«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Η αληθινή αγάπη (Κυριακή Β’ Λουκά)



 

Ευαγγέλιο: Λουκ. στ΄ 31 – 36

Η αληθινή αγάπη

Το ιδανικό της αληθινής αγάπης αναλύει στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή ο Κύριός μας. Τοποθετεί, μάλιστα, τα πράγματα στη σωστή τους θέση, προκειμένου να μην αυταπατώνται εκείνοι που δε μπορούν να διακρίνουν την όντως αγάπη, την προερχόμενη από την πίστη στο Θεό, από τη συμβατική αγάπη, που λειτουργεί κυρίως σαν ανταπόδοση μιας υποχρέωσης, παρά σαν κίνηση κένωσης για την αγάπη του αδελφού.

Λέγει, μάλιστα χαρακτηριστικά ότι το ν’ αγαπά κανείς ή να κάνει το καλό σε εκείνον που ομοίως τον αγαπά και τον ευεργετεί δεν ελκύει την χάρη του Θεού, καθότι και οι αμαρτωλοί ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Και ο δανεισμός, επίσης, προς εκείνον από τον οποίο αναμένεται η επιστροφή των δανεικών, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία. Η όντως αγάπη απευθύνεται ακόμη και στους εχθρούς και το καλό πρέπει να γίνεται προς όλους, ανεξαρτήτως ανταποδόσεως ή όχι.

Η ιδεατή αυτή εικόνα που παρουσιάζει ο Κύριος προέρχεται από την αγάπη που χαρακτηρίζει την σχέση του ιδίου προς τα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, μια σχέση που χαρακτηρίζεται από αγαπητική κοινωνία, αλληλοπεριχώρηση, δικαιοσύνη, έλλειψη της παραμικρής ιδιοτέλειας και του όποιου ευτελούς προσωπικού συμφέροντος. Χαρακτηρίζει δε και την σχέση του Κυρίου προς το αγαπημένο Του δημιούργημα, τον άνθρωπο, από αγάπη προς τον οποίο εκκένωσε εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι αυτού γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος, εσταυρώθη και εκών ετάφη.

Αυτή η κοινωνία της αγάπης, όπως την ευαγγελίσθηκε ο ίδιος ο Κύριος γίνεται πραγματικότητα ή μπορεί να πραγματωθεί, για να είμαστε ακριβέστεροι, εντός της Εκκλησίας, η οποία είναι Σώμα Χριστού, εντός του οποίου οφείλουμε τα βαπτισμένα μέλη Της να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε κατά το θέλημά Του. Παρόλα αυτά η επίτευξη αυτού του ιδανικού, κυρίως στην εποχή μας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε παρεξηγήσει και παρερμηνεύσει την περί αγάπης εντολή του Χριστού, προβάλλοντας σχεδόν πάντα στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους το συμφέρον, την ιδιοτέλεια και τον εγωκεντρισμό. Το πνεύμα και το κλίμα που έχουμε διαμορφώσει γύρω μας ενισχύει τον ατομισμό, τον περιορισμό στα εντός και επί τα αυτά των προσωπικών ή έστω, των οικογενειακών μας αναγκών, καθώς και την αδιαφορία για τις ανάγκες και τα προβλήματα των άλλων. Έχοντας λησμονήσει το πρότυπο της αγάπης του Ιησού Χριστού, έχουμε σχηματίσει γύρω μας μια κοινωνία τσιμεντοποιημένης  μοναξιάς, από την οποία απουσιάζει το έλεος, η ευσπλαχνία, η ανθρωπιά.

Εμείς που δηλώνουμε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού και υπεραμυνόμαστε της αγάπης μας προς Εκείνον, οφείλουμε να έχουμε υπόψιν ότι ο αγαπών τον Θεόν ου δύναται μη και πάντα άνθρωπον ως εαυτόν αγαπήσαι , κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Ας μη λησμονούμε, επίσης και την διδαχή του Αγίου Διαδόχου, ο οποίος έλεγε: «Όταν κανείς αρχίζει να αισθάνεται την αγάπη του Θεού και να πλημμυρίζει η ψυχή του από αυτήν, τότε αρχίζει να αγαπά και τον πλησίον του με τρόπον πνευματικόν. Διότι μόνον αυτή είναι η πνευματική αγάπη περί της οποίας αναφέρουν όλες οι Ιερές Γραφές. Διότι η άλλη, η φιλία, που συνδέει μόνο εξωτερικώς τους ανθρώπους, πολύ εύκολα διαλύεται από ασήμαντη, συνήθως, αφορμή. Αυτό δε συμβαίνει, διότι ο σύνδεσμος της εξωτερικής φιλίας δεν είναι πνευματικός, αλλ’ υλικός, κοσμικός και, ως εκ τούτου, εύθραυστος»

Τέλος, προς όλους εκείνους που περιορίζουν την θρησκευτικότητά τους στην τήρηση μεμονωμένων θρησκευτικών τύπων και συμβατικών υποχρεώσεων, διδακτικός ας ηχήσει ο λόγος ενός σύγχρονου Ορθοδόξου Ιεράρχου: «Στην έσχατη κρίση δεν θα ερωτηθώ πόσες θρησκευτικές διαλέξεις παρακολούθησα, πόσες μετάνοιες έκανα στην προσευχή μου, πόσο αυστηρά νήστεψα, μα θα ερωτηθώ: έδωσα τροφή στους πεινασμένους, ρούχα στους γυμνούς, φρόντισα τους αρρώστους, επισκέφθηκα τους φυλακισμένους; Αυτά είναι όλα που θα ερωτηθώ. Ο δρόμος για τον Θεό βρίσκεται μέσα από την αγάπη για τους άλλους ανθρώπους και δεν υπάρχει άλλος δρόμος»

Αρχιμ. Ε.Ο.

