«ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»(Τιμ.Β΄2)

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Ἠλίας Μηνιάτης - Εἰς τὸ Σωτήριον Πάθος






Ἠλίας Μηνιάτης (1669-1714): κληρικός, συγγραφεὺς καὶ ἐκκλησιαστικὸς ῥήτωρ ἐκ Κεφαλληνίας. Διετέλεσεν Ἐπίσκοπος Κερνίτσης καὶ Καλαβρύτων.
Τῇ Ἁγία καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ

Πῶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ πῶς ἔκαμεν ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν! Ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τῆς γῆς, τὸ ἔπλασε μὲ τὰς χεῖράς του, τὸ ἐμψύχωσε μὲ τὴν πνόην του, τὸ ἐτίμησε μὲ τὴν εἰκόνα του, καὶ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ ἐκατάστησε τὸν Θεὸν χωρὶς μορφήν, χωρὶς πνοήν, ὅλον αἷμα, ὅλον πληγάς, προσηλωμένον εἰς ἕνα ξύλον. Βλέπω ἐκεῖ ἕνα Ἀδάμ, καθὼς τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐστεφανωμένον δόξῃ καὶ τιμῇ, αὐτεξούσιον βασιλέα πάντων τῶν ὑπὸ σελήνην κτισμάτων, εἰς τὴν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς ἐπιγείου μακαριότητος. Βλέπω ἐδῶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, καθὼς τὸν ἀκατάστησεν ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς κάλλος, χωρὶς εἶδος ἀνθρώπου, ἐστεφανωμένον μὲ ἀκάνθας, κατάδικον, ἄτιμον, ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, εἰς τὴν ἀγωνίαν τοῦ πλέον ἐπωδύνου θανάτου. Συγκρίνω τὴν μίαν μὲ τὴν ἄλλην εἰκόνα, τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον, τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν, καὶ στοχάζομαι τί ὡραῖον πλάσμα ἔκαμαν τὸν ἄνθρωπον τὰ πλουσιόδωρα χέρια τοῦ Θεοῦ· καὶ τί ἐλεεινὸν θέαμα ἔκαμαν τὸν Θεὸν τὰ παράνομα χέρια τῶν ἀνθρώπων! Γνωρίζω ἐκεῖ εἰς τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἔργον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐστεφάνωσεν ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Θεός· καὶ γνωρίζω ἐδῶ εἰς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μίαν ἀνομίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὅλας του τὰς ἀνομίας ὁ ἄνθρωπος. Ξανοίγω ἐκεῖ μίαν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐδῶ μίαν ἄπειρον ἀχαριστίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν· καὶ δὲν ἠξεύρω ἢ τί περισσότερον νὰ θαυμάσω ἢ τί περισσότερον νὰ ἐλέγξω. Τοῦτο ἠξεύρω, πὼς ἐξίσου πρέπει νὰ κλαύσω καὶ τὸν Θεόν, ὅπου τόσα ἔπαθε, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου τόσα ἐτόλμησε. Ἐγὼ δὲν ξεχωρίζω τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν δακρύων μου. Διατί, ὅταν θρηνῶ τὰ πάθη, ἐγὼ ἀπεικάζω τὴν ἀφορμὴν τῶν παθῶν· ὅταν μετρῶ τὰς πληγάς, ἐγὼ εὑρίσκω τὰ χέρια ὅπου τὰς ἄνοιξαν· ὅταν θεωρῶ Ἐκεῖνον, ὅπου ἐσταυρώθη, θεωρῶ καὶ ἐκεῖνον, ὅπου τὸν ἐσταύρωσε· καὶ εἰς τὸν θάνατον ἑνὸς ἀδικοφονευμένου Θεοῦ, ἐγὼ ξανοίγω ἄνθρωπον τὸν φονέα.

Τοῦτο εἶναι, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἄλλα, τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι, ὅπου τοῦ πλήττει τὴν κεφαλὴν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦτο, ὅπου τοῦ κεντᾶ τὴν πλευρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν λόγχην. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν βασανίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσήλωσιν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ πικραίνει τὰ χείλη περισσότερον ἀπὸ τὴν χολήν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ βαρεῖ περισσότερον ἀπὸ τὸν σταυρόν. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν νεκρώνει γληγορώτερον ἀπὸ τὸν θάνατον: Νὰ βλέπῃ αἰτίαν τοῦ πάθους του καὶ τοῦ θανάτου του ἕνα ἄνθρωπον, τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του. Καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλη ἡ ἀφορμὴ τῶν δακρύων μας, πὼς ἡμεῖς ἐσταυρώσαμεν, ἡμεῖς ἐθανατώσαμεν τὸν Θεόν μας. Ἀνίσως καὶ τοιούτου πάθους ἄλλος ἤθελ᾽ ἦτον ἡ ἀφορή, ἡμεῖς μ᾽ ὅλον τοῦτο ἔπρεπε πολλὰ νὰ πονέσωμεν, διατὶ ἄλλος τόσα δὲν ἔπαθε· ἀλλὰ νὰ εἴμασθεν ἡμεῖς ἀφορμή, πρέπει καὶ νὰ πονέσωμεν, καὶ νὰ ἐντραπῶμεν· πρέπει νὰ κλαύσωμεν καὶ τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀχαριστίαν μας· πρέπει νὰ χύσωμεν διπλᾶ τὰ δάκρυα, διὰ νὰ εἶναι δάκρυα συμπαθείας καὶ συντριβῆς· καὶ τέτοιας λογῆς, νὰ θρηνήσωμεν καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτόν μας.

Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀνέβηκα σήμερον μὲ τοιοῦτον σκοπὸν ἐπάνω εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν ἄμβωνα. Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ χριστιανοί, ὅπου τώρα καίουσι τὰ πάθη, ἀναμένουσι μόλον τοῦτο πότε νὰ ἀναστηθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος, διὰ νὰ Τὸν βάλωσι πάλιν εἰς τὸν Σταυρόν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ παρακινήσω εἰς θρῆνον τοὺς χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ψηφῶ δάκρυα προσωρινά, ὁποῦ δὲν γεννῶνται ἀπὸ τὴν καρδίαν, ὁποῦ δὲν εἶναι τέκνα τῆς κατανύξεως· ἂς κρατοῦσι τὰ δάκρυά τους οἱ χριστιανοί, διὰ νὰ κλαίωσιν ἢ τὴν ζημίαν τοῦ πράγματος ἢ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν ἢ τὸ καλὸν τοῦ πλησίον· δὲν χρειάζεται ἀπὸ τέτοια δάκρυα ὁ Ἰησοῦς μου. Εἶναι καὶ ἄλλοι ὅπου Τὸν λυποῦνται, ἂν δὲν Τὸν λυποῦνται οἱ χριστιανοί, Τὸν λυπεῖται ὁ οὐρανός, καὶ σκεπάζει μὲ βαθύτατον σκότος τὸ γαληνόμορφον πρόσωπον· Τὸν λυπεῖται ὁ ἥλιος, καὶ κρύπτει εἰς ἔκλειψιν τὰς ἀκτῖνας· Τὸν λυπεῖται ἡ γῆ, καὶ σείεται ἀπὸ κλώνον καὶ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα καὶ σχίζει ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ· Τὸν λυποῦνται καὶ αὐτοί, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν· ὅθεν στρέφονται τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη.

Ἐγὼ ἦλθα, ὄχι διὰ νὰ σᾶς κάμω νὰ κλαύσετε, ἦλθα διὰ νὰ σᾶς κάμω ἁπλῶς νὰ καταλάβετε, τί εἶναι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦτα τὰ τρία κεφάλαια.
Πρῶτον, τί εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου ἔπαθε·
Δεύτερον, τί ἔπαθε.
Τρίτον, διὰ ποῖον ἔπαθε.

Θέλετε ἀκούσει εἰς Ἐκεῖνον, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἀγάπην. Καὶ ἀνίσως εἰς τόσην συγκατάβασιν δὲν θέλετε θαυμάσει· εἰς τόσην ὑπομονὴν δὲν θέλετε συμπονέσει· εἰς τόσην ἀγάπην δὲν θέλετε εὐχαριστήση· τότε – ναὶ – θέλω εἰπεῖ πὼς ἡ καρδία σας εἶναι πέτρα σκληροτέρα ἀπὸ ἐκείνας, ὅπου ἐσχίσθησαν εἰς τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.

Δεῦτε λοιπὸν ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Γολγοθᾶ, εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ φρικώδους θεάματος· καὶ εἰς τόσον σκότος, ὁποῦ σκεπάζει τῆς οἰκουμένης τὸ πρόσωπον, ἂς προβάλῃ, διὰ νὰ μᾶς δείξη τὴν ὁδὸν τοῦ ζωοδόχου Σταυροῦ τὸ σεβάσμιον ξύλον.

Ποῦ εἶσαι; Πρόβαλε, ξύλον θεομακάριστον, ὅπου, ποτισμένον μὲ τὸ ζωηρὸν αἷμα Θεοῦ ἐσταυρωμένου, μᾶς ἐβλάστησες τὴν ζωήν. Τράπεζα πολύτιμε, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐπληρώθη σήμερον ἡ ἐξαγορὰ τῆς ἀνθρωπίνου σωτηρίας. Θρόνε ὑπέρτιμε, ὅπου ἐκάθισε καὶ ἐβασίλευσε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ νεὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Κλῖμαξ ἐπουράνιε, ὅθεν ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν μᾶς ἔδειξε τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν παράδεισον. Στύλε φωτοειδέστατε, ὅπου ὁδηγεῖς τὸν περιούσιον λαὸν εἰς τὴν μακαρίαν γῆν τῆς θείας ἐπαγγελίας. Σταυρὲ ἁγιώτατε, τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ στήριγμα, τῆς πίστεώς μας τὸ καύχημα! μίαν φορὰν ξύλον ἀτιμίας καὶ θάνατου, τώρα ξύλον δόξης καὶ ζωῆς! ὄργανον βασανιστήριον τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καὶ ὄργανον τρισόλβιον τῆς σωτηρίας μας! Γένοιτο εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν διήγησιν ὅπου ἔχω νὰ κάνω, καθὼς ὅλος ἐπροσηλώθη εἰς ἐσὲ ὁ Ἰησοῦς μας, ἔτσι ὅλη νὰ προσηλωθῇ εἰς ἐσὲ ἡ καρδία μας!
ΜΕΡΟΣ Α´

Ὅλον τὸ θεμέλιον τῆς ὀρθοδόξου μας πίστεως εἶναι, πὼς ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, ἐστάθη ἀληθῶς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς φαίνεται μωρία εἰς τοὺς ἐθνικούς, ἂς εἶναι σκάνδαλον εἰς τοὺς Ἰουδαίους· «ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον», καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος. Ὁ ἐσταυρωμένος οὗτος, ἦτον ἕνας σεσαρκωμένος Θεός· καὶ ἀγκαλὰ ἔπαθεν εἰς τὴν σάρκα μόνον, κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα μόνον, διατὶ ὡς Θεὸς ἦτον ἀπαθής, πλήν, ἐπειδὴ καὶ ὑποστατικῶς ἦτον ἡνωμένη καὶ ἡ σάρκα μὲ τὸν Θεῖον Λόγον καὶ ἡ ἀνθρωπότης μὲ τὴν θεότητα, ἡ σάρκα ἐκείνη ἦτον κυρίως τεθεωμένη, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦτον ἰδίως Θεός. Ἐκεῖνος ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου ἦτον ἀληθῶς καὶ υἱὸς Θεοῦ· εἷς Ἰησοῦς Θεάνθρωπος· ὥστε ὅπου, καθὼς εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, ἔτσι ὁμοίως εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ ἔπαθεν, ἦτον Θεός, Θεὸς ὕψιστος, βασιλεὺς τῶν αἰώνων, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο κατεδέχθη νὰ πάρῃ δούλου μορφήν, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος». Θεὸς ἀναμάρτητος, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἠθέλησε νὰ βαστάξη τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ φανῇ ὡσὰν ἕνας ἁμαρτωλός· Θεὸς πλήρης δόξης, πλήρης δυνάμεως, πλήρης ἀθανασίας, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἄδειασεν, ἐκένωσε (καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος) τὸν ἑαυτὸν Του ἀπὸ ὅλον τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ θεότητος, μένοντας εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ πτωχείαν μόνην τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἕως νὰ ἀποθάνῃ· τὴν ὁποίαν κένωσιν «καὶ ὕφεσιν τινα καὶ ἐλάττωσιν» ὀνομάζει ὁ θεολόγος Γρηγόριος.

