«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Εις την μνήμην του Προδρόμου (29 Αυγούστου)


π Χερουβείμ Βελέντζας

Εορτάζει σήμερα η αγία μας Εκκλησία το μαρτυρικό θάνατο του Ιωάννου του Προδρόμου, εκείνου δηλαδή που όχι μόνο βάπτισε στα νερά του Ιορδάνη τον Κύριο Ιησού Χριστό, αλλά και προετοίμασε τον δρόμο του ερχομού Του, κηρύσσοντας μετάνοια στον κόσμο και δίνοντας το παράδειγμα της ασκητικής ζωής του. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος, από τον οποίο προέρχεται η σημερινή περικοπή, περιγράφει ότι ο Ηρώδης, ο ηγεμόνας της Ιουδαίας, είχε φυλακίσει τον Ιωάννη επειδή εκείνος τον έλεγχε για τον παράνομο γάμο που είχε κάνει με την γυναίκα του αδερφού του. Ωστόσο, αναγνώριζε ότι ο Ιωάννης ήταν άνδρας άγιος και δίκαιος, και γι αυτό δεν αποφάσιζε να τον τιμωρήσει, και μάλιστα με ευχαρίστηση άκουγε τα λόγια του. Ήρθαν και τα γενέθλια του Ηρώδη, και στη μεγάλη γιορτή που ετοίμασε χόρεψε η κόρη της γυναίκας του, στην οποία έταξε να της δώσει ό,τι κι αν του ζητήσει, μέχρι ακόμα και το μισό του βασίλειο. Τότε η κοπέλα ρώτησε τη μητέρα της, και η Ηρωδιάδα τη συμβούλεψε να ζητήσει το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή. Στεναχωρημένος ο Ηρώδης, που δεν ήθελε να παραβεί τον όρκο του, έστειλε ένα δήμιο και εκτέλεσε την επιθυμία. Κι εκείνος, αφού αποκεφάλισε στη φυλακή τον Πρόδρομο, έφερε σε δίσκο το κεφάλι του και το έδωσε στο κορίτσι, κι εκείνη το πήγε στη μητέρα της. Τέλος, όταν οι μαθητές του Ιωάννη έμαθαν για το θάνατο του δασκάλου τους, πήγαν στη φυλακή, παρέλαβαν το άψυχο σώμα του και το ενταφίασαν.

Όπως ο Χριστός αργότερα, έτσι και ο Πρόδρομος θανατώθηκε από μίσος και φθόνο. Οι γραμματείς και οι φαρισαίοι προφασίστηκαν ότι συμφέρει να πεθάνει ένας για το καλό του λαού, και η παράνομη σύζυγος θεώρησε συμφερότερο γι αυτήν το θάνατο του ανθρώπου που την έλεγχε, παρά το μισό βασίλειο του άντρα της. Κι αυτό γιατί ο λόγος της Αληθείας δεν είναι πάντοτε ευχάριστος, μιας που οριοθετεί το σωστό από το λάθος και συνεπώς καλεί τον κάθε άνθρωπο να εξετάσει και να αναθεωρήσει την πορεία του. Η Μετάνοια όμως δεν είναι εύκολο αγώνισμα, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτιμούν, σαν την Ηρωδιάδα, να φιμώσουν οριστικά το στόμα που λέει αλήθειες, παρά να αποδεχτούν τα σφάλματά τους.

Αλλά και όταν ακόμα ο λόγος της Αληθείας ακούγεται ευχάριστα, όταν δηλαδή συμφωνούμε και δεχόμαστε ως σωστά αυτά που ακούμε, πάλι υπάρχει απόσταση μέχρι την εφαρμογή τους. Το βλέπουμε αυτό στο παράδειγμα του Ηρώδη, ο οποίος άκουγε μεν με ευχαρίστηση τα λόγια του Βαπτιστή, όμως αυτό δεν τον απέτρεψε να γίνει εγκληματίας για χάρη μιας ανόητης υπόσχεσης. Άλλωστε, η υπόσχεσή του αφορούσε κάποιο δώρο, και όχι εγκληματική πράξη. Αλλά προτίμησε και ο ίδιος να φανεί αρεστός ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του, παρά στον ίδιο το Θεό.

Η ανθρώπινη Ιστορία, και ακόμη περισσότερο η ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αλλά και της Εκκλησίας μέχρι τις μέρες μας, έχει να μας παρουσιάσει αναρίθμητα ίσως παραδείγματα ανθρώπων που διώχθηκαν, βασανίστηκαν ή και θανατώθηκαν επειδή υπερασπίζονταν την Αλήθεια, δηλαδή το λόγο του Θεού. Ο προφήτης Ηλίας, οι άγιοι Μακκαβαίοι, οι Τρεις Παίδες, ο Πρωτομάρτυς Στέφανος, οι Μάρτυρες και Ομολογητές, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι ενδεικτικά μερικοί από αυτούς. Το παράδειγμά τους επαινείται και εκθειάζεται, και προβάλλεται σε όλους εμάς ως ορόσημο και ως πρότυπο ζωής, ώστε να μη δειλιάζουμε αλλά να υπερασπιζόμαστε την αλήθεια της πίστεώς μας με κάθε τίμημα.