 

 

από  kantonopou Σεπτεμβρίου 29, 2010

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ



ΛΟΥΚΑ Κεφ. Ε. 1 – 11
Του  Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Μή φοβού, απο του νύν ανθρώπους έση ζωγρών. Και καταγαγόντες τα πλοία επι την γήν, αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν Αυτώ.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς στην Ευαγγελική περικοπή λέγει ότι, επειδή ο όχλος συνωστιζόταν γύρω από τον Χριστό, για να ακούσει το κήρυγμά Του και ο Χριστός δεν είχε που να σταθεί, βλέποντας να είναι στη λίμνη της Γεννησαρέτ τα δύο πλοία, των υιών του Ιωνά και του Ζεβεδαίου, τα οποία οι κάτοχοί τους  ξέπλεκαν τα δίχτυα, μετά από άκαρπο ολονύχτιο ψάρεμα, ζήτησε από τον Σίμωνα, να απομακρύνει λίγο από την ακτή το πλοιάριό του, ώστε να το  χρησιμοποιήσει σαν πλωτό βήμα και να μιλήσει από αυτό στα πλήθη. Όταν τελείωσε το λόγο, ζήτησε από τον Πέτρο να ρίξει τα δίχτυα ξανά για ψάρεμα. Ο Πέτρος, κουρασμένος, καθώς ήταν, από το ολονύχτιο και άκαρπο ψάρεμά τους, είπε στον Ιησού: «Επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν επί δέ τω ρήματί Σου χαλάσω το δίκτυον»  και ξανάρχισε μαζί με τον αδελφό του να ψαρεύει. Το αποτέλεσμα ήταν να πιάσουν τόσα πολλά ψάρια που να σχίζεται το δίχτυ και «κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω, του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς». Όταν ήλθε και το πλοιάριο αυτών τότε γέμισαν από ψάρια και τα δύο πλοία σε τέτοιο βαθμό, που άρχισαν να βυθίζονται από το βάρος. Τότε ο Πέτρος, έκπληκτος έπεσε στα γόνατα και παρακάλεσε τον Κύριο να εξέλθει από το πλοίο, λέγοντας ««Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα». Εκείνος όμως του απάντησε «μη φοβάσαι· από δω και πέρα θα είσαι αλιεύς ανθρώπων». Και αφού πήγαν τα πλοία στη στεριά, τα εγκατέλειψαν μαζί με τα ψάρια και ακολούθησαν οριστικά πλέον τον Χριστό.
Σύμφωνα με Σωτηριολογικό σχέδιο της Θείας Οικονομίας, για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου γενικότερα, ο Ενανθρωπίσας Κύριος, επιλέγει τους ανθρώπους, οι οποίοι με τη θέλησή τους, αποδέχονται να τον ακολουθήσουν, προκειμένου να μαθητεύσουν και να διδαχθούν από Εκείνον, αλλά και να ιδούν τη ζωή Του, τα θαύματά Του, καθώς επίσης, να ιδούν  άμεσα το μέγα μυστήριο της Θεότητάς Του, ώστε προετοιμασμένοι κατάλληλα, να δεχθούν το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, κατά την Πεντηκοστή, γιατί αυτοί θα συνέχιζαν το έργο της σωτηρίας, αυτοί θα ήταν οι πνευματικοί φάροι και καθοδηγητές των ανθρώπων, εφαρμόζοντας την εντολή του Διδασκάλου Ιησού «…μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».
Ο Χριστός, λοιπόν, για την συνέχιση του σκοπού της σωτηρίας του πεπτωκότος ανθρώπου, άφησε τους μαθητές και αποστόλους, ως διαδόχους Του, ενώ αυτοί οργανώνοντας τη δράση τους, ώρισαν επισκόπους και πρεσβυτέρους, για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σωτηρία του, προφυλάσσοντας τον καθένα από δυνάμεις αλλότριες και διεφθαρμένες, όπως ακριβώς έκανε ο Ίδιος ο Χριστός, ο οποίος για να διαφυλάξει και να σώσει την ανθρώπινη ύπαρξη, έφτασε μέχρι τον θάνατο, τον οποίο και καταπάτησε, αφού όντως ανέστη εκ των νεκρών, «θανάτω θάνατον πατήσας».
Επομένως, συνεχίζεται και σήμερα η κλήση από τον Χριστό, προς τον καθένα που ελεύθερα επιλέγει, να ηγηθεί του πληρώματος της Εκκλησίας Του. Άρα το «μη φοβού» προς τον Πέτρο ισχύει και για τον κάθε πνευματικό ηγούμενο και κατ’ επέκταση τον κάθε  ηγέτη ενός λαού, που χρειάζεται φροντίδα και προστασία από τις αλλότριες πνευματικές ή κοσμικές δυνάμεις.
Πράγματι στο ιστορικό γίγνεσθαι του κόσμου, υπήρξαν φωτισμένοι άνθρωποι, που, τουλάχιστον, προσπάθησαν να ηγηθούν επαρκώς και επωφελώς, υπέρ του λαού τους, είτε στον πνευματικό τομέα, είτε στον εθνικό ή κοσμικό.  Ανάμεσά τους καταγράφονται μάρτυρες και ήρωες. 