Μὰ τάχα τί χρεία ἦτο νὰ πάθη, νὰ σταυρωθῇ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεὸς; δὲν ἦτον ἄλλο μέσον, διὰ νὰ γένῃ τὸ μέγα ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Ἐδῶ θαυμάσατε τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν. Ζάλευκος, ὁ βασιλεὺς τῶν Λοκρῶν, ἔκαμεν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους ἕνα νόμον, ὅτι ἑνὸς μοιχοῦ νὰ ἐβγάνωσι καὶ τοὺς δύο ὀφθαλμούς· δικαιότατος νόμος, νὰ χάνη τὸ φῶς τῶν ὀμμάτων, ὁποῦ εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς, ὅποιος ἐγγίζει τοῦ ἄλλου τὴν τιμήν, ὅπου εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Πρῶτος, ὅπου παρέβη τὸν νόμον τοῦτον καὶ ἐπιάσθη εἰς μοιχείαν, ἐστάθη ὁ ἴδιος του υἱὸς καὶ ἀποφασίζει ὁ δικαιότατος βασιλεὺς νὰ τοῦ δοθῇ ἡ πρέπουσα παίδευσις. Παρακαλοῦσιν ὅλοι οἱ ἄρχοντες, παρακαλεῖ ὅλος ὁ λαὸς τὸν βασιλέα νὰ γένῃ ἵλεως πρὸς τὸν υἱόν του, τὸν διάδοχον καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας του, ἄλλ᾽ ἐκεῖνος στέκει στερεὸς εἰς τὴν γνώμην του καὶ θέλει καλλίτερα νὰ φυλάξη τὸν νόμον του, παρὰ τὸν υἱόν του. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ αἱ μεσιτεῖαι καὶ αἱ παρακλήσεις τὸν στενεύουσι δυνατά, ἄρχισε νὰ μαλακώνεται καὶ νὰ ἀκούῃ ὄχι μόνον δικαιοσύνην του, ἀλλὰ καὶ τὴν πατρικὴν ἀγάπην. Ἡ δικαιοσύνη - ἔλεγε συλλογιζόμενος μὲ τὸν ἑαυτόν του – ζητεῖ νὰ τυφλώσω τὸν υἱόν μου, διατὶ εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου μου· ἡ ἀγάπη ἡ πατρικὴ ζητεῖ νὰ συμπαθήσω τὸν υἱόν μου, διότι εἶναι γέννημα τῶν σπλάγχνων μου. Ἂν ἐγὼ παραβλέψω τὴν δικαιοσύνην μου καὶ δὲν τὸν παιδεύσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄδικος κριτής· ἂν παραβλέψω πάλιν τὴν ἀγάπην τὴν πατρικὴν καὶ τὸν τιμωρήσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄσπλαγχνος πατήρ. Ἂχ τύχη! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι πατήρ, διὰ τί νὰ μὲ κάμῃς κριτὴν; ἂχ φύσις! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι κριτής, διατὶ νὰ μὲ καμῃς πατέρα; μὰ πῶς; ἀμφιβάλλω; ἐγὼ εἶμαι δίκαιος κριτής, ἡ δικαιοσύνη εἶναι τυφλὴ καὶ δὲν βλέπει εἰς τοῦ πταίστου τὸ πρόσωπον…, μὰ πάλιν τί ἀποφασίζω; ἐγὼ εἶμαι φιλότεκνος πατὴρ καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ὁμοίως τυφλή, καὶ δὲν βλέπει τοῦ πταίστου τὸ πταίσιμον. Εἶμαι βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ παιδεύσω, μὰ καὶ ὡς βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ συγχωρήσω· καὶ νὰ μὴ φυλάξω ἕνα υἱόν, ὁποῦ ἐγὼ ἐγέννησα; τί νὰ κάμω ὁ δυστυχής, καὶ κριτὴς καὶ πατὴρ; εἶναι τάχα μέσον νὰ φυλάξω καὶ τὸν νόμον μου, νὰ φυλάξω καὶ τὸν υἱόν μου; Ναί. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ ἐβγοῦσι δύο μάτια· ἂς ἔβγῃ ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια μου, ἂς ἔβγῃ καὶ ἄλλο τοῦ υἱόν μου· ἂς δώσῃ ἐκεῖνος τὸ ἕνα, διατὶ εἶναι πταίστης, ἂς δώσω καὶ ἐγὼ τὸ ἄλλο, διατὶ εἶμαι πατήρ· μὲ τοῦτο θέλω εὐχαριστήσει τὴν δικαιοσύνην μου καὶ τὴν ἀγάπην μου· μὲ τοῦτο θέλω φυλάξει τὸν νόμον ου καὶ τὸν υἱόν μου· μὲ τοῦτο θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πατὴρ φιλότεκνος.

Ἔτσι ἔγινεν ἀκροαταί. Ἐδῶ δύο μάτια ἐχρειάζοντο, ὅμως ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ νόμος καὶ νὰ παιδευθῇ τὸ πταίσιμον, ἀπὸ τὸ ἄλλο διὰ νὰ φυλάξη ὁ κριτὴς πατὴρ τὴν ἀγάπην του, ὁ πταίστης υἱὸς τὸ φῶς του, εὑρέθη τοῦτος ὁ μέσος ὅρος, νὰ δώσῃ τὸ ἕνα ὁ πατὴρ καὶ τὸ ἄλλο ὁ υἱός. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδειγα ἐξαίρετον, ἀνάμεσα εἰς ὅλας τὰς ἱστορίας, μιᾶς ἄκρας καὶ βασιλικῆς δικαιοσύνης καὶ συγκαταβάσεως πατρκῆς· πλὴν εἶναι παράδειγμα ἀνθρώπινον, ὅπου δὲν φθάνει νὰ συγκριθῇ μὲ ἐκεῖνο, ὅπου ἔκαμεν ἕνας δίκαιος ὁμοῦ καὶ εὔσπλαγχος Θεός.
Ἀπόφασις θεϊκὴ ἦτον ἄνωθεν καὶ ἀπ᾽ ἀρχῆς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς, γεγραμένη εἰς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ὅτι ὅποιος ἤθελε φάγει ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ ἤθελε παρέβη τὴν Θείαν ἐντολήν, νὰ εἶναι εὐθὺς παραδομένος εἰς τὸν θάνατον, «ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»· ἡμεῖς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ παρέβημεν· «ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἥμαρτον»· ἡμάρτομεν μὲ τὴν προπατορικὴν καὶ ἀκόμη μὲ τὴν προαιρετικὴν ἁμαρτίαν, ὥστε ὅπου ὅλοι εἴμασθεν ὑποκείμενοι εἰς τὴν θείαν κατάραν· ὅλοι ἄξιοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἔπρεπε λοιπὸν ἡμεῖς ἢ νὰ λάβωμεν τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, νὰ χάσωμεν, ὡσὰν τὰ δύο μάτια, τὰς δύο ζωὰς ὅπου εἴχαμεν, τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν, μὲ τὴν κόλασιν ἢ νὰ εὑρεθῇ ὁ τρόπος τῆς ἰατρείας. Μὰ ποῖος τρόπος, ὅπου τὸ χρέος μας μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ἄπειρον; ἂν ἤθελον ἔλθῃ, ὡσὰν ὁ Μωϋσῆς ἢ ἄλλος τις τῶν προφητῶν, χίλιοι ἄνθρωποι· ἂν ἤθελον σαρκωθῇ χίλιοι ἄγγελοι νὰ ἀποθάνωσι, διὰ νὰ πληρώσωσι δι᾽ ἡμᾶς τὴν θείαν δικαιοσύνην, τὸ αἷμα, ὅπου ἤθελον χύσῃ ὅλοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι, δὲν ἤθελε φθάσει· ὡς αἷμα κτισμάτων, ἤθελ᾽ ἦτον πεπερασμένης, ἐλλειποῦς καὶ ὀλίγης τιμῆς, ἐνῷ τὸ χρέος μας πρὸς τὸν Θεὸν ἦτον ἄπειρον «ἔδει τοίνυν δυοῖν θάτερον – θεολογεῖ ὁ ἅγιος Πρόκλος - ἢ πᾶσιν ἐπαχθῆναι τὸν ἐκ καταδίκης θάνατον, ἐπειδὴ πάντες ἥμαρτον· ἢ τοιοῦτον δοθῆναι πρὸς ἀντίδοσιν τίμημα, ᾧ τῷ χρέει ἱκανὸν ὑπῆρχε δικαίωμα πρὸς παράτασιν. Ἄνθρωπος μὲν σῶσαι οὐκ ἠδύνατο· ὑπέκειτο γὰρ τῷ χρέει τῆς ἁμαρτίας. Ἄγγελος δὲ ἐξαγοράσασθαι τὴν ἀνθρωπότητα οὐκ ἴσχυεν, ἠμπόρει γὰρ τοῦ τοιούτου λύτρου. Ἄνθρωπος ψιλὸς σῶσαι οὐκ ἴσχυεν, (ἀκολουθεῖ ὁ αὐτὸς Διδάσκαλος), Θεὸς γυμνὸς παθεῖν οὐκ ἠδύνατο». Ἐδῶ ἐχρειάζοντο δύο φύσεις, ἀνθρωπίνη καὶ θεία· οὐχὶ ἀνθρωπίνη μοναχή, διατὶ μὲ τὸ νὰ πάθη καὶ ἀποθάνῃ δὲν ἐδύνατο νὰ σώσῃ, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνη καὶ θεία ὁμοῦ, ἡνωμέναι εἰς ἕνα πρόσωπον. Τοῦτο τὸ πρόσωπον ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀποθάνῃ μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὅπου εἶναι παθητὴ καὶ θνητή· ἀλλὰ διὰ τὴν θείαν φύσιν, ὅπου εἶναι ἀπείρου ἀξίας, ἐκεῖνο τὸ πάθος, ἐκεῖνος ὁ θάνατος, ἔπρεπε νὰ γένῃ καὶ ἔτσι ἔγεινεν. Ἤκουσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν δικαιοσύνην του, ὅπου ἐζήτει ἐκδίκησιν ἐναντίον μας, διατὶ εἴμασθεν παραβάται τῆς ἐντολῆς του· «ἐξαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα»· μὰ ἤκουσε καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὴν εὐσπλαγχνίαν του, ὅπου ἐζήτει συγχώρησιν δι᾽ ἡμᾶς, διότι εἴμασθε πλάσματα τῶν χειρῶν του. «Ζῶ ἐγώ, οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ». Ὁ Θεός, κριτὴς δίκαιος ὅπου θέλει νὰ φυλάξῃ τὸ πλάσμα του· τί νὰ κάμῃ; Κριτὴς καὶ Πατήρ, καὶ Θεὸς καὶ πλάστης, ηὗρεν ἡ ἄπειρός του σοφία ἕνα μέσον νὰ φυλάξῃ τὸν νόμον του καὶ νὰ φυλάξῃ καὶ νὰ πλάσμα του.

Ἐδῶ - εἶπε – χρειάζονται δύο φύσεις· Θεία καὶ ἀνθρωπίνη· ἂς δώσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὴν μίαν μὲ τὴν θνητὴν σάρκα, ἐγὼ δίδω τὴν ἄλλην μὲ τὸν Θεῖον Λόγον· ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς δύο φύσεις, καὶ ἀνθρωπίνην καὶ Θείαν, ἂς γενηθῇ ἕνα πρόσωπον Θεανδρικόν· τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός. Τοῦτο ἂς πάθη, τοῦτο ἂς ἀποθάνῃ· ἀποθνήσκοντας ὡς ἄνθρωπος, τὸ αἷμα Του, ὅπου χύνεται, εἶναι ὡς τόσον πληρωμή, μά, ἐπειδὴ ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁμοῦ καὶ Θεός, τὸ αἷμὰ Του, ὅπου χύνεται, εἶναι μία πληρωμὴ ἄπειρος. Τέτοιας λογῆς εὐχαριστεῖται καὶ ἡ εὐσπλαγχνία μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου μόνου τοῦ ἀνθρώπου, λυτρώνονται οἱ ἐπίλοιποι ἄνθρωποι· εὐχαριστεῖται καὶ ἡ δικαιοσύνη μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου τοῦ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, πληρώνεται τὸ ἄπειρον χρέος· καὶ ἐγὼ θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πλάστης φιλάνθρωπος.

Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀφορμή, κατὰ τὴν ὁποίαν χρείαν ἦτον νὰ πάθη καὶ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος, διὰ νὰ ἠμπορῇ ὡς ἄνθρωπος νὰ πληρώσῃ καὶ ὡς Θεὸς νὰ πληρωθῇ σωστά. Ἐδῶ, λέγω πάλιν, χριστιανοί μου, ἐχρειάζοντο ὡσὰν δύο μάτια, δύο φύσεις· ἡμεῖς οἱ πταῖσται, οἱ παραβάται τῆς Θείας ἐντολῆς, ἐδώκαμεν, ὡσὰν τὸ ἕνα ὀμμάτι, τὴν ἀνθρωπότητα· ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἔδωκεν, ὡσὰν τὸ ἄλλο, τὴν θεότητα· μᾶς ἔγγιζεν ἡ τιμωρία τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ εἰς τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἡ τιμωρία θανάτου ἐξηφανίσθη. Ἐπληρώσαμεν μὲ τὴν θείαν σάρκα, ἡνωμένην τῷ θείῳ Λόγω, καὶ ἐλυτρώθημεν μὲ τὸν θεῖον Λόγον, ἡνωμένον τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί· εἶναι ὑψηλότατον νόημα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου· «συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως, ὅτι ὁ πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος διὰ τὸν συνόντα Λόγον, ἐξηφανίζετο»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβα- σις! Ἀλλ᾽ ὦ Θεέ, πολυέλεε καὶ πολυεύσπλαγχνε, καὶ διὰ νὰ σώσῃς τὸν ἄνθρωπον, δὲν εἶχεν ἡ παντοδυναμία σου ἄλλον τρόπον, χωρὶς νὰ παραδώσῃς εἰς θάνατον τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν τοῦ θείου σου προσώπου; Χωρὶς ἀμφιβολίαν ἐδύνατο ὁ Θεός, ἐνεργῶν ὡς παντοδύναμος, καθὼς μὲ ἕνα λόγον εἶπε καὶ πάντα ἐγένετο, ἔτσι ὁμοίως μὲ ἕνα λόγον νὰ εἰπῇ καὶ νὰ γένῃ ἡ τοῦ ἀνθρώπου σωτηρία. Ἐδύνατο καὶ χωρὶς καμμίαν πληρωμὴν νὰ μᾶς ἀφήση τὸ ἄπειρον χρέος, ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸν θάνατον τοῦ ἰδίου του Υἱοῦ νὰ συγχωρήσῃ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ ἀνθρώπου· ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ σβέσῃ τὴν φλόγα τῆς αἰωνίου κολάσεως· ἐδύνατο, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τέτοιας λογῆς δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον δύναμιν, δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον συγκατάβασιν. Ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ κάμῃ καὶ ὡς κριτὴς καὶ ὡς πατήρ· νὰ δείξῃ καὶ τὴν δικαιοσύνην του καὶ τὴν φιλανθρωπίαν του πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ ἦτον ὁ παραβάτης τοῦ νόμου του, καὶ νὰ κάμῃ ὡσὰν κριτής, νὰ δείξῃ τὴν δικαιοσύνην του πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστόν, ὅπου ἦτον ὁ Υἱός του. Ἐλυπήθη περισσότερον τὸν ἄνθρωπον, παρὰ τὸν Μονογενῆ του Υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ τὸν μονογενῆ του υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὰ ἰδέτε τὴν διαφορετικὴν τοῦ πράγματος ἔκβασιν. Ἔφθασεν ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν διατεταγ- μένον τόπον, ἑτοίμασε τὸ θυσιαστήριον ἔβαλεν ἐπάνω τὰ ξύλα, ἄναψε ὑποκάτω τὴν φωτίαν καί, συμποδίζοντας τὸν υἱόν του τὸν Ἰσαάκ, τὸν ἔρριψε ἐκεῖ· ἔπιασε τὴν μάχαιραν, ἐσήκωσε τὴν δεξιάν, ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἤθελε νὰ κατεβάσῃ τὴν θανατηφόρον πληγήν, εἶδεν ὁ Θεὸς καὶ εὐσπλαγχνίσθη· καὶ «Ἀβραάμ, Ἀβραὰμ – εἶπε –στάσου μὴ ἐπιβάλῃς τὴν μάχαιράν σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποιήσης αὐτῷ μηδὲν»· φθάνει με ἡ καλή σου προαίρεσις, ἂς ζῇ ὁ υἱός σου Ἰσαάκ, διὰ νὰ εἶναι πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν, ὅπου θέλω εὐλογήσει καὶ θέλω πληθύνει ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.

Καὶ τί παράδοξον, ἦτον, Θεέ μου, ἂν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε θυσιάσει τὸν υἱὸν του διὰ τὴν ἀγάπην σου; ἐσὺ εἶσαι Θεὸς ὅ,τι κάμῃ διὰ σὲ ἕνας ἄνθρωπος, τὸ κάνει χρεωστικῶς καὶ ἀξίως· μὰ τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος; ἕνας μικρὸς σκώληξ τῆς γῆς, παραβάτης τῶν ἐντολῶν σου· καὶ τόσον τὸν ἀγαπᾷς, ὁποῦ θυσιάζεις τὸν υἱόν σου διὰ τὴν ἀγάπην του; «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτὸν»; Δὲν εἶναι ἄλλο· τόση εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ συγκατάβασις· ἐλυπήθη τὸν υἱὸν ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ θυσιασθῇ, καὶ δὲν ἐλυπήθη τὸν ἴδιὸν του υἱόν, ἀλλὰ ἄφησε νὰ ἀποθάνῃ· «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο· ἀλλ᾽ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτὸν»· παρέδωκε νὰ τὸν πωλήσωσιν οἱ μαθηταί του, νὰ τὸν ἀρνηθῶσιν οἱ φίλοι του, νὰ τὸν κρίνωσιν οἱ ἐχθροί του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν φθόνον τῶν Ἰουδαίων, εἰς τὴν κρίσιν τῶν ἐθνικῶν, εἰς τὰς κατηγορίας τῶν ἱερέων, εἰς τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν στρατιωτῶν, εἰς τὸ μῖσος καὶ εἰς τὴν μανίαν ἑνὸς ἀχαρίστου λαοῦ, ὅπου ἐδίψα τὸ αἷμα του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐμπτυσμούς, εἰς τὰ ραπίσματα, εἰς τὰς μάστιγας, εἰς τὰς ἀκάνθας, εἰς τὸν σταυρόν, μὲ ἕνα τρόπον, ὅπου δὲν τὸν ἐλογίασεν ὡσὰν υἱόν, ἀλλ᾽ ὡσὰν ἕνα ἁμαρτωλόν, μάλιστα ὡσὰν αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ κρίνῃ ὡσὰν πταίστην τὸν υἱὸν καὶ νὰ ἀθωώσῃ τὸν πταίστην ἄνθρωπον· διὰ νὰ παιδεύσῃ τὸν ἀναμάρτητον, καὶ νὰ δικαιώσῃ τὸν ἁμαρτωλόν· διὰ νὰ πληρώσῃ εἰς ἐκεῖνον ὅλην του τὴν θείαν δικαιοσύνην, διὰ νὰ χύσῃ εἰς τοῦτον ὅλον του τὸ ἄπειρον ἔλεος· εἶναι νόημα τοῦ Παύλου «τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν, ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασις!

Τοιαύτη ἦτον ἡ διάθεσις τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν υἱόν· ποία δὲ τοῦ υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα; Μία ἄκρα ὑπακοή· «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου». Καὶ τῆς μὲν ἄκρας ταπεινοφροσύνης δίδει τὸ πρῶτον σημάδι εἰς τὸ ἐστρωμένον ἀνώγεον· ἐδῶ τὴν πρώτην φορὰν φαίνεται ἐν δούλου μορφῇ, πλύνει μὲ τὰ ἴδια του χέρια τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ δίδει τὸν ἑαυτόν του τροφὴν τοῖς μαθηταῖς εἰς τὸ Μυστήριον. Τῆς δὲ ἄκρας ὑπακοῆς, εἰς τὸν κῆπον Γεθσημανῇ· ἐδῶ, ἀγκαλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος δείχνων ὅλη τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως, λυπεῖται, μὲ μίαν λύπην τόσον βαθεῖαν, ὅπου τοῦ ἤφερεν ἕως θανάτου τὴν ψυχήν· ἀγωνίζεται μὲ ἕναν ἀγώνα τόσον πολύν, ὅπου τὸν ἔκαμεν νὰ ἐβγάλῃ ἱδρῶτα ὡσὰν αἷμα περισσόν, εἰς τόσον ὅπου ἔτρεχεν ἕως εἰς τὴν γῆν· πίπτει μὲ τὸ πρόσωπον κάτω καὶ μὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὰ χείλη παρακαλεῖ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ δοκιμάση τὸ πικρὸν ἐκεῖνο τοῦ θανάτου ποτήριον· μ᾽ ὅλον τοῦτο, ὑπήκοος μέχρι θανάτου εἰς τὸ θέλημα τοῦ πατρός. «Πάτερ – λέγει – οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ, γενηθήτω τὸ θέλημὰ σου». Στρεφόμενος πρὸς τοὺς τρεῖς μαθητάς, ὅπου ηὗρε καθεύδοντες, τοὺς ἐξυπνεῖ καὶ «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν» εἶπεν, ἐκεῖ, ὅπου μᾶς κράζει τοῦ πατρὸς τὸ θέλημα καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ σωτηρία.

Τώρα τί περισσότερον νὰ θαυμάσωμεν, χριστιανοὶ; τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πατρός, ὅπου ἀπεφάσισε τὸν Υἱόν του εἰς θάνατον; ἢ τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ὅπου τρέχει εἰς τὸν θάνατον μὲ τόσην προθυμίαν; οὐχί, καὶ εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ πατρὸς καὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ἡμεῖς πρέπει νὰ θαυμάσωμεν τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασιν;

Ὁ Θεός, διὰ νὰ λυτρώσῃ τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν τυραννίδα τῆς Αἰγύπτου, ἔστειλεν ἕναν ἄνθρωπον, τὸν Μωϋσῆν. Διὰ νὰ σγχωρῇ τὰς ἁμαρτίας τῶν Ἑβραίων, ἔκαμε καὶ ἐχύνετο εἰς τὸ ὁλοκαύτωμα τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν, ὅπου ἦτον αἷμα τράγων καὶ μόσχων· μά, διὰ νὰ λυτρώση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν τυραννίδα τοῦ ᾅδου, ἦλθεν αὐτὸς ὁ Ἴδιος προσωπικῶς· «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»·διὰ νὰ ἐξαλείψη τὰς ἁμαρτίας μας, ἔχυσεν αὐτὸς τὸ Ἴδιον αἷμα· «οὐ δι᾽ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος ἔσωσεν ἡμᾶς». Τόσον πολύτιμος εἶναι ἡ σωτηρία μας ὅπου ἀξίζει τὸ αἷμα ἑνὸς Θεοῦ. Μία μοναχὴ σταλαγματία τοῦ θείου αἵματος, εἶναι ὁ ἀκριβώτερος μαργαρίτης τοῦ παραδείσου· καὶ μία μοναχὴ σταλαγματία ἔφθανε, διὰ νὰ σβύσῃ ὅλας τὰς φλόγας τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, τόσον πλουσιοπάροχα, ἐχύθη διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅπου ἐχύθη ὅλον καὶ δὲν ἔμεινε μία σταλαγματία εἰς τὴν φλέβα τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στοχασθῆτε καλὰ τοῦτο τὸ μέγα πρᾶγμα, χριστιανοί· Τοῦτος, ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· τοῦτος ἔχυσε, διὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσῃ τὰς ψυχὰς ὅλον τὸ αἷμα· καὶ ἡμεῖς, ἀλλοίμονον! κρατοῦμεν ἀκόμη αἰχμαλώτους τὰς ψυχάς· ἡμεῖς ἀκόμη δουλεύομεν τῇ ἁμαρτία· ἡμεῖς ἀκόμη δὲν ἤλθομεν εἰς ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιαν· καὶ λοιπόν, τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματὶ μου; ἠμπορεῖ νὰ μᾶς εἰπῇ ὁ Σωτήρ. Τόσον αἷμα, ὅπου ἔχυσα ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη μου· ἡ ἀγωνία, ὅπου ἔκαμα εἰς τὸν κῆπον· τόσον, ὅπου ἔτρεξεν ἀπὸ ὅλον μου τὸ σῶμα εἰς τὰς μάστιγας, ἀπὸ τὴν κεφαλήν μου διὰ τὰς ἀκάνθας, ἀπὸ τὴν πλευράν μου διὰ τὴν λόγχην· τόσον αἷμα ἀπὸ τὰς πληγὰς τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν ἔπεσε ματαίως εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ τὸ καταπατοῦσιν οἱ ἄνθρωποι; τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!

Πατὴρ ἄναρχε, ἐγὼ ἔκαμα τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἔπαθα, ἐσταυρώθηκα, παρέδωκα τὸ πνεῦμα, ἔχυσα ὅλον τὸ αἷμα διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν χριστιανῶν, μὰ οἱ χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουσι τὸν σωτῆρα τους, δὲν θέλουσι τὴν σωτηρίαν τους, ἀγαποῦσι τὴν κόλασίν τους· λοιπὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπου μὲ ἐσταύρωσαν, ὅπου μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω, ζητῶ συγχώρησιν: «ἀφες αὐτοῖς»· διὰ τοὺς χριστιανούς, ὁποῦ μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω δίχως ὄφελος τῶν πολλῶν, ζητῶ κρίσιν: «κρῖνον αὐτοὺς ὁ Θεὸς»· ἡ δικαιοσύνη σου μὲ ἔκαμε νὰ χύσω τὸ αἷμα μου, ἡ δικαιοσύνη σου ἂς ἐκδικήσῃ τὸ αἷμα μου.

Καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ἀπολογίαν ἕνας χριστιανὸς ἀμετανόητος. «Ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας, καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος» λέγει ὁ Παῦλος· ὅσῳ τιμιωτέρα ἐστάθη ἡ ἐξαγορά του, τόσῳ βαρυτέρα θέλει εἶναι ἡ τιμωρία του.

Ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἂς δοξάσωμεν τὸν Σωτῆρα· ἂς κάμωμεν μετάνοιαν· καὶ ἂς λάβωμεν τὴν ὠφέλειαν τοῦ πολυτίμου ἐκείνου αἵματος, ὁποῦ ἐχύθη δι᾽ ἡμᾶς. Ἴδαμεν τὶς εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθε, καὶ ἐθαυμάσαμεν μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· ἂς ἰδῶμεν τί ἔπαθε, διὰ νὰ συμπονέσωμεν εἰς μίαν ἄκραν ὑπομονήν.
ΜΕΡΟΣ Β´

Ἴδετε ποτέ, χριστιανοί, ἕνα μικρὸν πλοιάριον μέσα εἰς πλατεῖαν θάλασσαν, μακρὰν ἀπὸ τὴν γῆν, ἐγκαταλελειμμένον ἀπὸ πᾶσαν τέχνην καὶ βοήθειαν, πολεμούμενον ἀπὸ ἐναντίους καὶ σφοδροτάτους ἀνέμους, συχνοδαρμένον ἀπὸ ἄγρια κύματα, ὅπου τέλος πάντων καταποντίζεται εἰς τὸν βυθὸν; τέτοιας λογῆς στοχασθῆτε νὰ βλέπετε εἰς τὴν αἱματώδη θάλασσαν τῶν πικροτάτων παθῶν, τὸν μονογενῆ υἱὸν τῆς Παρθένου, μακρὰν ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῆς ἠγαπημένης του μητρός· ἐγκαταλελειμ -μένον ἀπὸ τὸν ἄναρχον Πατέρα του, ὅπου μίαν φορὰν παρέδωκεν αὐτόν· μοναχόν, χωρὶς τὴν βοήθειαν καὶ συντρο -φίαν τῶν μαθητῶν, ὅπου τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγον.

Μά, ὄχι· ἐγὼ βλέπω ἕναν του μαθητήν, ὅπου ἔρχεται μὲ πλῆθος πολὺ στρατιωτῶν καὶ ὑπηρετῶν, μὲ ἅρματα, μὲ φανούς, μὲ λαμπάδας, πλησιάζει, τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν φιλεῖ· εἰς καλὴν ὥραν ἦλθες, φίλε καὶ πιστὲ μαθητά, νὰ παρηγορήσης τὸν λυπημένον, νὰ συντροφεύσης τὸν ἐγκαταλελειμμένον Διδάσκαλον· μὰ – εἶπε μου – τί καλὸν μήνυμα φέρεις ἀπὸ τὴν αὐλὴν τῶν ἀρχιερέων; «Φίλε ἐφ᾽ ᾧ πάρει»; τοὺς ἐκατάπεισες τάχα νὰ ἀφήσωσιν εἰς εἰρήνην ἕνα θειότατον ἄνθρωπον, ὅπου δὲν ἔδωκε κανένα σκάνδαλον, μάλιστα ἔκαμε χιλίας εὐεργεσίας εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ; ἢ τάχα ἐξάνοιξες πὼς τοῦ μελετοῦσι κανένα μεγάλον κακὸν καὶ ἦλθες μὲ τόσην παράταξιν νὰ τοῦ δώσῃς βοήθειαν; Δὲν ἀποκρίνεσαι; Νὰ σὲ ἰδῶ καλύτερα ποῖος εἶσαι; Ἄχ! ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἰούδας ὁ προδότης, ὁ ἀποστάτης ἀπόστολος, ὁ δόλιος μαθητής· ἐσὺ εἶσαι, ὁποῦ τὸν ἐφίλησες τώρα, καὶ ἔρχεσαι νὰ τὸν παραδώσῃς; ὢ μεγάλη ἀχαριστία τοῦ Ἰούδα! ὢ μεγάλη συμφορὰ τοῦ Χριστοῦ.

Χριστιανοί, λέγουσι πώς, ὅταν Ἰούλιος ὁ Καῖσαρ εἶδε τοὺς φονεῖς, ὅπου ἦλθον νὰ τὸν φονεύσουν μέσα εἰς τὴν Γερουσίαν, καὶ ἐξάνοιξεν ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους τὸν Βροῦτον, ὅπου ἠγάπα ὡς υἱόν· «καὶ σὺ τέκνον»; τοῦ εἶπε· καὶ μὲ τοῦτο ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὴν χλαμμύδα του, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ τόσην ἀχαριστίαν, τὴν ὁποίαν ἐτρόμαξε περισσότερον ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ πόσην λύπην θὰ ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Ἰούδα; καὶ σὺ τέκνον; θὰ ἔλεγε· καὶ σὺ μαθητά μου; καὶ σύ, ἀπόστολέ μου, εἰς τὴν συντροφίαν τῶν ἐχθρῶν μου; μάλιστα καταφυγὴ τῶν ἐχθρῶν μου καὶ μὲ προδίδεις εἰς θάνατον; «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως»; Ἀλλὰ εἰς τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τοῦ προδότου μαθητοῦ, εἶναι καὶ μεγάλη καταφρόνησις τοῦ προδομένου διδασκάλου. Ἐπροδόθησαν καὶ ἄλλοι, ἐπωλήθησαν καὶ ἄλλοι, ἀλλὰ καθὼς ἐπροδόθη καὶ ἐπωλήθη ὁ Χριστός, ἄλλος οὐδείς. Ἐπρόδωσεν ὁ Βροῦτος τὸν Καίσαρα, μὰ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος· ἐπρόδωσεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ τριάκοντα ἀργύρια· τόσον ἐνομοθέτησεν ὁ Μωϋσῆς νὰ πληρώνεται ὁ φόνος ἑνὸς δούλου. Κακὸν παράδειγμα, ὅπου ἄφησες, ὦ Ίούδα, νὰ πωλῆται διὰ φιλαργυρίαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ὁ Χριστός, ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ πραγματεύωνται τὰ μυστήρια. Ἐπώλησαν οἱ ἀδελφοὶ τὸν Ἰωσήφ, μὰ διὰ νὰ μὴ λάβῃ θάνατον· ἐπώλησεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ νὰ λάβῃ θάνατον· «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι»· ἂν δὲν λογίζεται ὡς υἱὸς Θεοῦ, ὑπομονή, δὲν εἶναι ἀκόμη φανερὰ γνωρισμένος· μά, κἂν νὰ ἐλογίζεται ὡς υἱὸς ἑνὸς ἀνθρώπου! οὐδὲ τοῦτο· λογίζεται ὡσὰν ἕνα ἄλογον ζῶον, διωρισμένον εἰς τὴν σφαγήν.

Διψοῦσι τὸ αἷμά του οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ Συνέδριον ὅλον, συνηγμένοι εἰς τὰ παλάτια Ἄννα καὶ Καϊάφα, ὅπου, συρμένος ἀπὸ ὅλην τὴν σπεῖραν, παραστέκεται διὰ νὰ κριθῇ ὁ Ἰησοῦς. Οἱ κριταὶ ἐχθροί, οἱ μάρτυρες ψευδεῖς, ποίαν ἀπόφασιν ἀναμένομεν; «Ἔνοχος θανάτου ἐστὶν»· ἔνοχος θανάτου ἐστὶ; καὶ λοιπὸν ἂς πεθάνῃ μὰ τὶς χρεία εἶναι νὰ τὸν πτύουσι εἰς τὸ πρόσωπον; νὰ τὸν κολαφίζουν, νὰ τὸν ραπίζωσι; καί, διὰ περισσότερον περιγέλοιον, νὰ τοῦ σφαλίζωσι τὰ μάτια; καί, προσθέτοντες τὰς ὕβρεις τῆς βλασφήμου γλώσσης εἰς τὰς βαρυματίας τῆς ἱεροσύλου δεξιᾶς, ἐρωτοῦσιν εἰς κάθε ράπισμα: «προφήτευσον ἡμῖν (λέγοντες), Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; Σταθῆτε, ὦ ὑπηρέται τοληροί, καὶ ἐγὼ θέλω νὰ τὸν ἐρωτήσω: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, ὅπου ἐκαταστήθης καὶ ἔγεινες παίγνιον τῶν ἀνθρώπων, διατὶ τώρα ἔχεις τὸ πρόσωπον, ὡσὰν σκεπασμένον μὲ τὸ κάλυμμα τῆς πίστεως, «προφήτευσον ἡμῖν· τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; προφήτευσον ἡμῖν ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου συχνότερα σὲ κολαφίζει, Ἰουδαῖος ἢ αἱρετικὸς ἢ ὀρθόδοξος; προφήτευσον ἡμῖν· τίνος εἶναι ἐκεῖνο τὸ χέρι, ὅπου σοῦ δίδει τὸ βαρύτερον ράπισμα; εἶναι χέρι σκανδαλοποιοῦ ἱερέως ἢ ἀνευλαβοῦς λαϊκοῦ; εἶναι χέρι πόρνης ἀσελγοῦς ἢ νέου ἀκολάστου; εἶναι χέρι ἀδίκου κριτοῦ ἢ πλουσίου πλεονέκτου; εἶναι χέρι φονέως αἱμοβόρου ἢ κλέπτου ἅρπαγος; προφήτευσον ἡμῖν· τί σοῦ πονεῖ περισσότερον; τὰ ραπίσματα τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱ ἁμαρτίαι τῶν χριστιανῶν; Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς μου τώρα δὲν ὁμιλεῖ, σιωπᾷ, καὶ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄφωνος ἀμνός, ὁποῦ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας.

Ἀλλὰ θέλετε νὰ προφητεύσω ἐγὼ; Περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναρίθητα ραπίσματα, ὅπου τοῦ δίδουσιν οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχιερέων, τοῦ κακοφαίνονται τρία, ὅπου τοῦ δίδει ἕνας του μαθητής, ὁ Πέτρος, ὅπου τρεῖς φοραῖς τὸν ἀρνεῖται· «οὐκ οἷδα τὸν ἄνθρωπον». Ὁ Πέτρος ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ἔγεινε πέτρα σκανδάλου· αὐτὴ εἶναι ἡ μοναχὴ πέτρα, ὅπου ἐρράγη, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνῃ ὁ Χριστός, ὅτε τρὶς ἠρνήθη τὸν διδασκαλον· μὰ πάλιν ἐρράγη εἰς τὴν συντριβὴν καὶ ἐγνώρισε τὸν διδάσκαλον. Καθὼς ἐκείνη ἡ πέτρα εἰς τὴν ἔρημον κτυπημένη μὲ τὴν ράβδον τοῦ Μωϋσέως, ἔτσι ἐτούτη συντετριμένη μὲ ἕνα βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ· μὲ ταύτην τὴν διαφοράν, πὼς ἀπὸ ἐκείνην ἔτρεξε νερὸν γλυκὺ ὡσὰν μέλι, ἀπὸ ἐτούτην δὲ ἔτρεξαν πικρότατα δάκρυα· «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Δίκαιον ἔχεις, ὦ Πέτρε, νὰ κλαίῃς ἀπαρηγόρητα, πάλιν μακάριος ἐσύ, ὁποῦ καθὼς ἐστάθης γλήγορος εἰς τὸ νὰ ἀρνηθῇς, ἔτσι ἐστάθης καὶ γλήγορος εἰς τὸ νὰ μετανοήσῃς, μίαν ὥραν ἐστάθης εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔκλαυσες ὅλην σου τὴν ζωήν. Ἄθλιοι ἡμεῖς, ὁποῦ εἴμασθεν τόσον γλήγοροι εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τόσον ἀργοὶ εἰς τὴν μετάνοιαν· ἡμεῖς ἁμαρτάνομεν ὅλην μας τὴν ζωὴν καὶ δὲν κλαίομεν μίαν ὥραν.