Στην εποχή μας βέβαια, περισσότερο από ότι στο παρελθόν, παρατηρούμε μια απομάκρυνση της κοινωνίας από τις αξίες του Ευαγγελίου και μια μανιώδη προσκόλληση στο κυνήγι της ευημερίας, του χρήματος, του συμφέροντος, των υλικών αγαθών. “Τί θα οφελήσει, όμως, τον άνθρωπο, εάν κερδίσει όλο τον κόσμο, αλλά ζημιωθεί την ψυχή του;” μας λέει ο ίδιος ο Χριστός. Γιατί μεγαλύτερη αξία ακόμη και από όλα τα πλούτη του κόσμου έχει μία και μόνη ανθρώπινη ψυχή. Και αυτό, ασυναίσθητα και με τραγικό τρόπο, το επιβεβαίωσε σήμερα η Ηρωδιάδα, η οποία προτίμησε το θάνατο ενός ανθρώπου παρά τα πλούτη και τις εξουσίες.

Αυτό επομένως που όλοι μας οφείλουμε να κρατήσουμε, με την ευκαιρία της σημερινής εορτής, είναι πρώτα από όλα ο επανακαθορισμός των αξιών που θέτουμε στη ζωή μας, η ιεράρχηση της σπουδαιότητας των αναζητήσεών μας και η στροφή μας προς τα πνευματικά, σε πείσμα του κόσμου που καλλιεργεί τον υλιστικό και καταναλωτικό τρόπο ζωής. Έπειτα, ότι δεν αρκεί μόνο να είμαστε ευχάριστοι ακροατές του λόγου του Θεού, δεν αρκεί να τον ακούμε μόνο, αλλά και να αγωνιζόμαστε, ώστε να τον εφαρμόζουμε στη ζωή μας. Και τέλος, ότι δεν πρέπει να διστάζουμε, όταν χρειαστεί να πούμε την Αλήθεια, αλλά να την ομολογούμε με θάρρος και παρρησία, άσχετα αν κάποιο ενοχληθούν και κυρίως παρά τις όποιες συνέπειες ενδεχομένως θα έχει αυτή μας η ομολογία. Και τούτο διότι η μόνη Αλήθεια και η όντως Ζωή είναι ο ίδιος ο Χριστός, και χωρίς Αυτόν δεν υπάρχει ούτε ζωή ούτε Ανάσταση.


ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ

Η ΕΚΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ


ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…»· ἔτσι ἀρχίζει, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ὅπως καὶ ὅλα σχεδὸν τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα.

Τὴ φράσι «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ἅμα τὴν ἀκούσουν μερικοί, κοροϊδεύουν ―ἴσως τό ᾽χετε ἀκούσει κ᾽ ἐσεῖς― καὶ λένε περιφρονητικά· «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»!…, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε πλέον, εἶνε ἀπηρχαιωμένο, κι ὅτι σήμερα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα ἄλ λο «Εὐαγγέλιο». Ἐν τούτοις ἡ φράσις« τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»ἔχει τὴ θέσι της· ὅπως θὰ δοῦμε, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν πάλιωσε. Εἶνε βιβλίο ποὺ δὲν παλιώνει. Εἶνε ὅπως ὁ ἥλιος. Εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ ἥλιος, τὰ ἄστρα, οἱ γαλαξίες, ὅπως λέει ἡ Γραφὴ(βλ. Ἑβρ. 1,11-12 [Ψαλμ. 101,27]. Ἀπ. 6,14)καὶ ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐπιστήμη, θὰ παρέλθουν. Μιὰ μέρα ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ ὅ πως σβήνει ἕνα καντήλι ἅμα λείψῃ τὸ λάδι του.

Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Θὰ μείνῃ αἰώνιο τὸ Εὐαγγέλιο.

Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα περιγράφει ἕνα ἐπεισόδιο, ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη παλαιὰ σὲ κάποια γωνία τοῦ κόσμου· καὶ ἐνῷ πέρασαν ἀπὸ τότε δεκαεννέα αἰῶνες, νομίζεις ὅτι ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶνε σύγχρονη. Ἀναφέρει 3 - 4 ὀνόματα, ποὺ τότε ἔκαναν κρότο μὰ τώρα λησμονήθηκαν. Ἐὰν λοιπὸν πιάσετε καὶ ἀντι- καταστήσετε τὰ ὀνόματα αὐτὰ μὲ μερικὰ ὀνόματα τῆς σημερινῆς ζωῆς, θὰ δῆτε ὅτι τὸ εὐαγγέλιο γίνεται μία ἐπίκαιρη διήγησι, ἕνας

καθρέφτης τῆς δικῆς μας κοινωνίας. Τί λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἔγινε «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»; Στὴν Παλαιστίνη, σ᾽ ἕνα φωτόλουστο ἀνάκτορο, γινόταν δεῖπνο· ἂν θέλετε νὰ τὸ ποῦμε μὲ σημερινὴ γλῶσσα, γινόταν μιὰ δεξίωσι, ἕνα πάρτυ. Ποιός ἔκανε τὴ δεξίωσι; Ἕ-νας βασιλιᾶς, ὁ Ἡρῴδης. Ποιός Ἡρῴδης; Ὄχι αὐτὸς ποὺ ἔσφαξε τὰ νήπια τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ ὁ γυιός του, ἀντάξιο παιδὶ ἢ μᾶλλον ἐπηυ- ξημένη ἔκδοσι τῆς κακίας καὶ διαφθορᾶς τοῦ πατέρα του. Αὐτὸς λοιπόν, ὁ Ἡρῴδης Ἀντί- πας, ἔκανε τὴ δεξίωσι - τὸ πάρτυ.

Εἶχε καλέσει πολλούς. Ὄχι βέβαια ἀπὸ τὸ φτωχὸ λαό· οἱ μεγάλοι δὲν καλοῦν φτωχούς.

Εἶχε καλέσει τὴν ἀφρόκρεμα ―γράφε, μετὰ συγχωρήσεως, τὴν κοπρόκρεμα― τῆς κοινωνίας.