Τον τελευταίο όμως καιρό, εξαιτίας της άμβλυνσης αισθημάτων και συναισθημάτων, αρχών και αξιών, ισοπεδώθηκαν και ευτελίσθηκαν τα ιδανικά και οι αξίες, με αποτέλεσμα να εκλείπουν οι μάρτυρες και οι ήρωες και αντ’ αυτών να προκύπτουν ηγέτες ριψάσπιδες, που οδηγούν και καθοδηγούν τους λαούς των στον όλεθρο και στην καταστροφή.  Μας το αποδεικνύει εμφανέστατα η τρέχουσα παγκόσμια κρίση, όχι μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά στον κοινωνικό και πνευματικό.  Διότι από κανέναν δεν ξεπηδά ένας φωτισμένος, ικανός και άξιος ηγέτης, για να σηκώσει τον «σταυρό του μαρτυρίου», υπέρ του λαού του. 
Το φαινόμενο αυτό, δυστυχώς, είναι έντονο και στο τόπο μας, στην Ορθόδοξη Ελλάδα των μαρτύρων και των ηρώων, αφού τα τελευταία χρόνια του σύγχρονου βίου μας όλο και αυξάνεται, με μερικές, βεβαίως, εξαιρέσεις, οι οποίες δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν ή να αλλάξουν τον ρουν και το αποτέλεσμα είναι παγκοίνως γνωστό και αντιληπτό.
Συνεπώς, η έλλειψη της ηγετικής φυσιογνωμίας,  που να διαθέτει τα χαρακτηριστικά του ηγέτη, μας οδήγησε στη σημερινή δύσκολη πολυεπίπεδη και πολυεδρική κατάσταση.    Χρειάζονται, λοιπόν, ηγέτες, αλλά ηγέτες δεν υπάρχουν. Έχουμε βέβαια τη λεγόμενη επίσημη εκκλησία με κάποιους Επισκόπους, αλλά και αυτοί αντιμετωπίζουν το πρόβλημα θεωρητικά ή λεκτικά μόνο, είτε από τον άμβωνα, είτε από τα παράθυρα των τηλεοράσεων. Δυστυχώς, ούτε και αυτοί, με τους τόσο φλογερούς λόγους τους, πλησιάζουν το λαό, εκεί που εκδηλώνει τις διαμαρτυρίες του.  Ουδείς τολμά να επαναλάβει την πρωτοβουλία της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο ξεχασμένο θέμα των ταυτοτήτων.  Αντ’ αυτής βασιλεύει «άκρα του τάφου σιωπή», φοβούμενοι για τις κρίσεις των επιτήδειων, ότι δήθεν πολιτικολογούν. Και εύλογα τίθενται τα ερωτήματα:
  1. Πολιτικολογεί όποιος αναφέρεται στον εργαζόμενο που απολύθηκε από τη εργασία του και υποφέρει αυτός και η οικογένειά του;
  2. Πολιτικολογεί όποιος επισημαίνει την αγωνία των νέων ανθρώπων, που δεν βρίσκουν εργασία;
  3. Πολιτικολογεί αυτός, που δεν αντιπαρέρχεται τα κλειστά καταστήματα;
  4. Πολιτικολογεί όποιος αναφέρεται στα ιερά και τα όσια του Ελληνισμού και στις αλησμόνητες πατρίδες, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Κύπρο, για την αποδόμηση της θρησκευτικής και ιστορικής μνήμης;
  5. Πολιτικολογεί εκείνος που βλέπει να πληθαίνουν οι ουρές στα συσσίτια ή που οι οικογένειες δυστυχούν;
Διαλάθει της προσοχής των σημερινών ηγετών, ότι ιστορικά οι περισσότεροι που αναδείχθηκαν ηγέτες εορτάζονται από την Εκκλησία, ως Άγιοι, Μάρτυρες και Ομολογητές.
Ποια, άραγε, είναι τα χαρακτηριστικά τέτοιων φυσιογνωμιών; Οι ηγέτες αυτοί πρέπει να έχουν αγάπη και πνεύμα θυσίας για τον λαό, εντιμότητα και ειλικρίνεια και οπωσδήποτε να είναι χαρισματικοί. Η λέξη «χάρισμα» είναι όρος αφ’ ενός πνευματικός και αφ’ ετέρου τεχνικός και εμπεριέχει όλες τις ικανότητες ενός ανθρώπου να ηγηθεί. Γιατί, μπορεί να είναι κανείς άριστος στον τομέα του ή στην εξειδίκευσή του και να γνωρίζει το αντικείμενο των σπουδών του εξαιρετικά  και καλύτερα από πολλούς άλλους, μπορεί να είναι αφοσιωμένος στην επιστήμη του, υπάρχει, όμως, κάτι ακόμη πέραν όλων αυτών των προσόντων. Πρέπει να διαθέτει και κάποια άλλα απαραίτητα χαρακτηριστικά, τα οποία μετατρέπουν αυτό που είναι σε χάρισμα, σε χάρισμα πειθούς και σε χάρισμα ηγετικής προσωπικότητας.
Αυτό, δηλαδή, που χρειαζόμαστε επιτακτικά σήμερα, από έναν, χαρισματικό άνθρωπο, που θα θέλει να γίνει ηγέτης, είναι κατ’ αρχάς, να διαθέτει, όχι απλά το χάρισμα του λόγου, αλλά του ρητορικού λόγου. Να μπορεί να απευθυνθεί στο λαό και να τον συγκινήσει, να τον συνεπάρει. Με λόγο ορθά διαρθρωμένο, με λόγο γνώσεως και πειθούς. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έλαβε τον επιθετικό προσδιορισμό «χρυσόστομος», διότι ήταν καταπληκτικός σε αυτό το χάρισμα του λόγου. Οι άνθρωποι έμεναν κάθε φορά που τον άκουγαν κατάπληκτοι και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να συγκρατήσουν ό,τι άκουγαν. Ήταν, όντως εντυπωσιακός και εκπληκτικός, γι’ αυτό και καθιερώθηκε στο λαό και σε μας, μέχρι σήμερα.  Ενώ, ένας άλλος ρήτορας, ύστερα από λίγα χρόνια, πάλι στην Κωνσταντινούπολη, ο Νεστόριος, απέτυχε, παρά το γεγονός ότι ήταν καλός ομιλητής και ρήτορας. Δεν κατόρθωσε να κερδίσει τον κόσμο, διότι του έλειπαν τα χαρίσματα της ορθής πίστεως και διδασκαλίας.