Μὰ ἐγὼ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν τοῦ Πέτρου καταλαμβάνω πὼς ὁ ἀλέκτωρ ἐφώνησε τρίς, ὅπου ἦτον τὸ σημάδι τῆς μετανοίας του· καὶ λοιπὸν ἐξημέρωσεν, ἤνοιξε τὸ Πραιτώριον τοῦ Πιλάτου. Ἐδῶ ἀπὸ τὸ σπῆτι τοῦ Καϊάφα φέρεται δεμένος ὡσὰν κατάδικος ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν ἱερωμένων, μέσα εἰς τὰ σπίτια τῶν ἀρχιερέων κακά, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν λαϊκῶν, μέσα εἰς τὰ παλάτια τῶν ἀρχόντων χειρότερα. Ὤ ἀσύγκριτος δυστυχία τοῦ Ἰησοῦ! ποὺ ποτε δὲν εὑρίσκει καταφυγὴν καὶ βοήθειαν, ὁλοῦθεν καταφρόνησιν καὶ τιμωρίαν. Ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, Ἰουδαῖοι καὶ ἄρχοντες καὶ δοῦλοι, κριταὶ καὶ στρατιῶται, νέοι καὶ γέροντες, κάθε τάξις, ὅλος ὁ λαὸς τὸν κατακρίνουσι ὡς πταίστην, ὅλοι τὸν θέλουσι ἀποθαμένον, ὅλοι φωνάζουσι: «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτὸν»· ἕνας Βαραββᾶς λῃστὴς ἐπίσημος, προτιμᾶται ἀπὸ τὸν ἄπταιστον Ἰησοῦν, διὰ τὸν ὁποῖον μία εἶναι ὁλονῶν ἡ γνώμη καὶ ἡ φωνή: «σταυρωθήτω»· ἐξίσταται εἰς τόσην ὁργὴν ὁ ἡγεμὼν καὶ θέλει νὰ μάθῃ ποῖον εἶναι τὸ πταίσιμόν του, ὅθεν: «τὸ ἔθνος τὸ σὸν – λέγει – καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί, τί ἐποίησας»; Οὐχί, Πιλάτε ἐσὺ μόνος εἶσαι ξένος ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν ἠξεύρεις τί ἔκαμεν ὁ Ναζωραῖος ἐτοῦτος; «Τί ἐποίησας»; ἐγὼ νὰ σοῦ εἰπῶ· τυφλοὺς ἐφώτισε, λεπροὺς ἐκαθάρισε, παραλύτους ἀνώρθωσε, νεκροὺς ἀνέστησε, λαοὺς πεινασμένους ἐχόρτασε, ψυχὰς πλανεμένας ἐδίδαξεν· αὐτὸ εἶναι τὸ πταίσιμόν του. «Τί ἐποίησας»; ἐρώτησαι τοὺς λαούς, ὁποῦ ἐκστατικοὶ ἤκουον τὸ θεῖον του κήρυγμα· ἐρώτησαι μίαν Σαμαρῖτιν, ὁποῦ μὲ ἕνα του λόγον, ἀπὸ πόρνη ἔγεινε παρθένος· μίαν Μαγδαληνήν, ὁποῦ ἀπὸ ἁμαρτωλὸς ἔγεινεν ἀπόστολος· ἕνα Ζακχαῖον, ὅπου ἀπὸ πλεονέκτης ἔγεινεν ἐλεήμων· ἕνα Ματθαῖον, ὅπου ἀπὸ τελώνης ἔγεινεν εὐαγγελιστής· ἐρώτησε ἕνα Λάζαρον, ὁποῦ ἀκόμη ζῇ, τὸν ὁποῖον ἓξ ἡμέρας εἶναι, ὁποῦ ἀνέστησε τεταρταῖον· ἐρώτησε τοὺς παῖδας τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὸν ἐπροϋπάντησαν μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, ψάλλοντες τὸ Ὡσαννά. «Τί ἐποίησας»· ἂν ἦτον δυνατὸν νὰ ὁμιλήσωσι καὶ ἡ θάλασσα καὶ οἱ ἄνεμοι, ὁποῦ τὸν ὑπήκουσαν, καὶ οἱ ἴδιοι δαίμονες, οἱ ἐχθροί του, ὁποῦ τὸν ὡμολόγησαν Υἱὸν Θεοῦ. «Τί ἐποίησας»· καὶ τί δὲν ἔκαμεν, ὦ Πιλάτε; ἂν εἶχες νοῦν νὰ ἐκαταλάβανες τὴν ὑψηλήν μας θεολογίαν, ἐγὼ σοῦ ἔλεγα: πὼς τοῦτος εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ προανάρχου Πατρός, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»· ὅπου ἔκαμεν ὅσα βλέπεις καὶ ὅσα δὲν βλέπεις, τὴν γῆν μὲ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα· τὸν οὐρανὸν μὲ τὰ ἄστρα καὶ μὲ τὸν ἥλιον· ὁποῦ ἔκαμε τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ ἐσὲ τὸν ἴδιον, ὦ Πιλάτε· ἕνα μόνον πρᾶγμα δὲν ἔκαμε, τὴν ἁμαρτίαν· «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Τοῦτο τὸ ἠξεύρει καὶ ὁ Πιλάτος καὶ τὸ λέγει φανερὰ εἰς ἐπήκοον παντὸς τοῦ λαοῦ: «οὐκ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο… παράνομα κριτήρια τῆς γῆς, κρίσεις ἄδικοι τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων, δὲν φθάνει νὰ εἶναι ἄπταιστος, ὅταν πέφτῃ εἰς τὰ χέρια ἑνὸς ἀδίκου κριτοῦ, ὅπου ἔχει τὰ ἴδια τέλη, ὁποῦ φοβεῖται μὴ χάσῃ τὴν φιλίαν τοῦ Καίσαρος.

Ὁ ἄπταιστος Ἰησοῦς μαστιγώνεται καί, ἂν ἐρωτήσῃς τὴν ἀφορμήν, ὁ ἴδιος κριτὴς ἀποκρίνεται· διατὶ «οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· ὢ ἐλεεινὸν θέαμα! νὰ βλέπῃ τινὰς ἕνα Υἱὸν Θεοῦ, ὁποῦ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἀναβάλλεται τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον, γυμνὸν εἰς τὰ μάτια καὶ στρατιωτῶν, ὁποῦ ἐμπαίζουσι, καὶ Ἰουδαίων, ὁποῦ βλασφημοῦσιν! Αὐτοὶ ἁρματώνουσι τὴν ἀπάνθρωπον δεξιὰν μὲ τὰς μάστιγας· δέρνουσι, πληγώνουσι, καταξεσκλοῦσι τὰς καθαρωτάτας σάρκας τοῦ θείου Ἐμμανουήλ, ὁποῦ τρέμει, ἱδρώνει, ὀλιγοψυχεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ χυνομένου αἵματος. Καὶ τέτοια βάσανος δὲν ἐτύχαινεν ἐμὲ; τέτοιαι μάστιγες, δὲν ἔπρεπε νὰ δέρνουσι τὰς σάρκας μου, ὁποῦ ἔπταισαν μὲ χιλίων λογιῶν ἁμαρτίας; τόσον αἷμα δὲν ἔπρεπε νὰ τρέξῃ ἀπὸ τὸ κορμί μου, διὰ νὰ πλύνῃ τὰς ἀκαθαρσίας μου; Ἄγγελοι, Σεραφίμ, δράμετε τὸ ὀγληγορώτερον σκεπάσατε τὰ ἀμώμητα ἐκεῖνα μέλη, κρύψετὲ τα ἀπὸ τῶν ἀσεβῶν τὰ ἀκάθαρτα βλέμματα.

Μὰ ἐγὼ βλέπω καὶ τὰ ἐσκέπασαν μὲ κόκκινην χλαμύδα, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ στρατιῶται τὸν ἐνδύουσι διὰ παίγνιον, ὡς βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Τοῦ βάνουσιν, ὡσὰν βασιλικὸν διάδημα, ἕνα ἀκάνθινον στέφανον, ὁποῦ τοῦ κεντᾶ καὶ πληγώνει βαθεῖα τὴν κεφαλή. Τοῦ δίδουσι βασιλικὸν σκῆπτρον ἕνα κάλαμον, τὸν ὁποῖον συχνοπαίρνουσιν ἀπὸ τὰ χέρια του, διὰ νὰ δέρνουσι τὴν κεφαλήν του. Γονατίζουσιν ἐμπρός του, ἐμπαίζοντές τον ὡς ἕνα μωρόν, καὶ τὸν χαιρετοῦσι μὲ ἐμπτυσμοὺς καὶ ραπίσματα· «χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Δὲν ἐσφάλετε, ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς· θέλοντες νὰ κάμετε ἕνα πλαστὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων, ἐκάματε τὸν ἀληθινὸν βασιλέα τῶν χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ μας Χριστοῦ, δὲν εἶναι, ὄχι, βασιλεία ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· τέτοιον βασιλέα καταφρονεμένον καὶ βασανισμένον προσκυνοῦμεν ἡμεῖς, διατὶ καυχώμεθα εἰς τὰς καταφρονήσεις καὶ εἰς τὰ βάσανα. Μὲ τέτοιαν ὀνειδιστικὴν χλαμμύδα τὸν θέλομεν, διατὶ τὸ ὄνειδός μας εἶναι δόξα καὶ τιμή· μᾶς ἀρέσει ὁ ἀκάνθινός του στέφανος διατὶ μᾶς ἀρέσει ἡ θλῖψις καὶ στενοχώρια. Δὲν ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἔχῃ ἄλλο σκῆπτρον, παρὰ ἕνα ἐλαφρὸν κάλαμον, διότι δὲν ὀρεγόμεθα βάρος περιουσίας βιοτικῆς. Δὲν ἐσφάλετε ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς, καὶ μὴ θέλοντες ἐχειροτονήσατε τὸν βασιλέα τῶν μαρτύρων μας καὶ ἀσκητῶν μας, ποὺ θέλουσι πολιτεύσειν τὸν οὐρανόν. Ἄχ! καὶ νὰ ἠξεύρετε πὼς τέτοιον βασιλέα, ὅπου τώρα ἐμπαίζετε, θέλουσι προσκυνήσει ὅλοι οἱ βασλεῖς τῆς γῆς. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ὑποκάτω ἐκείνης τῆς ξεσχισμένης χλαμμύδος, ὁποῦ τοῦ ἐβάλετε, θέλουσιν ὑποταχθῇ εἰς προσκύνησιν πάντα τὰ ἔθνη. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ἐκεῖνα τὰ ἀκάνθια, μὲ τὰ ὁποῖα τοῦ ἐπλέξατε στέφανον, θέλουσι γίνει βέλη κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἁγίας μας πίστεως. Νὰ ἠξεύρετε, πὼς μὲ ἐκεῖνον τὸν ἐλαφρὸν κάλαμον, ὅπου τοῦ ἐδώκατε, θέλει καταβάλει καὶ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν.

Χριστιανοί, ὅπου μὲ ἀκούετε, δὲν εἶναι ἔτσι; τοιοῦτος σωστὰ εἶναι ὁ βασιλεύς, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς εἴμεσθεν δοῦλοι. Βασιλεὺς τῶν πόνων καὶ τῆς ὑπομονῆς, καὶ ἰδέτε τον, ὅπου προβαίνει φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, συντροφιασμένος ἀπὸ τὸν Πιλάτον, ὁποῦ τὸν δείχνει εἰς τὰ μάτια ὅλης τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ λέγει: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Κρατήσετε τὰ δάκρυά σας, δὲν θέλω νὰ κλαύσετε· θέλω νὰ προσκυνήσετε τὸν βασιλέα ἡμῶν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Πάτερ οὐράνιε, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ δὲν ἔχει οὔτε εἶδος, οὔτε κάλλος, εἶναι ὁ μονογενῆς σου Υἱός, ὁποῦ «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησας»; Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁ πολυπαθής, εἶναι ἐκεῖνος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, τοῦ ὁποίου ψάλλετε ἀκατάπαυστα τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ἐν οὐρανοῖς; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ποῦ εἶσθε, προφῆται, νὰ ἰδῆτε τὴν προσδοκίαν τῶν ἐθνῶν, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἐπιθυμημένον Μεσσίαν; ποῦ εἶσθε, Ἀπόστολοι, νὰ ἰδῆτε τὸν Θεὸν καὶ διδάσκαλον; ποῦ εἶσαι, μήτηρ γλυκυτάτη Μαρία, νὰ ἰδῇς τὸν μονάκριβόν σου υἱὸν; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἴδετε, ἱερεῖς, τὸν ἄκρον ἀρχιερέα σας· ἴδετε, παρθένοι, τὸν νυμφίον σας· ἴδετε, ὀρφανοί, τὸν πατέρα σας· ἴδετε, πλανεμένοι τὸν ὁδηγόν· ἴδετε, ἀσθενησμένοι, τὸν ἰατρόν· ἴδετε, ἁμαρτωλοί, τὸν σωτῆρα· ἴδετε χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ γνωρίσατε τὸν βασιλέα ἡμῶν· Χαῖρε ὁ βασιλεύς, ὄχι τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ θεῖος σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ὁ αἰώνιος νυμφίος τῆς ἐκκλησίας μας. Ἐσὺ δὲν ἔχεις εἶδος καὶ μορφὴν ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τοῦτο τὸ πρόσωπον λατρεύομεν· φιλοῦμεν τὰ σχοινία τῶν χειρῶν σου, ὁποῦ μᾶς ἰάτρευσαν· καταφρονεμένος, πληγωμένος, αἱματωμένος, ἂς εἷσαι ὁ βασιλεὺς ἡμῶν· ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»· μὰ ὄχι, ἴδε ὁ Θεός· σὲ γνωρίζομεν διὰ ἄνθρωπον, ὅταν βλέπωμεν τὰ πάθη σου· σὲ γνωρίζομεν διὰ Θεόν, ὅταν βλέπωμεν τὴν εὐεργεσίαν σου· ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ Θεός, διατὶ πάσχεις καὶ σώζεις.