Ὅ,τι ἐκπροσωποῦσε τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἐξουσία, ἦταν ἐκεῖ. Καὶ διασκέδαζαν, ἔτρωγαν κ᾽ ἔπιναν. Ἐκεῖ λοιπόν, τὴ νύχτα αὐτή, ἔγινε κάτι φοβερό.

Ἐνῷ αὐτοὶ διασκέδαζαν, λίγα βήματα παρακάτω (τότε κοντὰ στὰ ἀνάκτορα ἦταν καὶ τὰ φρούρια), μέσ᾿ στὸ μπουντρούμι τῆς φυλα κῆς, δεμένος μὲ ἁλυσίδες, ἦταν κάποιος κρατούμενος. Ποιός; Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.

Ποιό τὸ ἔγκλημά του; Τί ἔκανε; σκότωσε; κλεψε; ἀτίμασε; διέφθειρε; πλαστογράφησε;

Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Τότε ποιό ἦταν τὸ ἔγκλημά του; Εἶπε τὴν ἀλήθεια. Μάλιστα· σὲ ἐποχὴ ἠθικῆς καταπτώσεως καὶ διαφθορᾶς, ὅποιος τολμᾷ νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια κάνει ἔγκλημα. Εἶσαι κάπου ὑπάλληλος; τόλμησε νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια, ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια, καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα θὰ ἀπολυθῇς ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία σου.

Ποιά ἀλήθεια εἶπε ὁ Ἰωάννης; Κάτι ποὺ δὲν τόλμησαν νὰ ποῦν οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, οἱ ἀξιωματοῦχοι καὶ στρατηγοὶ ποὺ περικύκλωναν τὸ βασιλιᾶ. Ἕνας μόνο τόλμησε νὰ τὸ πῇ, αὐτός, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κάππα του δὲν εἶχε τίποτα, οὔτε σπίτι οὔτε καλύβα οὔτε κρεβάτι· στρῶμα του ἦταν ἡ ἀμμουδιὰ τῆς ὄχθης τοῦ Ἰορδάνου· ἀπὸ ᾽κεῖ ἔπινε νερὸ μὲ τὶς φοῦχτες, κ᾽ ἔτρωγε ἄγρια χόρτα τῆς ἐρήμου,«ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγρον»ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο(Μᾶρκ. 1,6).

Ὁ Ἰωάννης λοιπὸν ἀνέβηκε τὰ σκαλιὰ τῶν ἀνακτόρων καὶ τί εἶπε· ἤλεγξε τὸ βασιλιᾶ. Τί εἶχε κάνει ὁ βασιλιᾶς; Πρῶτον χώρισε τὴ γυναῖκα του. Δεύτερον πῆρε ἄλλη γυναῖκα, τὴν Ἡρῳδιάδα. Τρίτον ἡ Ἡρῳδιὰς ἦταν συγγενής του, γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του, ἔκανε δηλα- δὴ αἱμομειξία. Τέταρτον δὲν ἔκρυβε τὴ σχέσι

του μαζί της, ἀλλὰ ἐμφανιζόταν μὲ τὴν παλλακίδα δημοσίως. Πέμπτον, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς γυναίκας φυλάκισε τὸν Ἰωάννη. Διότι ὁ ἐρημίτης, ὅπως εἴπαμε, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ὁ λόγος του ἔπεσε σὰν ἀστροπελέκι. Δὲν εἶπε πολλά– δὲ χρειάζονται πολλά. Οὔτε δέκα λέξεις· Βασιλιᾶ, «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖ κα τοῦ ἀδελφοῦσου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃς σύζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου(Μᾶρκ. 6,18). Αὐτὴ τὴνἀλήθεια εἶπαν τὰ χείλη τοῦ Προδρόμου, κι ἀμέσως κλείστηκε στὶς φυλακές.

Καὶ τώρα, κοντὰ στὰ πέντε αὐτὰ ἐγκλήματα, ὁ Ἡρῴδης ἔρχεται νὰ προσθέσῃ καὶ τὸ τελευταῖο. Τὴ νύχτα ἐκείνη πάνω στὸ φαγοπό τι εἶχαν καὶ χορό,χορὸ ἀκόλαστο. Καὶ ἐκεῖ διέπρεπε ἕνα κοριτσόπουλο, ἡ κόρη τῆς μοιχαλίδος Ἡρῳ - διάδος, ποὺ κατὰ τὴν παράδοσι λεγόταν Σαλώμη. Αὐ τὴ κατέπληξε ὅλους. Καὶ ὁ βασιλιᾶςμα- γεύτηκε τόσο, ὥστε τῆς ὑποσχέθηκε νὰ τῆς δώσῃ βραβεῖο. Τί βραβεῖο; Ζήτησέ μου, τῆς λέει, ὅ,τι θέλεις, ἕως καὶ τὸ μισό μου βασίλειο.