Ο ηγέτης, εκτός από τη ρητορική δεινότητα, πρέπει να μπορεί να πείθει το ακροατήριο του, ότι ο λόγος του είναι σε απόλυτη αρμονία με την ορθότητα και με τα έργα του. Επειδή κάθε θέμα, ακόμη και το πιο μεταφυσικό, το πιο θεολογικό, εύκολα μπορεί να αναχθεί σε θέμα κοινωνικής αισθητικής, κοινωνικού στόχου, κοινωνικού οράματος, πρέπει ο ακροατής να μπορεί μέσα από τις θέσεις και τις απόψεις, που θα διακηρύξει ο ηγέτης, να εντοπίσει την αρμονική ταύτιση των λεγομένων με τα έργα. Εάν δηλαδή όσα ακούγονται για ηθικές αξίες μετουσιώνονται σε βιωμένη πραγματικότητα στο πρόσωπο του ηγέτη, τότε οι άνθρωποι μπορούν να ελπίσουν και να πιστεύσουν, ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος, μπορούν να τον πιστέψουν και να τον αποδεχτούν. Τη συνέπεια τη δείχνει και τη δίνει ο ίδιος ο ηγέτης στην πράξη, με πρότυπο εφαρμογής το έργο του μέσα από τη ζωή του, μέσα από τη συμπεριφορά του και τις ενέργειές του.
Γενικά, όταν λέμε για κάποιον, ότι είναι χαρισματικός, συνήθως δεν εννοούμε απλά ότι έχει πολλά ταλέντα, αλλά κυρίως, ότι έχει τον τρόπο να προσελκύει. Όταν μάλιστα αναφερόμαστε σε δημόσια πρόσωπα, μπορεί τα επιμέρους ταλέντα να μην έχουν καμία απολύτως σημασία ή ακόμα και να είναι ανύπαρκτα.
Στις μέρες μας, η λέξη «χαρισματικός» έχει χάσει την αρχική της σημασία. Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, ψάχνει κανείς απεγνωσμένα, να βρει και να αναδείξει «ιδιαίτερους» και «ξεχωριστούς» ανθρώπους. Αντίθετα, με μεγάλη ευκολία βρίσκει μετριότητες. Οι χαρισματικοί άνθρωποι είναι άνθρωποι που, αναμφισβήτητα, αν μη τι άλλο, έχουν μια ιδιαίτερη επίδοση στην επικοινωνία. Kάτι που, βέβαια, έχει την αξία του.
H Κοινωνική Ψυχολογία έχει ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με το φαινόμενο «χαρισματικός». Βέβαια, δεν είναι καθόλου εύκολο να μετρηθεί το «χάρισμα». Παρόλο που διαισθητικά η επιστήμη γνωρίζει τι είναι, δυσκολεύεται να το ορίσει και μάλιστα επιστημονικά.  Yπάρχει η άποψη, ότι το «χάρισμα» είναι μία ιδιότητα, που εξαρτάται από τις περιστάσεις. Aυτό πάντως στο οποίο οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν είναι, ότι μία από τις σημαντικότερες ιδιότητες των ανθρώπων, που θεωρούνται χαρισματικοί, είναι η συναισθηματική εκφραστικότητα.
Ο Χριστός καλώντας τους μαθητές να τον ακολουθήσουν τους είπε: «από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών». 
Όντως αλιείς ανθρώπων και στη σηµερινή εποχή έχουµε, πολλούς, όχι όμως με το νόημα και το σκοπό που κάλεσε ο Χριστός τους Μαθητές και Αποστόλους. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει τα κοινωνικά συστήµατα, τα επαγγελµατικά σωµατεία, τις πολιτικές οργανώσεις τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, τις προσωποπαγείς κινήσεις και πολλά παρόµοια και θα διαπιστώσει, να γίνεται µια συστηµατική προσπάθεια «αλιεύσεως» ανθρώπων, ως οπαδών. Όλοι αυτοί οι «αρχηγοί» των κινηµάτων και των οργανώσεων, δεν έχουν σκοπό να ωφελήσουν τους ακολουθούντες, αλλά για να επωφεληθούν απʹ αυτούς. Τους εκµεταλλεύονται κοινωνικά, οικονοµικά, ηθικά και τους χρησιμοποιούν, για να αναρριχηθούν στα διάφορα αξιώµατα και θέσεις, που επιδιώκουν. Μερικές φορές τους καταντούν άβουλα όντα, ανθρώπινα νούµερα, χωρίς θέληση και προσωπικότητα.
Δε συµβαίνει όµως το ίδιο µε το Χριστό.  Ό Χριστός πρώτος θυσιάστηκε, για τη σωτηρία µας και ζητά από εµάς να κάνουµε αγώνα, για τον εαυτό µας, δηλαδή, να απαλλαγούµε από τα πάθη µας και τις ατέλειές µας κι όχι να διαδίδουµε το όνοµά Του ιδιοτελώς. Στην Εκκλησία υπάρχουν πιστοί κι όχι οπαδοί. Πιστοί χριστιανοί να γίνουµε, µέλη τίµια της Εκκλησίας µας, αγωνιζόµενοι τον καλό αγώνα, µε πνευματικότητα για τη σωτηρία µας και δοξάζοντας το όνοµα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίο να παρακαλούμε, να φωτίζει τους πνευματικούς μας ηγέτες και τους άρχοντες του τόπου μας, ώστε να τους χαρίζει «βαθείαν και αναφαίρετον ειρήνην, ίνα εν τη γαλήνη αυτών ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν».