Μὰ φθάνει, σὲ παρακαλοῦμεν, ἕως ἐδῶ· ἵλεώς σοι, Κύριε, μὴ πάθῃς ἄλλο περισσότερον· φθάνει καὶ περισσεύει διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅσον αἷμα ἔχυσες ἕως τώρα. Ἰησοῦ μου, ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ μὴ σὲ ἀφήσω νὰ μισεύῃς, ἂν ἦτον δυνατὸν ἤθελα νὰ σὲ κρύψω μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου. Μά, ἀλλοίμονο εἰς ἐμέ· αὐτὴ εἶναι ὅλη μολυσμένη ἀπὸ ἁμαρτίας καὶ φοβοῦμαι πὼς ἐσύ, ὁ καθαρώτατος, παρὰ νὰ στέκῃς εἰς τὴν ἀκάθαρτόν μου καρδίαν, κάλιον θέλεις νὰ στέκῃς εἰς τὸν σταυρόν· καὶ πήγαινε εἰς τὸν Σταυρόν, ὁποῦ ἐγὼ σὲ ἀκολουθῶ μὲ τὰ δάκρυά μου καὶ μὲ τὸν λόγον μου.

Καὶ ὄντως Σταυρὸς εἶναι ὁ θάνατος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸν ἀπεφάσισεν ὁ Πιλάτος· «παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Καὶ λοιπὸν μὲ φοβεροὺς ἀλαλαγμούς, μὲ μεγάλας χαράς, μὲ ἄπειρον πλῆθος λαοῦ, τὸν παίρνουσιν ἀπὸ τὸ πραιτώριον τοῦ Πιλάτου οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ οἱ στρατιῶται τοῦ φορτώνουσιν εἰς τοὺς ὤμους του τὸ τιμωρητικὸν ξύλον τοῦ σταυροῦ· τὸν περνοῦσιν ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φορτωμένον τὸ βάρος, ἀγωνισμένον ἀπὸ τὸν κόπον, στάζοντα ἱδρῶτα ἀπὸ ὅλον τὸ κορμί, τὸν ἀνεβάζουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Γοργοθᾶ. Ποτίζουσι τὰ μαραμένα του χείλη μὲ ὄξος καὶ χολήν· καί, ἐπειδὴ πολλὰ ὀλίγη ζωὴ ἔμεινεν ἀκόμη εἰς ἐκεῖνα τὰ πολυπαθῆ μέλη, σπουδάζουσι τὸ γρηγορώτερον νὰ τελειώσωσιν τὸ παράνομον ἔργον. Τὸν ἐκδύουσι μὲ βίαν· τὸν ρίπτουσι εἰς τὴν γῆν, τὸν ἁπλώνουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, καρφώνουσι πρῶτον τὴν δεξιάν, τὴν ἀριστερὰν ὕστερα, καὶ τοὺς δύο πόδας, καὶ τέλος πάντων, μὲ χίλιαις φοβεραῖς φωναῖς, συμπλεγμέναις μὲ ἄλλας τόσας βλασφημίας, τὸν σηκώνουσι ὑψηλὰ καὶ σταίνουσι τὸν Σταυρὸν ἐπὶ τὸν καλούμενον Κρανίου τόπον. Δὲν φθάνει, ἀλλ᾽ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν σταυρώνουσι καὶ δύο ληστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων διὰ νὰ μὴ λείψῃ εἰς τὴν ἄκραν βάσανον καὶ ἄκρα ἀτιμία· διὰ νὰ εἶναι διπλοῦν πάθος, καὶ σώματος καὶ ψυχῆς. Τοὺς πόνους τῆς σκληρᾶς ταύτης σταυρώσεως ἐκεῖνος μόνο ἔχει δύναμιν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ, ὅπου μόνος ἔλαβεν ὑπομονὴν νὰ τοὺς δοκιμάσῃ. Λέγουσιν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι, στοχαζόμενοι τὸ ἁγιώτατον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πὼς ἦτον ὄχι ἔργον φύσεως, διατὶ δὲν ἦτον τῆς θείας δυνάμεως ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς · διατὶ ἦτον ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ ἐκ τῶν καθαρῶν αἱμάτων Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου, θεότευκτον κατοικητήριον μιᾶς ὁλοφώτου ψυχῆς· ὅπου ἔχει δηλαδὴ καὶ τὰς ἔξω αἰσθήσεις, καὶ τὰς ἔσω δυνάμεις εἰς μίαν ἄκραν τελειότητα. Λέγουσι· πὼς ὅλοι οἱ πόνοι ὁμοῦ, ὁποῦ ἐδοκίμασαν εἰς τὰς βασάνους οἱ μάρτυρες, δὲν εἶναι νὰ συγκριθῶσι ἕναν μόνον πόνον ἀπὸ ἐκείνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός. Εἶναι ὅμως ἀκόμη καὶ τοῦτο, πὼς εἰς ἐκείνους τοὺς πόνους τῶν μαρτύρων ἔστεκεν ἀοράτως ὁ Θεός, ὅπου τοὺς ἐδυνάμωσε μὲ τὴν θείαν του χάριν· ὅθεν ἐκεῖνοι πολλάκις ἐχόρευον μέσα εἰς τὰς φλόγας, ἔχαιρον εἰς τὴν σφάγὴν καὶ ἢ ἐκεῖνοι ἦτον ὁλότελα ἀναίσθητοι εἰς τοὺς πόνους ἢ οἱ πόνοι ἦσαν πολλὰ ἐλαφροὶ εἰς ἐκείνην τὴν αἴσθησιν· ἀλλ᾽ εἰς τοὺς πόνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός, παρέδωκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ τρόπον τινὰ ὁλότελα τὸν ἐγκατέλειπε· τὸ λέγει ὡσὰν παραπονεμένος ὁ αὐτὸς Ἰησοῦς: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»; Ὄχι πὼς ἡ θεότης ἐγκατέλειψε κἂν μίαν στιγμὴν τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτον ἀχώριστα ἡνωμένη ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ὑποστάσεως, ἀλλ᾽ ὅσον εἰς τὰ πάθη, ἡ θεότης τέτοιας λογῆς ἄφησε μοναχὴν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ πάσχῃ καὶ νὰ πονῇ, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτον μετ᾽ αὐτὴν ἡνωμένη ὁλότελα, διὰ νὰ μὴν ἔχῃ εἰς τὰ πάθη καμμίαν βοήθειαν, εἰς τοὺς πόνους καμίαν παρηγορίαν· «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»;

Μὰ ἂν ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἐγκατέλιπε τὸν Χριστόν, δὲν τὸν ἐγκατέλιπε ἡ ἀγαπημένη του Μήτηρ. Ἄχ, χριστιανοί! ἂν ἕνας σταυρὸς κρατῆ τὸν Χριστὸν ὄπισθεν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, ἡ παρουσία τῆς γλυκυτάτης μητρὸς εἶναι ἄλλος ἕνας σταυρός, ὅπου ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του. «Εἱστήκει παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ». Αὐτὴ στέκει, βλέπει, δὲν κλαίει, δὲν παραπονεῖται, καὶ βαστᾶ εἰς τὴν καρδίαν μὲ σιωπὴν ἐκείνην τὴν ρομφαίαν, ὁποῦ τῆς ἐπροεῖπεν ὁ Συμεών· στέκει ἐσταυρωμένη εἰς τὴν σταύρωσιν, μὰ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν γίνεται δεύτερος σταυρὸς τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω, ποῖος βασανίζεται περισσότερον, ὁ υἱὸς ἢ ἡ μητέρα; καὶ ποῖος υἱὸς ἐγνώρισε τέτοιαν μητέρα; ἐθλίβετο ἡ μητέρα, συνεθλίβετο καὶ ὁ υἱός. Ἐδοκίμαζεν ὁ υἱὸς εἰς τὸ πάθος του τὴν θλῖψιν τῆς μητρός, ἐδοκίμαζεν ἡ μητέρα σιμὰ εἰς θλῖψιν της τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ, καὶ ἐγίνετο εἰς τὸν υἱὸν καὶ εἰς τὴν μητέρα διπλῆ ἡ βάσανος, ὁποῦ ἔκανεν ἀπὸ τὸν πόνον τοῦ υἱοῦ καὶ ἀπὸ πόνον τῆς μητρὸς ἕνα μοναχὸν πόνον. Πόνον, ὅπου ἤρχετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τοῦ υἱοῦ εἰς ἐκείνην τῆς μητρὸς καὶ ἐστρέφετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τῆς μητρὸς εἰς ἐκείνην τοῦ υἱοῦ· καὶ τέτοιας λογῆς ἐρχόμενος καὶ στρεφόμενος, ἐγένετο πάντα πλέον σφοδρὸς καὶ ἐξανάσπα καὶ τὰς δύο καρδίας, διὰ νὰ τὰς φέρῃ εἰς μίαν. Καὶ πέλος πάντων ἢ ἤθελε σύρει υἱὸν εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρὸς ἢ ἤθελε σύρει τὴν μητέρα εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ υἱόν, ἂν ὁ Ἰησοῦς μου, ὅπου ἤθελε νὰ ἀποθάνη μοναχός, χωρὶς συντροφίαν εἰς τὸν σταυρὸν δὲν ἤθελεν ἐμποδίσει· μὰ πῶς; Μὲ ἕνα δεύτερον πόνον, ἀκόμη ἀπὸ τὸν πρῶτον μεγαλύτερον, ἀναγκαζόμενος νὰ μὴν τὴν γνωρίσῃ, ἀλλ᾽ ὡσὰν μίαν ξένην γυναῖκα, καὶ νὰ τῆς δώσῃ τὸν Ἰωάννην ὡσὰν ἄλλον υἱόν: «Γύναι, ἴδε, ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» Ἀλλ᾽ ὦ σταυρωμένε Βασιλεῦ, τί ὑπομένεις; ἐχόρτασες ἕως τώρα, πίνοντας τὸ πικρὸν τοῦ θανάτου ποτήριον; ὄχι· διψῶ. Ἀπὸ ὅλα τὰ βασανισμένα μέλη, ἡ γλῶσσα ἔμεινεν ἀκόμη, καὶ ζητεῖ πάθος ξεχωριστόν· ὅθεν γεύεται ὅξος μεμιγμένον μὲ ὕσσωπον, ὕστερην σταλαγματίαν τοῦ πικροῦ ποτηρίου. «Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς, εἶπε· τετέλεσται». Καὶ ἐδῶ, ὡσὰν φρόνιμος οἰκονόμος, γνωρίζοντας πὼς ἐγγίζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, κάνει εἰς τὴν καινὴν διαθήκην πλήρωμα καὶ τέλος εἰς τὴν παλαιάν. Καὶ ἀφίνει πρῶτον μὲν τῶν ἐχθρῶν του, τῶν Ἰουδαίων, τὴν συγχώρησι· «Πατὲρ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ἀφίνει τῶν στρατιωτῶν, ὅπου ἐσταύρωσαν, τὰ ἱμάτια, τὰ ὁποῖα «διεμερίσαντο ἑαυτοῖς, βάλλοντες κλῆρον». Ἀφίνει τοῦ καλοῦ ληστοῦ, ὅπου τὸν ἐπαρακάλεσε καὶ εἶπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», τὸν παράδεισον· «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ». Ἀφίνει τοῦ Κεντυρίωνος, ὅπου τὸν ἐγνώρισεν: «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος», τὴν θεογνωσίαν. Ἀφίνει τοῦ ἑνὸς μαθητοῦ, τοῦ Πέτρου, ὅπου τὸν ἠρνήθη καὶ ἐμετανοήσε, τὴν προτέραν χάριν τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Ἀφίνει τοῦ ἄλλου, τοῦ Ἰωάννου, τὴν ἐπιστασίαν τῆς ἰδίας μητρός: «ἴδε ἡ μήτηρ σου». Ἀφίνει τῆς λυπημένης μητρὸς τὴν συντροφίαν τοῦ μαθητοῦ, «ἴδε ὁ υἱός σου». Ἀφίνει τῆς νύμφης του Ἐκκλησίας τὰ ἑπτὰ μυστήρια. Ἀφίνει τῶν τέκνων του, τῶν χριστιανῶν, τὸν Σταυρόν του, νὰ βαστῶσιν εἰς ὅλην τους τὴν ζωήν· ἀφίνει τοῦ οὐρανίου Πατρὸς τὸ πνεῦμά του: «Πάτερ εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου»· ἀλλὰ καὶ τοῦτο μὲ τὴν συνηθισμένην ὑπακοήν· διατὶ «κλίνας τὴν κεφαλήν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα». Ἐσὺ ἔμεινες νεκρὸς ἄφωνος, Θεῖε Λόγε, καὶ ἐγὼ κρατῶ πρὸς ὀλίγον τὸν λόγον μου, νὰ στοχασθῶσι τί ἔπαθες καὶ νὰ συμπονέσωσιν εἰς τὴν ἄκραν σου ὑπομονήν.
ΜΕΡΟΣ Γ´

Νὰ ἀποθάνῃ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν ἐδύνατο νὰ τὴν ἐνεργήσῃ μὲ κάθε τρόπον ὡς παντοδύναμος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα συγκατάβασις. Νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον, συντροφιασμένον ἀπὸ τόσον ὄνειδος καὶ ἀπὸ τόσον πάθος, ἐκεῖ ὅπου ἐδύνατο νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον ἁπλοῦν, χωρὶς τόσον ὄνειδος καὶ χωρὶς τόσον πάθος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα ὑπομονή. Μὰ τάχα διὰ ποῖον ἔδειξε τὴν ἄκραν συγκατάβασιν; τάχα διὰ ποῖον ἔλαβε ταύτην τὴν ἄκραν ὑπομονὴν; Διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἦτον ἐχθρός· καὶ αὐτὴ εἶναι μία ἄκρα ἀγάπη.