Κι αὐτή; Τί δὲ μποροῦσε νὰ ζητήσῃ! καὶ ἀσήμι καὶ χρυσάφι καὶ διαμάντια καὶ στέμματα κι ὅ,τι ἄλλο. Καὶ τί ζήτησε τὸ τέκνον τῆς ἀνομίας; Ὤ κακία τῆς γυναίκας! Τὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν τὰ ἐρευνᾷ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὰ βάθη τῆς κακίας τῆς γυναίκας δὲν φτάνει νὰ τὰ δῇ. Αὐτὴ λοιπόν, ἀφοῦ συμβουλεύτηκε τὴ μάνα της ποὺ δὲν ὑπέφερε τὸν ἔλεγχο τοῦ Ἰωάννου, ζήτησε «ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ»(Μᾶρκ. 6,25). Καὶ ὁ Ἡρῴδης ―μὲ μεγάλη λύπη, γιατὶ κατὰ βάθος ἐκτιμοῦσε τὸν Ἰωάννη ὡς ἅγιο ἄνδρα― διατάζει τὸ ἀπόσπασμα νὰ πάῃ στὴ φυλακή. Κ᾽ ἐκεῖ, τὰ μεσάνυχτα, ξίφος ἄστραψε καὶ ἔκοψε τὴν κεφαλὴ ἐκείνου ποὺ ἔζησε στὸν κόσμο ὡς ἐπίγειος ἄγγελος.

Βλέπετε, ὅσοι νομίζετε ὅτι εἶνε ἀθῷες οἱ διασκεδάσεις, τι στοίχισε ἕνας χορός; ―Ἄ, δὲν εἶνε τίποτα! δὲν κάνουν κάτι κακὸ τὰ κορίτσια μας στὸ πάρτυ· τί, καλόγεροι θὰ γίνουμε;… Ὁρίστε λοιπόν· ἕνας χορὸς στοίχισε τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ σχολιάζων τὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει – καὶ τὰ λόγια του μένουν αἰώνια·«Ὅπου χορός, ἐκεῖ διάβολος»(εἰς Ματθ., ὁμ. ΜΗ΄· Ε.Π.Ε. 10,868-872).

Ἰδού πῶς ὅ,τι συνέβαινε «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» συμβαίνει καὶ σήμερα. Πόσο σύγχρονο τὸ εὐαγγέλιο!εἶνε μιὰ ζωγραφιὰ τῆς σημερινῆς ζωῆς.

Ὅπως, ἀγαπητοί μου, ἡ τότε κοινωνία κατέπιπτε ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς καὶ στὸν δημόσιο βίο κυριαρχοῦσαν ὁ Ἡρῴδης, ἡ Ἡρῳδιὰς καὶ ἡ Σαλώμη, ἔτσι καὶ στὴ σημερινὴ γενεά, ὄχι μία ἀλλὰ πολλὲς Ἡρῳδιάδες καὶ Σαλῶμες κυριαρχοῦν, καὶ ἡ στάθμη τῆς κοινωνίας πέφτει κατακορύφως. Ἀναφέρω μερικὰ στιγμιότυπα ἀπ᾽ ὅσα ἔρχονται στὰ αὐτιά μου.

Ἀκούω στὸ τηλέφωνο μιὰ μάνα νὰ κλαίῃ·

Κάποιος πῆρε τὸ κορίτσι μου, τὸ πῆγε μακριά, τὸ ἀτίμασε, καὶ τώρα δὲ θέλει νὰ τὸ πάρῃ…

Δὲν περνᾶνε δυὸ μέρες καὶ ἄλλη μάνα μοῦ τηλεφωνεῖ· Ἡ κόρη μου ἦταν καλὴ μαθήτρια, καὶ κάποιος, ποὺ τὴν περίμενε ἔξω ἀπ᾿ τὸ σχολεῖο, τὴν πῆρε μὲ ἁμάξι πολυτελείας, τὴν πῆγε σὲ ἄλλη πόλι, κι ἀφοῦ τὴ γλέντησε, μοῦ τὴν ἔφερε μετὰ τρεῖς μέρες κουρέλι μπροστά μου…

Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα 30 - 35 ἐτῶν μὲ τέσσερα παιδάκια καὶ μοῦ λέει· Ὁ ἄντρας μου ἦταν καλὸς κ᾽ ἐργατικός, ἀλλὰ τὸν τύλιξε μιὰ ἀπ᾽ αὐτὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἀλλοῦ καὶ κοιμοῦνται στὰ ξενοδοχεῖα ―ποὺ πολλὰ ἀπ᾽ αὐτὰ ἔγιναν πορνεῖα― καὶ μοῦ τὸν πῆρε….

Προχθὲς ἔξω ἀπὸ κάποιο ἀστυνομικὸ τμῆμα μιὰ γυναίκα ἔλεγε μὲ κλάμα στὸν ἀστυνόμο· Πέρυσι ἔχασα τὸ κορίτσι μου ἀπὸ τὰ ναρ- κωτικά, καὶ χθὲς τὸ βράδυ ἔχασα τὸ γυιό μου· τὸν μαχαίρωσαν μέσα σὲ μιὰ ντισκοτέκ…

Ἕνας μαστροπὸς τὶς μέρες αὐτὲς πῆρε ἀπὸ τὴν περιοχή μας μιὰ ταλαίπωρη κοπέλλα, τὴν ἔ βαλε στὸ αὐτοκίνητο καὶ τὴν πήγαινε κάπου ποὺ εἶχαν γιορτὴ γιὰ τὸ ἄνομο κέρδος ὁ ἄθλιος. Τὸ καημένο τὸ κοριτσάκι ζαρωμένο στὸ αὐτοκίνητο, καθὼς προχωροῦσαν εἶδε κάπου ἕνα σταυρό, ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του. Κι αὐτὸς τὴ χαστούκισε φωνάζοντας· Δὲν εἶνε ἐδῶ σταυροί, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει Καντιώτης· ἐδῶ πᾶμε γιὰ ἐμπόριο!…

Γονεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ξυπνῆστε ἐπὶτέλους.

Ἐκπαιδευτικοί, φιλοτιμηθῆτε. Ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου, μεριμνῆστε. Κ᾽ ἐσεῖς ἐπίσκοποι, χτυπῆ στε τὶς ῥάβδους σας καὶ ὑψῶστε τὴ φωνή σας.