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Κυριακή μετά την Ύψωσιν του Σταυρού


(Μάρκος η΄34 - θ΄1)
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι».






Όποιος θέλει ελεύθερα, όχι πιεστικά, αλλά θεληματικά και συνειδητά είναι προσκεκλημένος του Ιησού Χριστού.
Η άρνηση του εαυτού μας ανοίγει τη δυνατότητα της αποδοχής του άλλου, ενώ η άρση του σταυρού είναι η παραδοχή και η συμμετοχή στα παθήματα των άλλων.
Πιο απλά η πρόσκληση ξέρετε τι λέει; Θέλετε να έρθετε μαζί μου, κοιτάξτε γύρω σας, δείτε τους συνανθρώπους σας και μπείτε ανάμεσα στη ζωή τους και προσπαθήσετε να κάνετε πιο άνετη τη ζωή τους. Ασχοληθείτε μαζί τους. Πρόσκληση ζωής, αγώνα και αγωνίας για τους άλλους. Δε λέει ο Χριστός ελάτε μαζί μου στους ουρανούς να σας κατατάξω εν χώρα ζώντων. Η πρόσκληση είναι σαφής και κατηγορηματική. Μαζί με τους άλλους βρίσκεται ο Χριστός. Στους πονεμένους, στους περιφρονεμένους, στους φτωχούς, στους αδυνάτους.
Ο πιστός τα δίνει όλα για τους άλλους. Δεν κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Για τον ίδιο έχει ο Θεός. Φυσικά αυτό είναι το χρέος μας. Να βγούμε από τη λογική τη δική μας και να μπούμε στη λογική του Θεού. Δηλαδή να κάνουμε αυτό που κάνει ο Χριστός. Να θυσιαζόμαστε καθημερινά για τους άλλους. Να μπούμε στις δυσκολίες της ζωής των άλλων. Αυτό θέλει δύναμη. Θέλει γερά κόκαλα. Όμως δεν είναι αδύνατο . Αν το θελήσουμε το μπορούμε και όπου δυσκολευόμαστε ο Θεός είναι μαζί μας. Θα μας στηρίξει στον αγώνα της αλήθειας και της ζωής. «Ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι απολέσει αυτήν». Στην αρχή ο Χριστός μας λέει θα με βρείτε εδώ, εκεί. Ελάτε. Αφήστε όλα τα άλλα και ελάτε να ζήσετε. Εδώ μας βάζει στην τάξη των προχωρημένων. Όποιος θέλει να βρει την πηγή της ζωής, δηλ. το Θεό, πρέπει να μη λυπάται τη δική του ζωή. Κόπους και μόχθους. Όλα για το Θεό. Όλα ή τίποτα. Να ξοδέψουμε όλη την επίγεια πρόσκαιρη ζωή μας για να βρούμε την αιώνια ζωή, τη Θεοζωή.
Τα όργανα, ο χορός το πανηγύρι της Θεϊκής πρόσκλησης σε μας, μας δίνει τη δυνατότητα να διασκεδάζουμε την προσκαιρότητα, με την αιωνιότητα. Να χάνουμε τη γη και να κερδίζουμε τον ουρανό. Δίνουμε το πρόσκαιρο και λαμβάνουμε το αιώνιο. Δίνουμε το ανθρώπινο και κερδίζουμε το Θεϊκό. Καταθέτουμε τις αδυναμίες μας στο πανηγύρι του Θεού και το χάρισμα που κερδίζουμε είναι δυνατό, άφθαρτο εις ζωήν αιωνιον.
Η επιλογή της προσωπικής μας συμμετοχής ανήκει σε μας. «Όστις θέλει…»
Το πρόβλημα και η αμαρτία μας ξέρετε ποιο είναι; Ότι κανένας δε λειτουργεί με δικαιοσύνη, με έλεος, με φιλανθρωπία. Γιατί αυτά είναι χαρακτηριστικά του Θεού. Εμείς λειτουργούμε μακριά ή χωρίς το Θεό. Τα χαρακτηριστικά του μας μάραναν; Το σημερινό ευαγγέλιο συνολικά είναι μια πρόσκληση μετάνοιας και επιστροφή μας στο Θεό και την κατά Θεό ζωή. Η ζωή του Θεού είναι η πρώτη και μεγαλύτερη ανάγκη του κόσμου, του ανθρώπου, των καιρών και των περιστάσεων. Για την Ειρήνη και τη δικαιοσύνη.
Για την ανθρωπιά και τον πολιτισμό.
Για τα έθνη και τους λαούς.
Για τους άρχοντες και τους αρχόμενους.
Για τη φύση και κτήση και πάντα τα «εν αυτοίς».
Η αγάπη, η καταλλαγή, η ενότητα, η επικοινωνία, η αλληλεγγύη, η αλληλοκατανόηση, η αδελφοσύνη είναι στοιχεία χαράς , προόδου και ζωής. Είναι στοιχεία με θετική καταβολή ανθρωπιάς και αληθινού πολιτισμού.
πρωτ. Στυλιανός Θεοδωρογλάκης