Χριστιανοί, ὅταν ὁ Θεὸς ἡμῶν ἔπαθεν, ἐσταυρώθη καὶ ἀπέθανε δι᾽ ἡμᾶς, ἡμεῖς δὲν τὸν ἐγνωρίζαμεν διὰ Θεόν· ἡμεῖς ἐβλασφημούσαμεν τὸ ὄνομά του, ἡμεῖς ἐκαταπατούσαμεν τὸν νόμον του, ἡμεῖς ἐλατρεύαμεν ἄλλους θεούς, καὶ περιπλέον ἡμεῖς δὲν ἐκάναμεν καμμίαν ἀρετήν· μάλιστα ἡμεῖς ἤμασθεν βυθισμένοι εἰς πᾶσαν κακίαν· καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς ἤμασθεν ἄξιοι τῆς ὀργῆς του, ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὡς ἁμαρτωλοὶ «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Νὰ ἀποθάνῃ ὁ πατὴρ διὰ τὸν υἱὸν ἢ ὁ υἱὸς διὰ τὸν πατέρα ἢ ὁ συγγενὴς διὰ τὸν συγγενῆ, αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φύσις καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔγεινε καμμίαν φοράν. Νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν φίλον αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φιλία, καὶ σημάδι μιᾶς ἀγάπης, τῆς ὁποίας ὁμοία δὲν εὑρίσκεται, λέγει ὁ ἴδιος Χριστός· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις θῇ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὑτοῦ»· καὶ τοιαύτης φιλίας εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους κάποια παραδείγματα. Μὰ νὰ ἀποθάνῃ τινὰς διὰ τὸν ἐχθρόν του, τοῦτο δὲν ἐπιζητεῖ οὔτε ἡ φύσις, οὔτε ἡ φιλία· τοῦτο ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη δὲν ἔγεινε· τοῦτο τὸ παράδειγμα δὲν ἠκούσθη ποτέ· μὰ τοῦτο γίνεται τοῦτο ἀκούεται μέσα εἰς τὴν πίστιν ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, διατὶ ὁ Θεὸς ἀπέθανε διὰ ἡμᾶς τοὺς ἐχθρούς του· εἶναι μία ἀγάπη ὑπὲρ φύσιν, ὑπὲρ λόγον, ὑπὲρ ἔννοιαν· ἀγάπη ἰδία τοῦ Θεοῦ· «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς (μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος), ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Αὐτὴ εἶναι μία εὐεργεσία, τὴν ὁποίαν ἡμεῖς δὲν ἠθέλαμεν δυνηθῇ νὰ εὐχαριστήσωμεν ἀξίως, ἀνίσως καὶ ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς εἶχεν ἑκατὸν ζωὰς καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ παρέδιδε καὶ τὰς ἑκατὸν ζωὰς εἰς θάνατον. Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς ἐζούσαμεν χιλίους χρόνους καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ ἐβαστάζαμεν εἰς ὅλους τοὺς χιλίους χρόνους τὸν Σταυρόν. Τέλος πάντων, ὅσα ἠθέλαμεν πάθη, τὰ ἐπάσχαμεν διὰ τὸν εὐεργέτην μας, ἐνῷ ὅσα ἔπαθεν ὁ Χριστός, τὰ ἔπαθε δι᾽ ἡμᾶς, τοὺς ἐχθρούς του. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, εἰς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν ζωήν, ὅπου ἔχασε, δὲν ζητεῖ τὴν ζωήν μας· διὰ τὸ αἶμα ὅπου ἔχυσε, δὲν ζητεῖ τὸ αἶμά μας· ζητεῖ, διὰ τὴν ἀγάπην ὅπου ἔδειξε, τὴν ἀγάπην μας.

Καὶ μήτε τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἕνας τόσον εὐεργέτης Θεὸς; καὶ λοιπὸν πῶς ἔχω νὰ σᾶς ὀνομάσω, ὦ ἄνθρωποι; Τυφλούς, ὅπου δὲν βλέπετε τόσον καλὸν; ἀχαρίστους, ὅπου δὲν γνωρίζετε τόσην εὐεργεσίαν; σκληροκαρδίους, ὅπου δὲν μαλακώνεσθε εἰς τὴν ἀγάπην ἑνὸς Θεοῦ;

Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ δαίμονες μοναχὰ εἶναι τόσον στερεοὶ εἰς τὸ κακόν, ἀμετάτρεπτοι ἀπὸ τὴν γνώμην τους, ὅπου εἶναι αἰώνιοι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ποτὲ δὲν γίνονται φίλοι. Ἐσεῖς δὲν εἶσθε δαίμονες, μὰ πάλιν ἐσεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωποι· πρέπει νὰ εἶσθε τέρατα, συνθεμένα ἀπὸ φύσιν ἀνθρωπίνην καὶ ἀπὸ γνώμην δαιμονικήν· ὅπου διὰ νὰ γενῆτε φίλοι τοῦ Θεοῦ πάντα ἠμπορεῖτε καὶ ποτὲ δὲν θέλετε. Ἐκεῖνος ἂς ἔγεινεν ἄνθρωπος, ἂς ἔπαθεν, ἂς ἐσταυρώθη, ἂς ἀπέθανεν, ἂς ἔχυσεν ὅλον του τὸ αἷμα διὰ ἡμᾶς, ἐσεῖς δὲν τὸν θέλετε· ἄλλα τόσα νὰ πάθῃ, ἂν ἦτο δυνατὸν χίλιαις φοραῖς, πάλι νὰ ἀποθάνῃ, δὲν σᾶς μέλει, δὲν τὸν θέλετε. Αὐταὶ δὲν εἶναι αἱ ἡμέραι, εἰς τὰς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸ πάθος, τὸν σταυρόν, τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ; ἀλλὰ ποῖος εἶναι ἀπὸ ἐσᾶς, ὅπου νὰ μετανοῇ ἀληθινὰ καὶ νὰ κλαίῃ πικρά, ὡσὰν ὁ Πέτρος; ποῖος εἶναι, ὅπου νὰ λέγῃ ἐκ καρδίας ὡς ὁ λῃστής: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»; καὶ ποῖος μάλιστα δὲν εἶναι ὅπου τώρα διὰ φιλαργυρίαν νὰ μὴ πωλῇ τὸν Χριστόν, ὡσὰν ὁ Ἰούδας; ὁποῦ, μὲ κάθε λογῆς ἁμαρτίαν, νὰ μὴ τὸν προσηλώνῃ, ὡσὰν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν Σταυρὸν; Ποῖος δὲν εἶναι, ὁποῦ νὰ μὴν ἔχῃ σκοπόν, εὐθὺς ὁποῦ ἀναστηθῇ, πάλιν νὰ τὸν σταυρώσῃ πρᾶγμα, ὁποῦ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐτόλμησαν. Ὁ Χριστὸς κρεμᾶται ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἐκεῖνος ὁ χριστιανὸς κρεμᾶται ἀπὸ τὰς ἀγκάλας μιᾶς πόρνης. Ἄλλος τὴν ἄφησε, μὰ διὰ νὰ τὴν ξαναπάρῃ τὸ γρηγορώτερον. Ἐκεῖνος οὔτε ἐγνοιάζεται νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ ξένον πρᾶγμα· ἐτοῦτος δὲν ἐσυμπάθησε τὸν ἐχθρόν. Ποῖος δὲν ἐμετανόησε ὁλότελα· καὶ ποῖος ἐμετανόησε, μὲ σκοπὸν νὰ γυρίσῃ εἰς τὴν προτέραν ἁμαρτίαν· καὶ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ; αὐτὸ δὲν ὠφελεῖ· καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὸ καταπατεῖται. Μά, ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε, διὰ νὰ κάμῃ τοὺς ἐχθρούς του φίλους, διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς; αὐτοὶ δὲν θέλουσι, δὲν θέλουσι. Ἀμετανοήτοι, σκληροκάρδιοι ἁμαρτωλοί, καὶ ἂν δὲν τὸν θέλετε διὰ φίλον, ἔχετέ τον διὰ ἐχθρὸν καὶ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς τὸν δείξω τοῦτον τὸν ἐχθρόν σας, διὰ νὰ πληρώσετε τὴν ἐπιθυμίαν σας: Ἰδέτε τον καὶ χαρῆτε, παρηγορηθῆτε, χορτάσετε· ἰδέτε τον ἄνδρες, ἰδέτε τον γυναῖκες, ἰδέτε τον ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, ἄρχοντες καὶ πένητες· ἰδέτε τον ὅλοι σας τοῦτον σας τὸν ἐχθρόν· τὸν θέλετε πλέον καταφρονημένον, πλέον βασανισμένον ἀπὸ ὅ,τι τὸν βλέπετε; Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ πάθετε τέτοιας λογῆς καὶ ἀκόμη νὰ μὴ πληρώσετε τὴν Θείαν δικαιοσύνην, ἀκόμη νὰ εἶσθε ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ αὐτός, ἔπαθεν ὅλα, διὰ νὰ μὴ πάθετε ἐσεῖς τίποτε· αὐτὸς ἐπῆρε τὸ χρέος σας καὶ ἐπλήρωσε μὲ τὸ ἴδιον αἷμα· ἐπῆρε τοὺς ὑπερηφάνους σας λογισμοὺς εἰς τὸν ἀκάνθινον στέφανον· ἐπῆρε τὰς βλασφημίας σας εἰς τὴν γεῦσιν τοῦ ὄξους καὶ τῆς χολῆς, ἐπῆρε τὰς ἔχθρας σας εἰς τὸ κέντημα τῆς πλευρᾶς, ἐπῆρε ταῖς ἁρπαγαῖς σας εἰς τὴν προσήλωσιν τῶν χειρῶν· ἐπῆρε τὰς σαρκικὰς ἀκαθαρσίας εἰς τὰς πληγὰς τῶν μαστίγων, ἐπῆρεν ὅλον τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας σας, εἰς τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ· ἐπῆρε τὰς ἁμαρτίας, μὰ δὲν ἐκέρδισεν ἀκόμη τοὺς ἁμαρτωλούς. Τόση ἀγάπη, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ ἀποθάνῃ διὰ τοὺς ἐχθρούς του; Τόση ἀχαριστία, καὶ οἱ ἔχθροί του δὲν γίνονται φίλοι του;

Ἀμέτανόητοι, σκληρόκαρδοι ἁμαρτωλοί! μὲ διαβολικὴν μηχανὴν οἱ λαοὶ τῆς Ἰαπωνίας, εἰδωλολάτραι ἕως τὴν σήμερον, ἐχθροὶ θανάσιμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν, εἰς τὸ κατώφλιον τῆς πύλης, ὅπου φέρει μέσα εἰς τὴν πόλιν, ἔσκαψαν ἐπάνω εἰς μάρμαρον τὸν τίμιον Σταυρόν, δίδοντες μὲ τοῦτο εἴδησιν πρὸς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ὁποίους δὲν θέλουσιν οὔτε νὰ ἀκούουσιν, οὔτε νὰ ἰδοῦσι πώς, ἂν θέλουν νὰ εἰσέβουν εἰς τὴν πόλιν τους, πρέπει πρῶτα νὰ πατήσωσι τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τολμᾷ τινὰς νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν τόσον ἀσεβῆ. Μὰ ἐγὼ μὲ ἔνθεον ζῆλον θέλω νὰ ὑπάγω, νὰ θέσω κάτω εἰς τὴν θύραν ἐκείνης τῆς πόρνης, ἐκείνης τῆς μοιχαλίδος, τοῦτον τὸν Ἐσταυρωμένον, διὰ νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ εἰσέβητε ἐκεῖ μέσα, χωρὶς πρῶτα νὰ τὸν πατήσετε· καὶ πατήσατέ τον, πλὴν λέγω ὑμῖν; «ἀπ᾽ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς Δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ»· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε τοῦτον τὸν νεκρόν, κριτὴν φοβερὸν ζώντων καὶ νεκρῶν, μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς εἰς τὴν δευτέραν του παρουσίαν. Αὐτὰ τὰ μάτια δὲν θέλουσιν εἶσθαι πάντοτε σφαλιστά, οὔτε αὐτὰ τὰ χέρια πάντοτε καρφωμένα· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε ἐκεῖνα ἀναμμένα μὲ ὅλας τὰς φλόγας τῆς θείας ὀργῆς· τοῦτα ἁρματωμένα μὲ ὅλους τοὺς κεραυνοὺς τῆς θείας δικαιοσύνης· τοῦτο τὸ μαραμένον στόμα, ὅπου τώρα σιωπᾷ θέλει ἐβγάλει ὡσὰν βροντὴν τὴν φωνὴν καί, ἀφ᾽ οὗ ἐλέγξῃ τὴν ἀχαριστίαν σας, θέλει εἶπεῖ: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».