Φταῖμε ὅλοι οἱ παράγοντες. Φταῖνε καὶ οἱ ῥαδιοφωνικοὶ καὶ τηλεοπτικοὶ σταθμοί, καὶ οἱ ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά, καὶ τὰ κέντρα δι ασκεδάσεως, καὶ πρὸ παντὸς τὸ κράτος.

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ πῶ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Καὶ νομίζω πεισθήκατε, ὅτι σήμερα βρισκόμαστε σὲ χειρότερο σημεῖο διαφθορᾶς ἀπὸ ὅ,τι ὁ Ἡρῴ δης, ἡ Ἡρῳδιὰς καὶ ἡ Σαλώμη «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ».

Γνωρίζω ὅτι εἶμαι μία «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ»(Μᾶρκ. 1,3). Ἀλλὰ δὲν ἀπογοητευόμεθα.

Πιστεύω ὅτι κοντὰ στὴ φωνὴ τὴ δική μου θὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλες ἀντρίκιες φωνές, ὥσ τε ἡ ἀγαπητή μας πατρίδα νὰ μὴ γίνῃ Σόδομα καὶ Γόμορρα, ἀλλὰ νὰ γίνῃ ἄστρο τοῦ οὐρανοῦ ποὺ θὰ φωτίζῃ ἀνατολὴ καὶ δύσι.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

ΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΑΚΑΡΙΣΤΕ ΓΕΡΟΝΤΑ

Φυλλάδιο “Κυριακή” 29 Αὐγούστου 2010

ΑΚΤΙΝΕΣ

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοί Παρθένε ἄχραντεπαρθενεύει γάρ τόκος, καί ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετά τόκον Παρθένος, καί μετά θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τήν κληρονομίαν σου». (Καταβασία)

Εὑρισκόμεθα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, στόν Αὔγουστο μῆνα. Ὁ μήνας αὐτός θεωρεῖται ὡς ὁ μήνας τῆς Παναγίας, γιατί τίς πρῶτες δεκατέσσερις μέρες ψάλλουμε εὐλαβικά καί ἐναλλακτικά τίς Παρακλήσεις Μικρή καί Μεγάλη, Στίς 15 Αὐγούστου γιορτάζουμε τό γεγονός τοῦ θανάτου τῆς Παναγίας, στίς 23 τελοῦμε τήν Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως (ἐννιάμερα) καί ὁ μήνας τελειώνει μέ τήν ἑορτή τῆς Καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας.

Ἡ Ἐκκλησία σήμερον ἑορτάζει περίλαμπρα καί πανηγυρίζει χαρμόσυνα τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου ἤ τῆς ἐνδόξου Κοιμήσεως τῆς Μάνας τοῦ Θεοῦ καί τῆς Μάνας τῆς ἀνθρωπότητος, τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Αὐτή ἡ ἑορτή δεσπόζει ὅλων τῶν ἄλλων ἑορτῶν τοῦ μηνός, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν Παναγία καί ἀποτελεῖ τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἡ ἀναχώρηση τῆς Παναγίας ἀπό τή γῆ γεννᾶ ἀπορία καί ἔκπληξη στούς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ.

Ἐπιπρόσθετα συγκεντρώνει θαυματουργικά τούς Ἀποστόλους στή Γεθσημανῆ, ἀπό τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ὅπου εὑρίσκοντο καταπιασμένοι μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀθάνατη Κοίμηση τῆς Παναγίας πλημμυρίζει μέ χαρά καί σκορπᾶ ἀγαλλίαση τούς οὐρανούς. Ὅλη ἡ δημιουργία προπέμπει πανηγυρικά καί μέ ἐξόδια καί εὐλαβικά ἄσματα τήν Παναγία Παρθένο τή Μάνα τῆς Οἰκουμένης.

2

Ἄν κάποιος παρατηρήσει τίς εἰκόνες τῆς Παναγίας ἐξεταστικά, θά προσέξει ὅτι στό πρόσωπό της ὑπάρχει μιά ἔκφραση χαρᾶς καί λύπης συνάμα. Γιά τοῦτο λέμε ὅτι στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου πρυτανεύει τό αἴσθημα τῆς χαρμολύπης. Συμβαίνει ἔτσι, γιατί ἡ Παναγία εἶναι ἡ Μάνα τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου, ἀλλά καί τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ. Ἡ ζωή της, συνυφασμένη μέ τή ζωή τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ οὐδέποτε ὑπῆρξε στερημένη χαρᾶς, ἀλλά συνάμα ἦταν καί ζυμωμένη μέ τήν παρουσία τῆς λύπης, ἡ ὁποία κουρνιάζει σέ κάθε πτυχή καί ἀπαντᾶ σέ κάθε σελίδα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου. Τί νά πρωτοαναφέρει κάποιος!

Ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Παναγίας συνοδεύεται ἀπό τίς σκέψεις τῆς ὑποψίας τοῦ δικαίου Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορα. Ἡ ἐπίσκεψη στή Βηθλεέμ γιά τήν ἀπογραφή ὁδηγεῖ σ’ ἕνα σπήλαιο-σταῦλο, ὅπου γεννιέται ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἡ Προσκύνηση τῶν Μάγων ἀνάβει τό πάθος τῆς ἀντιπαλότητας καί ἐξουσίας τοῦ Ἡρώδη καί προξενεῖ τήν αὐτοεξορία τοῦ θείου Βρέφους καί τῆς Ἁγίας Οἰκογένειας στήν Αἴγυπτο. Ἡ δημόσια δράση τοῦ Κυρίου καί εὐεργεσία τόσων ἀνθρώπων μέ τό πλῆθος τῶν θαυμάτων, φέρνει τόν Κύριο ἐνώπιον τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἀνεβάζει τόν Ἰησοῦ στό σταυρό, ὅπου ἀπό ἐκεῖ ἀκούεται τό τετέλεσται.

