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο. Οι παρευρισκόμενοι εκεί όταν είδαν τον νεκρό ν’ ανασταίνεται και να μιλάει, έλεγαν ότι «προφήτης μέγας εγήγερτε εν ημίν». Αυτό μας δείχνει ότι γνώριζαν την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, και τις δύο νεκραναστάσεις που προηγήθηκαν. Η μία από τον προφήτη Ηλία, ο οποίος ανέστησε τον υιό της χήρας στα Σάρεττα της Συδονίας (Γ’ Βασ. 17,20-23) και η άλλη από τον προφήτη Ελισσαίο, ο οποίος ανέστησε τον γιό της Σωμανίτισας (Δ’ Βασ. 4, 33-36). Αυτές όμως οι νεκραναστάσεις από τους προφήτες έγιναν αφού προηγήθηκε θερμή προσευχή προς τον Θεό. Οι νεκραναστάσεις που επιτέλεσε ο Ιησούς Χριστός έγιναν με τη δική του εξουσία γι αυτό και προκαλούσαν το φόβο ανάμεσα στο πλήθος.
Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να δούμε τη διάσταση που έχει ο θάνατος και κατ’ επέκταση ο πόνος ο οποίος προκαλείται μέσα απ΄ αυτόν. Βλέπουμε την χήρα μάνα να πλήττεται για δεύτερη φορά από το θάνατο, αφού προηγουμένως είχε ξαναζήσει το θάνατο του συζύγου της. Αυτό όμως σιγά σιγά κατάφερε να το ξεπεράσει, έχοντας ως παρηγοριά τον μονογενή υιό της. Τώρα που χάνει κι αυτόν, ο πόνος είναι αβάσταχτος. Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το δράμα που περνά αυτή η γυναίκα, βλέποντας και σήμερα μανάδες που χάνουν τα παιδιά τους. Έχουμε συνηθίσει τα παιδιά να κηδεύουν τους γονείς τους. Αρκετές φορές όμως βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο, οι γονείς να κηδεύουν τα παιδιά τους και να βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτή την απαρηγόρητη κατάσταση. Αυτή η συνάντηση του Ιησού Χρισυού με τη νεκρική πομπή και τη τελική έκβαση της πορείας, δηλαδή την ανάσταση του νεκρού νέου, φανερώνει τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η εκφορά του νεκρού από την πόλη, φανερώνει τη νίκη του θανάτου πάνω στον άνθρωπο, η οποία αποτελεί μια παρά φύση κατάσταση. Η κατάσταση αυτή λαμβάνει τέλος, όταν συναντηθεί μαζί με την πηγή της ζωής, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Εκεί ο θάνατος παύει να υπάρχει και επικρατεί η ζωή.
Ο πόνος και ο θάνατος αποτελούν δεδομένα, τα οποία είναι αδύνατο να τ’ αποφύγουμε. Κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι θα βρεθούμε αντιμέτωποι μ’ αυτά. Η παρουσία του Ιησού Χριστού στη ζωή μας, αποτελεί την πηγή της ελπίδας και τη βεβαιότητα της Ανάστασης. Αυτή η εμπειρία της Ανάστασης, οδηγεί στην υπέρβαση του θανάτου. Αυτό που απομένει σ’ εμάς, είναι με πίστη και εμπιστοσύνη να του αναθέτουμε τη ζωή μας, μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως μας.
Φιλίππου Φιλίππου, θεολόγου – Μητρόπολη Κωνσταντίας




ΑΠΟ ΑΚΤΙΝΕΣ