από εδώ

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ





ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ
Η ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ὁμιλίες», τ. Γ´ ἐκδ. «Ὁρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003)
Ἡ γιορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου εἶναι πολὺ παλαιά. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὴ ὑπῆρχε ἤδη τὸν Ε΄ αἰώνα καὶ καθιερώθηκε ὡς ἀνάμνηση ἑνὸς μεγάλου γεγονότος – τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἁγία Ἑλένη, μητέρα τοῦ πρώτου χριστιανοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο, διότι μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ οἱ Ρωμαῖοι δύο φορὲς κατέστρεψαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ἡ ἁγία Ἑλένη στὴ θέση της ὑπῆρχαν μόνο ἐρείπια. Ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Ἀδριανός, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει κάθε ἀνάμνηση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας τεχνητὸς λόφος στὴ θέση τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ φτιαχτεῖ πάνω του ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης.
Ἡ ἁγία Ἑλένη δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει τὴν ἔρευνά της. Τότε ὁ Κύριος τῆς ἔστειλε ἕναν ἡλικιωμένο Ἑβραῖο ποὺ ὀνομαζόταν Ἰούδας καὶ ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅτι ὁ Σταυρὸς βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἡ αὐτοκράτειρα διέταξε νὰ ἰσοπεδωθεῖ ὁ εἰδωλολατρικὸς ναὸς καὶ τότε βρῆκαν κάτω ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τρεῖς σταυρούς. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε πάνω του τὴν ἐπιγραφὴ καὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, διότι ἀναστήθηκε ἕνας νεκρὸς στὸν ὁποῖο πάνω ἔβαλαν τὸν Σταυρό. Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρώθηκε γύρω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος τὸν ὕψωσε γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι. Ταυτόχρονα ὅλος ὁ λαὸς μὲ χαρὰ ἔψαλλε˙ «Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον!» Ἔτσι ψάλλαμε καὶ ἐμεῖς χτὲς στὴν παννυχίδα.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σημερινῆς γιορτῆς. Καὶ κάνοντας ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐνθυμούμενοι τὴν σταύρωση καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὸ βάθος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Σταυροῦ.
Γιὰ τὴν σημασία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους. Ἀκοῦστε τὸν λόγο του καὶ προσπαθῆστε νὰ καταλάβετε τὴν σημασία του˙ «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Κορ. α´18).
Μωρία καὶ τρέλα εἶναι ὁ λόγος περὶ τοῦ Σταυροῦ, γιὰ ἐκείνους ποὺ χάνονται, γιὰ μᾶς ὅμως εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ «γέγραπται γάρ˙ ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω» (Α΄ Κορ. α´19). Τὸ ἔλεγε ἤδη ὁ προφήτης Ἠσαΐας. «Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. α´ 20).
Ἔκανε μωρία ὁ Θεὸς ὅλη τὴν σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀπὸ παλαιὰ χρόνια ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σοφοὺς λαοὺς θεωροῦνταν οἱ Γερμανοί. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἦταν φορέας ὅλης τῆς κοσμικῆς σοφίας. Ἀπὸ μέσα του βγῆκαν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι ὅπως ὁ Κάντιος, ὁ Φίχτε καὶ ὁ Γέγελ. Στὴ Γερμανία ἡ ἐπιστήμη προχώρησε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης.
Εἴδατε πῶς κατήσχυνε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν σοφία τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ μωρία. Ὑπῆρχε ποτὲ μωρία φοβερότερη ἀπ’ αὐτὴ τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἤμασταν μάρτυρες; Εἶχε φτάσει ποτὲ κανένας λαὸς σὲ τέτοιο σημεῖο τρέλας, ὥστε νὰ ἐξοντώνει μὲ τὸν πιὸ ἄγριο τρόπο ἑκατομμύρια ἀνθρώπους καὶ νὰ καταστρέφει τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ;
Δὲν πραγματοποιήθηκε πάνω στὸν γερμανικὸ λαὸ ἐκεῖνος ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει˙ «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας, ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν» (Α΄ Κορ. α´ 20-22).
Πολλὲς φορὲς ἀκούσατε στὸ Εὐαγγέλιο πὼς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ τοὺς δείξει σημεῖα, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ κάνει ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε, ζητοῦσαν ἀπ’ Αὐτὸν θαύματα.
Ποιὰ ἄλλα θαύματα ἤθελαν, ἀφοῦ ὁ Κύριος τὰ ἔκανε συνεχῶς; Ἦταν τυφλοί, γι’ αὐτὸ ζητοῦσαν καὶ ἄλλα θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἤθελαν νὰ ἀποδείξει ὁ Κύριος τὴν ἄνω κλήση του.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν». Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν λαὸς πολὺ βαθυστόχαστος. Ἀπὸ τοὺς κόπους αὐτοῦ τοῦ λαοῦ βγῆκαν οἱ μεγαλύτεροι φιλόσοφοι τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπως ὁ Πυθαγόρας, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ ὁποῖοι μέχρι καὶ σήμερα παραμένουν ἀξεπέραστοι.