Παρακολουθώντας τούς ποιητές τῆς Ἐκκλησίας συνειδητοποιοῦμε ὅτι συναγωνίζονται μεταξύ τους, ὅταν συνθέτουν ὕμνους ἀναφερομένους στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, πῶς νά ἐκφραστοῦν ὅσο τό δυνατό μέ ὑψηλά νοήματα, διαλεγμένες λέξεις καί ξεχωριστές ἐκφράσεις. Προβαίνουν σ’ αὐτά γιά νά δηλώσουν τό βαθύ σεβασμό, νά τονίσουν τή μεγάλη τιμή, νά προβάλουν τήν πλούσια δόξα καί νά ἐξάρουν τήν ἀσάλευτη μακαριότητα τῆς Παναγίας. Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατό τά πήλινα χείλη νά μιλήσουν γιά τήν τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί νά προβάλουν τήν ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ καί νά ἀναφερθοῦν στήν τεκοῦσα ἀδιαφθόρως τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ;

Ἄς ἐπιδοθοῦμε στή συνέχεια σέ μιά προσπάθεια ἑρμηνείας τοῦ ὕμνου (εἰρμοῦ) τῆς ἐνάτης ᾠδῆς (καταβασίας) τῆς ἑορτῆς. Ὁ ποιητής τοῦ ὕμνου ἀπευθυνόμενος πρός τήν Παναγία τῆς λέγει: Στό πρόσωπό σου ἀμόλυντη καί ἄσπιλη Παρθένε Κόρη Μαρία ἔχουν νικηθεῖ οἱ φυσικοί νόμοι καί ἔχουν ἀρθεῖ οἱ περιορισμοί. Εἶναι φυσικό ὅταν μιά γυναίκα γεννᾶ παιδί νά μή γίνεται λόγος γιά τήν ὕπαρξη παρθενίας. Στήν περίπτωση ὅμως τῆς Θεοτόκου ἔχουμε γέννα ἀλλά καί διατήρηση τῆς παρθενίας της. Ἔτσι οἱ φυσικοί νόμοι παρέμειναν ἀνενέργητοι καί ἔλαβε χώρα τό θαῦμα, τό ὁποῖο ὑπερβαίνει κάθε λόγο καί ἔννοια. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν καί ἐκθειάζουν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀναφερόμενοι εἰδικά στό γεγονός τῆς Γεννήσεως λέγοντας: «Πρό τόκου, ἐν τόκῳ καί μετά τόκον Παρθένος».

Ἡ παρθενία στό πρόσωπο τῆς Παναγίας ὑπῆρχε πρίν τή σύλληψη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκε κατά τή σύλληψη καί κυοφορία καί συνεχίσθηκε μετά τή Γέννηση. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας ἔχουμε φυσικό θάνατο ἀλλά ὕστερα ἀπό τήν τριήμερη παραμονή της στόν τάφο ἀκολούθησε ἡ ἀνάσταση τῆς Παναγίας. Ἔτσι ἡ Θεοτόκος, μέ ἐξαίρεση τήν ὁποία ἔκαμε ὁ Υἱός καί Θεός της γιά νά τήν τιμήσει καί νά ἐκδηλώσει τήν ἀγάπη του, εἰσῆλθε στήν αἰώνια ζωή.

Ἄς κλείσουμε τήν παροῦσα ἐπικοινωνία πρός τήν ἀγάπης σας, μέ τό μεγαλυνάριο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως: «Παρέστης Παρθένε ἐκ δεξιῶν, τοῦ Παμβασιλέως, ὡς Βασίλισσα τοῦ παντός, περιβεβλημένη, ἀθανασίας αἴγλην, ἀρθεῖσα μετά δόξης πρός τά οὐράνια.» Δηλαδή, Παρθένε Μαρία, παρευρέθης στά δεξιά τοῦ Βασιλέα τῶν Βασιλέων Χριστοῦ, ἐσύ ἡ ὁποία εἶσαι Βασίλισσα ὅλης τῆς δημιουργίας, στολισμένη μέ τή δόξα τῆς ἀθανασίας, ἀφοῦ μεταφέρθηκες μέ δόξα ἀπό τή γῆ πρός τούς οὐρανούς. Ἀμήν!

πηγη

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Εγκώμιον στην Κοίμηση της πανυμνήτου και υπερενδόξου ευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας



Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Εγκώμιον στην Κοίμηση της πανυμνήτου και υπερενδόξου ευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας

Τι είναι αυτό το μυστήριο το μέγα, που συντελείται γύρω από το πρόσωπό σου, ιερή Μητέρα και Παρθένε; «Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα σε μακαρίζουν, γιατί μονάχα Συ είσαι άξια για μακαρισμό!

Και να που όλες οι γενιές Σε μακαρίζουν. Εσένα είδαν οι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, δηλαδή της Εκκλησίας, και σε μακάρισαν οι βασίλισσες, δηλαδή οι ψυχές των δικαίων, και θα σε υμνούν αιώνια. Γιατί Συ είσαι ο θρόνος ο βασιλικός, στον οποίον παραστέκονται Άγγελοι κοιτάζοντας τον Βασιλέα και Δημιουργό να κάθεται επάνω του.

Συ έγινες Εδέμ νοητή, πιο ιερή και πιο θεϊκή από την παλιά. Γιατί σε εκείνη την Εδέμ έμεινε ο Αδάμ ο γήϊνος, ενώ σ' Εσένα ο Κύριος του ουρανού.

Εσένα προεικόνισε η κιβωτός, γιατί Συ γέννησες τον Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, που καταπόντισε την αμαρτία και κατασίγησε τα κύματά της.

Εσένα προεικόνισε η βάτος, Εσένα είχαν επιγράψει προφητικώς οι θεοχάρακτες πλάκες, Εσένα προζωγράφισε η κιβωτός του νόμου και Σένα είχαν φανερά προτυπώσει η στάμνα η χρυσή και η λυχνία και η τράπεζα και η ράβδος του Ααρών που 'χε βλαστήσει.

Από Σένα προήλθε η φλόγα της θεότητος, το μέτρο και ο Λόγος του Πατρός, το γλυκύτατο και ουράνιο μάννα, το όνομα το απερίγραπτο και πάνω από όλα τα ονόματα, το φως το αιώνιο και απρόσιτο, ο άρτος της ζωής ο ουράνιος, ο καρπός που δεν γεωργήθηκε, αλλά βλάτησε από Σένα με σώμα ανθώπινο.

Εσένα δεν προμηνούσε το καμίνι που έβγαζε φωτιά και ταυτόχρονα δρόσιζε αλλά και έκαιγε κι ήταν αντίτυπο της θείας φωτιάς που μέσα Σου κατοίκησε;

Παρά λίγο όμως θα ξεχνούσα τη σκάλα του Ιακώβ. Τι δηλαδή; Δεν είναι φανερό σε όλους ότι Εσένα προεικόνιζε κι ήταν προτύπωσή Σου; Όπως ο Ιακώβ είχε δει τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη και να ανεβοκατεβαίνουν σ' αυτήν Άγγελοι, έτσι κι εσύ ένωσες αυτά που ήσαν πριν χωρισμένα, αφού μπήκες στη μέση Θεού και ανθρώπων κι έγινες σκάλα, για να κατεβεί σε μάς ο Θεός, που πήρε το αδύναμο προζύμι μας και το ένωσε με τον εαυτό Του κι έκανε τον ανθρώπινο νου που βλέπει τον Θεό.

Πού θα αποδώσουμε ακόμη τα κηρύγματα των Προφητών; Σ' Εσένα, αν θέλουμε να δείξουμε ότι είναι αληθινά! Γιατί, ποιο είναι το Δαβιτικό μαλλί του προβάτου που πάνω του έπεσε σαν βροχή ο Υιός του Θεού, που είναι συνάναρχος με τον Πατέρα; Δεν είσαι Συ ολοφάνερα;

Ποια είναι επίσης η Παρθένος, που ο Ησαϊας προορατικώς προφήτευσε ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει Υιόν τον Θεό, που είναι μαζί μας;

Και ποιο είναι το βουνό του Δανιήλ, από το οποίο κόπηκε πέτρα, αγκωνάρι, ο Χριστός, χωρίς να υποκύψει σε ανθρώπινο εργαλείο;

Ας έρθει ο Ιεζεκιήλ ο θεϊκότατος κι ας δείξει πύλη που έχει κλειστεί και που πέρασε από μέσα της μόνο ο Κύριος και παραμένει κλειστή.

Εσένα, λοιπόν, κηρύττουν οι Προφήτες. Εσένα διακονούν οι Άγγελοι και υπηρετούν οι Απόστολοι. Εσένα σήμερα, καθώς αναχωρούσες προς τον Υιό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων και Πατριαρχών και το άπειρο πλήθος των θεοφόρων Πατέρων, που συγκεντρώθηκαν από τα πέρατα της γης, σαν μέσα σε σύννεφο, ψάλλοντας ύμνους ιερούς σ' Εσένα, την πηγή του ζωαρχικού σώματος του Κυρίου, πλημμυρισμένοι από τα θεία συναισθήματα.

Ω, πως η πηγή της ζωής μεταφέρεται προς την ζωήν δια μέσου του θανάτου! Πώς να ονομάσουμε το μυστήριο τούτο που σχετίζεται με Σένα; Θάνατο; Μα, αν και η πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται από το αμίαντο σώμα Σου και αυτό το σώμα Σου παραδίδεται στην ταφή, όμως δεν παραμένει στο θάνατο κι ούτε διαλύεται από τη φθορά. Όπως ο ήλιος, ο ολόλαμπρος και πάντα φωτεινός, όταν σκεπαστεί για λίγο από το σώμα της σελήνης, φαίνεται σαν να χάνεται και το σκοτάδι να παίρνει τη θέση της λάμψης του, μα αυτός δεν χάνει το φως του, αλλά έχει μέσα του την πηγή του φωτός. Έτσι κι Εσύ, αν και καλύπτεσαι σωματικά από τον θάνατο για κάποιο χρονικό διάστημα, εντούτοις αναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ατέλειωτα τα νάματα του θείου φωτός και της αθάνατης ζωής, ποταμούς χάριτος και πηγές ιαμάτων.

Εσύ άνθισες σαν δένδρο γλυκύτατο κι είναι ο καρπός Σου ευλογία στο στόμα των πιστών! Γι' αυτό και δεν θα ονομάσω θάνατο την ιερή μετάστασή Σου, αλλά κοίμηση ή αποδημία ή ενδημία, για να εκφρασθώ καλύτερα, αφού, φεύγοντας από την κατοικία του σώματος, πηγαίνεις να κατοικήσεις στα καλύτερα, στα δεξιά του θρόνου του Υιού Σου.