Ὁ Ἀριστοτέλης, παραδείγματος χάριν, εἶναι φορέας μιᾶς ἀξεπέραστης σοφίας καὶ βαθύτατος νοῦς. Οἱ Ἕλληνες ἦταν ἕνας λαὸς ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἕνας λαὸς ποὺ διψοῦσε νὰ ἀκούει κάθε τί τὸ σοφό, λαὸς ποὺ οἱ ἐκπρόσωποί του ἄκουγαν μὲ προσοχὴ στὸν Ἄρειο Πάγο τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἔχοντας τὴν αἴσθηση ὅτι ἐκεῖνος μιλάει γιὰ κάτι ποὺ αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» (Α΄ Κορ. α´ 22-23). Οἱ Ἰουδαῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία περίμεναν ἕνα μεγάλο βασιλιά, ὁ ὁποῖος θὰ γινόταν ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ ὑπέτασσε σ’ αὐτὸν ὅλο τὸν κόσμο. Ἦταν σκάνδαλο γι’ αὐτούς, ν’ ἀκοῦνε ὅτι Μεσσία θεωροῦν Αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι σταύρωσαν.
Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες αὐτὸ ἦταν μωρία καὶ μὲ πολλὴ περιφρόνηση μιλοῦσαν ἐκεῖνοι γιὰ τὸν Χριστὸ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους στοὺς πρώτους αἰῶνες. Περιέπαιζαν τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὸ ὅτι θεωροῦν Θεὸ ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρό. Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ τοὺς κάλεσε ὁ Θεός, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστό, Αὐτὸς ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ σοφία.
Γιὰ ὅλους ἐμᾶς κήρυγμα γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, κήρυγμα γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο Ἰησοῦ εἶναι κήρυγμα γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σοφία του. Διότι, πεῖτε μου, ποιός ποτὲ σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου φανέρωσε τέτοια δύναμη ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὄχι μόνο μὲ τὸ δικό του κήρυγμα ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ φοβερὸ καὶ θαυμαστὸ θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μὲ τὸ δικό του Αἷμα καὶ τὸν Σταυρό του;
Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο καὶ κατήργησε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου γι’ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ χάραξαν πάνω στὴν καρδιά τους τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Ἐμεῖς κηρύττουμε τὸν Χριστό, λέγοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ὑπέρτατη δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Σοφία Του, σοφία ἡ ὁποία ἀπέδειξε μωρία ὅλη τὴν σοφία τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς σοφία ἀνώτερη ἀπ’ αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουμε τώρα ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας δὲν βρίσκεται σὲ βιβλία, γραμμένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ… Πάντα ἔχουμε στὸ νοῦ μας τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὸν Χριστὸ «ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ. β´3). Ἀναζητοῦμε τὴ σοφία μόνο σ’ αὐτὸ τὸν θησαυρὸ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος˙ «Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν» (Παρ. Ι´ 31).
Πεῖτε μου ποιά στόματα ἀνέβλυζαν περισσότερη σοφία ἀπὸ τὰ στόματα τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν καὶ τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ πολλῶν ἄλλων ἁγίων; Ποιό στόμα ἀνάβλυζε σοφία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ὁσίων Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου; Γνωρίζουμε ὅτι τὸ στόμα τῶν δικαίων ἀναβλύζει σοφία. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σοφοῦ Σολομῶντος˙ «στόμα δὲ ταπεινῶν μελετᾶ σοφίαν» (Παρ. ΙΑ´ 2), ἐκείνων ποὺ ποτὲ δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους σοφό, βλέπουν τὸν ἑαυτό τους χειρότερο ἀπ’ ὅλους καὶ δὲν περιφρονοῦν κανέναν. Αὐτοὶ οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι κατέχουν τὴ γνήσια καὶ ἀληθινὴ σοφία, μία σοφία ξεχωριστή, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγοντας τὸ ἑξῆς˙ «Ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνὴ ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος» (Ἰακ. γ´ 17). Μὲ τέτοια σοφία ἦταν γεμάτοι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τέτοια σοφία πρέπει καὶ ἐμεῖς, ἁπλοὶ καὶ ἀδύναμοι χριστιανοί, νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ σοφία ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει˙ «Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ» (Α΄ Κορ. α´ 25).
Αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος τοὺς θεωρεῖ μωρούς, ποὺ ὁ κόσμος δὲν δίνει σημασία ἢ ἀκόμα καὶ τοὺς περιφρονεῖ, αὐτὸ «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ» εἶναι σοφότερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. «Τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι». Ἡ ἀδυναμία τῶν ταπεινῶν, τῶν πράων καὶ τῶν καθαρῶν τῇ καρδίᾳ εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη δύναμη.
«Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς» (Α΄ Κορ. 1, 26). Καὶ αὐτοὶ εἶστε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀνοίξατε τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀγαπήσατε τὸν Σταυρό Του. Γιὰ σᾶς μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει˙ «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ του κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ» (Α΄ Κορ. α´ 27-28).
Ὁ Κύριος γνωρίζει σὲ ποιά καρδιὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ σοφία. Ὁ Κύριος βλέπει τοὺς σοφούς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέχουν. Ὑπάρχουν μεταξύ μας, στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, σοφοί, ποὺ στὰ μάτια τοῦ κόσμου εἶναι ἐντελῶς ἀσήμαντοι. Ὑπάρχουν τέτοιοι σοφοὶ καὶ μεταξὺ τῶν φτωχῶν. Αὐτοὺς ὁ θεῖος Παῦλος τοὺς θεωρεῖ ἀληθινοὺς φορεῖς τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτοὶ μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ ἀγάπησαν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πάνω στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος συμφιλίωσε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο.
Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τιμοῦν καὶ σέβονται μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πράγμα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς αἱρετικούς… Ὅλοι τους εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτοὺς ὁ ἀπόστ. Παῦλος εἶπε˙ «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ» (Α΄ Κορ. α´18). Θεωροῦν παραλογισμὸ τὴν τιμὴ ποὺ ἐμεῖς ἀποδίδουμε στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀνοησία τους βρίζουν τὸν τίμιο Σταυρὸ μὲ τὰ πιὸ ἄσχημα λόγια. Τὸν παρομοιάζουν μὲ ἀγχόνη καὶ μᾶς περιγελοῦν λέγοντας πὼς αὐτὸ τὸ ὄργανο θανάτου ἐμεῖς μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸ τιμᾶμε καὶ τὸ ἀνυψώνουμε πάνω ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν ὅτι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἦλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅτι πάνω του κρεμάστηκαν οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἁγιασμένος μὲ τὸν πιὸ μεγάλο ἁγιασμὸ – μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἔργο ποὺ Ἐκεῖνος πραγματοποίησε πάνω του˙ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μπορεῖ γιὰ μᾶς νὰ ὑπάρχει θησαυρὸς μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ ἁγιάστηκε μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου; Ἂν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ θυσιαστήριο ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων ἐθεωρεῖτο ἱερό, ἂν τὸ σπαθὶ τοῦ Γολιάθ, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ ἀποκεφάλισε αὐτὸν τὸν γίγαντα, φυλαγόταν μέσα στὸ ναὸ τυλιγμένο σὲ πολύτιμο ὕφασμα, τότε πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ μὴν τιμᾶμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ;
Γνωρίζετε ὅτι τὰ πράγματα τῶν μεγάλων ἀνδρῶν φυλάγονται σὰν κειμήλια, ὅτι δημιουργοῦνται μουσεῖα ὅπου αὐτὰ φυλάγονται μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ πὼς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἐμεῖς λοιπὸν νὰ μὴν τιμᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἡ ἁγία Ἑλένη βρῆκε τὸ 326 μ.Χ.; Δὲν πρέπει νὰ ἀποστρεφόμαστε τοὺς δυστυχισμένους ἐκείνους αἱρετικοὺς ποὺ τὸν βλασφημοῦν; Δὲν πρέπει, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ τοὺς θεωροῦμε ἀνθρώπους ποὺ σκόνταψαν στὸν λίθο τοῦ προσκόμματος καὶ ἄδικα νομίζουν πὼς κατέχουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ;
Ἂς μὴν ἔχουμε καμία κοινωνία μ’ αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ βλασφημοῦν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ μας τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ! Ἂς μὴν ὑπάρχει μεταξὺ μας κανεὶς ποὺ νὰ μὴν φοράει σταυρό!
Ξέρω ὅτι δὲν τὸν φορᾶτε ὅλοι. Φορᾶτε χάντρες καὶ μενταγιὸν καὶ τὸν σταυρὸ δὲν φορᾶτε. Μὴν δικαιολογεῖτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὸ ὅτι δὲν ἔχετε ποῦ νὰ τὸν ἀγοράσετε, γιατί ἂν ἀγαπούσατε τὸν Σταυρὸ θὰ βρίσκατε δυνατότητα, θὰ παίρνατε ἕνα κομμάτι ξύλο καὶ θὰ τὸ κάνατε σταυρό. Σκεφτεῖτε το καὶ βάλτε ὅλοι σας στὸ λαιμὸ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλοι σας νὰ τὸν χαράξετε μέσα στὴ δική σας καρδιά! Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσει καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ζωή.