Άγγελοι μαζί με Αρχαγγέλους Σε μεταφέρουν από τη γη στους ουρανούς. Καθώς περνάς ευλογείται ο αέρας και ο αιθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας υποδέχεται ο ουρανός την ψυχή Σου. Σε προϋπαντούν οι ουράνιες δυνάμεις με ύμνους ιερούς και τελετή χαρμόσυνη: «τις αυτή η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη, εγκύπτουσα ωσεί όρθρος;». Είσαι ωραία, λένε οι ουράνιες δυνάμεις, σαν το φεγγάρι κι όλα τα Χερουβίμ εκπλήσσονται και τα Σεραφείμ Σε δοξάζουν, Εσένα που δεν ανέβηκες μονάχα ως τον ουρανό, σαν τον Προφήτη Ηλία, ούτε μονάχα μέχρι τον τρίτο ουρανό, σαν τον Απόστολο Παύλο, αλλά έφτασες μέχρις αυτόν τον θρόνο του Υιού Σου και στέκεις κοντά Του με πολλή κι ανείπωτη παρρησία.

Έγινες, λοιπόν, ευλογία για όλον τον κόσμο, αγιασμός για το σύμπαν, άνεση για τους κουρασμένους, παρηγοριά για τους πενθούντες, θεραπεία για τους αρρώστους, λιμάνι για του θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση για τους αμαρτωλούς, παρηγοριά για τους λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια για όλους που σε επικαλούνται, αρχή και μέση και τέλος όλων των αγαθών που ξεπερνούν τον νου μας.

Πώς υποδέχθηκε ο ουρανός αυτήν που έγινε πλατύτερη απ' αυτόν; Και πώς ο τάφος δέχθηκε Αυτήν που δέχθηκε μέσα Της τον Θεόν; Ω μνήμα ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και προσκυνητό, που και τώρα το περιποιούνται Άγγελοι, παρευρισκόμενοι με πολύν σεβασμό και φόβο, και άνθρωποι που έρχονται σ' αυτό με πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το με μάτια και χείλια και με πόθο ψυχής αντλώντας πλούτο αγαθών.

Εμπρός, λοιπόν, ας ταξιδέψουμε νοερά μακριά απ' τη ζωή αυτή μαζί με την Παναγία, που φεύγει απ' τη γη αυτή.

Ελάτε όλοι με πόθο καρδιακό, ας κατεβούμε στον τάφο μαζί με την Παρθένο που κατέρχεται σ' αυτόν. Ας παρασταθούμε ολόγυρα στο ιερότατο κρεβάτι της.

Ας ψάλουμε ύμνους ιερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά άσματα: «Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου». Χαίρε αμνάς που γέννησες τον Αμνό του Θεού. Χαίρε συ που είσαι πιο πάνω από τις αγγελικές δυνάμεις. Χαίρε η δούλη και Μητέρα του Θεού. Αμήν.

Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


ΕΝΟΡΙΑΚΑ ΝΕΑ

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Αγίου Λουκά Κριμαίας - Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος


Η μεγάλη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του Κυ ρίου μας Ιησού Χριστού:

«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού ου λα λώ. ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πι στεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί. ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14, 10-11).

Μεγάλα και αμέτρητα ήταν τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: με ένα μόνο λόγο του ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, του αρχισυναγώγου, τον γιο της χήρας της Ναΐν, ακόμα και τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν στον τάφο τέσσερεις ολόκληρες ημέρες. Με ένα λόγο του μόνο επιτίμησε τους ανέμους και τα κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ και έγινε απόλυτη γαλήνη. Με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς γυναίκες και παιδιά, και με τέσσερα ψωμιά τέσσερεις χιλιάδες.

Ας θυμηθούμε πως κάθε μέρα θεράπευε τους ασθενείς, γιατρεύοντας κάθε είδους ασθένεια, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. Πως ξαναέδινε την όραση στους τυφλούς και την ακοή στους κουφούς με ένα μόνο άγγιγμά του. Δεν φτάνουν αυτά;

Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους ανθρώπους οι οποίοι τον ζήλευαν, για τους ανθρώπους για τους οποίους ο μέγας προφήτης Ησαΐας είπε:

«Ακοή ακούσετε και ου συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς» (Ματθ. 13, 14-15).

Σε όλα αυτά, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τους βαρήκοους ανθρώπους και με τα συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το μέγα θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος Θαβώρ. Σ’ αυτόν, που έλαμψε με ένα εκθαμβωτικό θείο φως, εμφανίστηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας και προσκύνησαν τον δημιουργό του νόμου. Με φόβο και τρόμο έβλεπαν το θαυμαστό αυτό θέαμα οι εκλεκτοί απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης. Και μετά από τη νεφέλη, που τους σκέπασε, ακούστηκε η φωνή του Θεού:

«Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).

Οι άγιοι απόστολοι κήρυξαν σ’ όλο τον κόσμο, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι «αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα».

Ο κόσμος ολόκληρος, όταν το άκουσε, θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό και να προσκυνήσει τον Αληθινό Υιό του Θεού.

Θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την μεταμόρφωσή του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν πιστεύουν οι Εβραίοι ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας.

Όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ.

Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε:

«Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λκ. 12, 32).

Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού:

«Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8).

Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε:

«Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφάλας υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υ μών» (Λκ. 21, 28).

Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι. Αμήν.


Ιμ Κ και Πολ

Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς - Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ


Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.

«Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν.

Ὁ δέ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;

Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».

Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.


ΠΗΓΗ