Μὰ πάλιν ἐγὼ ἠξεύρω, γλυκύτατε Ἰησοῦ, πὼς ἡ ἀγάπη σου εἶναι ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον, ὅπου δὲν ἔχει ὅριον. μεγάλη ἀληθινὰ εἶναι ἡ ἀχαριστία μας, πλὴν βάσταξε ἀκόμη ὀλίγον μὲ ἐκείνην τὴν συνηθιμένην ὑπομονήν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐβάσταξες τὸν Σταυρόν. Μακροθύμησον καὶ δός μοι θέλημα νὰ εἰπῶ διὰ τούτους τοὺς χριστιανοὺς ἕνα λόγον τοῦ συμπαθεστάτου σου στόματος: «ἄφες αὐτοῖς». Δὸς συγχώρησιν εἰς ἱερεῖς καὶ λαϊκούς, συγχώρησιν εἰς ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἂν ἕως τώρα σοῦ σταθήκαμεν ἐχθροί, πάλιν μὲ τὴν χάριν σου γινόμεθα φίλοι· καὶ μὲ ταύτην τὴν ἐλπίδα ἀσπαζόμενοι τοὺς ἀχράντους σου πόδας, Σὲ παρακαλοῦμεν, ὅταν κατέβῃς ἀπὸ τὸν Σταυρόν, νὰ ἔλθῃς νὰ προσηλωθῇς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας, διὰ νὰ εἶσαι ἀχώριστος ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. Ἀμήν.


από τον δικτυακό χώρο του Νεκταρίου Μαμαλούγκου

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ: "και ου θέλετε ελθείν πρός με ίνα ζωήν έχητε..."


"και ου θέλετε ελθείν πρός με ίνα ζωήν έχητε..." (Ιω ε΄40)

Ίσως , αγαπητοί μου αδελφοί ξενίζεστε και ξαφνιάζεστε, πού ο φτωχός αυτός ιερέας πού έχετε εμπρός σας, διάλεξε την πανηγυρική και βαϊφόρο και εύσημη αυτή ημέρα, να μνημονεύσει τα μεστά πίκρας μεγάλης λόγια του Κυρίου μας, πού προφέρθηκαν μάλιστα σε μια ανύποπτη και άσχετη με την ημέρα στιγμή: " Και δεν θέλετε να έρθετε προς Εμένα , για να έχετε την αιώνιο Ζωή"!

Αυτή είναι όμως θα τολμούσαμε να πούμε η ψυχολογία, η ψυχοσύνθεση του δακρυσμένου Νυμφίου της Εκκλησίας, του ερχομένου προς το εκούσιον Πάθος Κυρίου μας, σήμερον που εισοδεύει στην Ιερά Πόλη, αυτήν που σκοτώνει τους προφήτες και εξουθενώνει τους αποστόλους του Θεού. Διότι, ο μυστικός καημός και πόνος αγάπης του Χριστού να περισυλλέξει κάτω από την σταυρώσιμη αγκαλιά Του, τις χαμένες ψυχές των συγχρόνων Του, αλλά και των ανθρώπων όλων των επερχομένων γενεών, χαρακτηρίζει και σφραγίζει όλη την μεγαλοβδομάδα, όλη αυτή την περίοδο της βαθιάς και λυτρωτικής οδύνης.

Ιδού λοιπόν πού ο βασιλεύς του Ισραήλ εισοδεύει στην πόλη της θυσίας και του Πάθους, ιδού πού προσέρχεται ο μέγας Αρχιερέας στο μεγάλο βωμό του Σταυρού για να σφαγιαστεί και να δοθεί εις βρώσιν σωτηρίας πιστών και απίστων. Και Τον περιβάλλουν απόστολοι με ασύνειδο ηθικό, ιουδαίοι με κοσμικές προσδοκίες, γραμματείς και φαρισαίοι με μοχθηρία και πνεύμα συνωμοτικό, έθνη με εμπαικτική διάθεση και κρυφό αίσθημα τρόμου, ότι απώλεται η βασιλεία του κοσμοκράτορα διαβόλου. Και όλοι αυτοί δεν πλαισιώνουν την Ζωή και αυτοζωία Χριστόν, ίνα ζωήν έχωσιν αλλά ή για να Τον εκμεταλλευτούν και να δικαιωθούν εθνικά και κοσμικά ή για να εξαφανίσουν διά διωγμών και θανάτου το μνημόσυνον Αυτού από της γης. Διότι σε όλους διαφεύγει η μεγάλη και επίσημος στιγμή της παρουσίας του ιδίου του Κυρίου των προφητών στην πόλη της δόξας Του και της αποκατάστασης της πνευματικής του Ισραήλ μέσα στην ιστορία των ανθρώπων. Μέγα σκότος καλύπτει την συνείδηση των ανθρώπων, διότι δεν κατανόησαν και δεν εννόησαν την ημέρα πού τους επισκέφθηκε ο Κύριος, γι'αυτό και καταλειφθήσεται ο οίκος τους έρημος, δηλ η ψυχή τους αλύτρωτη και άσωτη, γιατί δεν αναγνώρισαν την Ζωή και σωτηρία.

Όμως, ο ταπεινός αναβάτης του πώλου, ο την αλογία των εθνών διασκεδάζων και την ιουδαίων πλάνην ελέγχων, είναι ο Κύριος και δεσπότης μας, δικός μας είναι του νέου Ισραήλ της Εκκλησίας, ο βασιλιάς. Σιγησάτω πάσα σαρξ και βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και ας αναλογιστεί το περιεχόμενο και τον σκοπό αυτής της μεγάλης και επιφανούς επισκέψεως: Έρχεται ο Ταπεινός τον σταυρό της ζωής φέροντας επ' ώμων και την ανάστασιν αφειδώς και καθολικώς προσφέρων. Άραγε θα εννοήσουμε την στιγμή; Άραγε θα θελήσουμε να πάμε προς Αυτόν για να αποκτήσουμε Ζωή; Άραγε θα επωμιστούμε τον σταυρό Του και θα ακολουθήσουμε τα αιματωμένα Του ίχνη, σε μια ζωή θυσίας, προσφοράς και εκούσιας ταπείνωσης; Άραγε θα εμπιστευτούμε σε Εκείνον την ιστορική μας πορεία και μοίρα μέσα σε έναν κόσμο πολλών πυξίδων και φανταχτερών πειρασμών; Άραγε ο λύχνος της ψυχής μας έχει έλαιον, ώστε τώρα πού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός του σκότους της αμαρτίας, να φωτιστούμε και να δούμε και να εννοήσουμε την μεγάλη ευκαιρία, την χρυσή ευκαιρία κι διάκριση; Άραγε θα ακολουθήσουμε το αιώνιο Πάσχα Χριστόν στην μυστική Του διάβαση από του θανατου εις την ζωήν, από την γη στον ουρανό ή θα παραμείνουμε στυγνοί εορταστές της συνηθείας, σκοτισμένοι από την πλάνη και φαντασία του κόσμου, την κακία και την αηδία της ημέρας, την ψευδώνυμο τρυφή και ηδονή της αμαρτίας, που αποπνέει ήττα, απελπισία, άδη και θάνατο;

Είμαστε στο μεταίχμιο της κρίσεως και της δοκιμασίας, αδερφοί μου! Βαϊφόροι και πιστεύοντες ας τρέξουμε προς τον Ερχόμενον εν ονόματι Κυρίου Μεσσία, ίνα ζωήν έχομεν και περισσόν έχομεν.

Καλή μεγαλοβδομάδα! Καλή ανάσταση!











π παντελεήμων κρ, Μάρτιος 10

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου



Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
ΣΑΝ ΜΗΝΥΜΑ ΛΥΤΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.


Κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, όπως μας διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς, στάλθηκε και πάλι ο άγγελος Γαβριήλ, αυτός που πριν εξακόσια χρόνια περίπου είχε αποκαλύψει στον Δανιήλ το χρόνο της ελεύσεως του Χριστού και πριν από έξι μήνες είχε αναγγείλει στον Ζαχαρία τη γέννηση του Προδρόμου, αυτός ό ίδιος, απεστάλη και στη παρθένο Μαρία κομίζοντας ένα μήνυμα χαρμόσυνο, μια είδηση χαρούμενη, ένα ευαγγέλιο όπως θα λέγαμε στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Το ευαγγέλιο ότι η Μαρία, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, θα συλλάβει εν Πνεύματι αγίω και θα γεννήσει ένα γιό και θα τον ονομάσει Ιησού. «Ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν» παρουσιάζει λακωνικότατα και απλά- απλά ο ευαγγελιστής Λουκάς αυτό το μήνυμα του αγγέλου. Κι όμως, μέσα σ’ αυτή τη λακωνικότητα και την ξερή λιτότητα κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια της πίστεως μας. Η αλήθεια ότι ο Σωτήρας που ανέμενε χρόνια και χρόνια τώρα η ανθρωπότητα να την λυτρώσει από το κράτος της αμαρτίας και του διαβόλου, στον οποίο υποτάχθηκε μετά την παρακοή και ανταρσία των πρωτοπλάστων, ήρθε η ώρα επί τέλους να γεννηθεί και να σώσει το λαό του. Γιατί αυτό σημαίνει το όνομα Ιησούς, που καλείται να δώσει στο παιδί που θα γεννηθεί η παρθένος Μαρία. Σημαίνει Σωτήρ του κόσμου ή ότι αυτός θα σώσει το λαό του. Και το τι σημαίνει Σωτήρ και το πόσο γλυκά ακουγότανε αυτό το όνομα το καταλαβαίνουμε πολύ καλά, αν σκεφθούμε σε τι κατάσταση βρισκόταν ο άνθρωπος προ της πτώσεως και σε τι κατάσταση βρέθηκε μετά. Προ της πτώσεως βρισκόταν μέσα στον παράδεισο, ο οποίος -κατά την διδασκαλία της αγίας Γραφής- ήταν αισθητός για να ικανοποιεί τον υλικό άνθρωπο και πνευματικός για να ικανοποιεί τον πνευματικό άνθρωπο. Το πρώτο επιτυγχανόταν με τα υλικά αγαθά του παραδείσου, το δεύτερο με τη συντροφιά του Θεού. ο Θεός ήταν πατέρας και οι άνθρωποι τα παιδιά του. Τέλεια οικογένεια και τρισευτυχισμένη. Αυτή την οικογένεια διέσπασε ο φθόνος του διαβόλου και η επιθυμία του ανθρώπου ν’ αυτονομηθεί και να κόψει κάθε σχέση με τον δημιουργό του, ξεχνώντας ποια ήταν η πηγή της ζωής και της ευτυχίας του. Κι εδώ αρχίζει το δράμα του ανθρώπου, που έγινε η αρχή και η αφετηρία όλης της μετέπειτα δυστυχίας του. Τον πνευματικό θάνατο, τον χωρισμό δηλαδή του ανθρώπου από τον Θεό, ακολούθησε ο σωματικός, ο οποίος ήρθε αργότερα, και που ήταν ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Την καταστροφή συμπλήρωσε η υποταγή του σ’ αυτόν που τον απάτησε και του υποσχέθηκε την ελευθερία, για να τον ρίξει στη χειρότερη σκλαβιά. Έτσι ο άνθρωπος βρέθηκε μετά την πτώση στο κέντρο ενός κύκλου, την περιφέρεια του οποίου διατρέχουν η αμαρτία, ο διάβολος και ο θάνατος εμποδίζοντας την κοινωνία του με το Θεό. Κι αυτός μόνος, ολομόναχος, δέχεται τη συγχρονισμένη επίθεση των τριών αυτών εχθρών του, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, εκτός από του να δέχεται τα πλήγματά τους. Η κατάσταση του είναι φρικτή και η προσπάθειά του να ελευθερωθεί μόνος του δεν ωφελεί σε τίποτα. Ο πολιτισμός του δεν έχει τη λυτρωτική δύναμη που νομίζει. Οι προσπάθειές του, όσο κι αξιέπαινες κι αν είναι δεν μπορούν να τον βγάλουν από τον αόρατο ιστό του θανάτου και της φθοράς, υλικής και πνευματικής. Αιώνες τώρα τα ανθρωποκεντρικά επιτεύγματα του δεν αποτρέπουν ούτε τον βιολογικό του θάνατο ούτε θεραπεύουν την πνευματική του κατάσταση. Συνεχώς βλέπουμε να πραγματοποιείται αυτό που διαπίστωσαν οι αρχαίοι Λατίνοι· «Homo homini lupus est». Κι αυτό συμβαίνει, γιατί θέλει ν’ απελευθερωθεί από το παρελθόν του που τον δεσμεύει, παραμένοντας όμως σταθερά στο ίδιο παρελθόν. Έτσι απογοητευμένος εντελώς και απηυδισμένος κραυγάζει· «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος· τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου» (Ρωμ. 7,24). Κι εδώ ακριβώς παρεμβαίνει μία δύναμη· μια δύναμη απ’ έξω. Πιο ισχυρή από τη φθορά και το θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο. Είναι η δύναμη του Θεού ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του Χριστού Σωτήρος, ο οποίος είναι απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία, γιατί είναι η απαρχή της καινής κτίσεως. Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα της εκ παρθένου γεννήσεώς του. Όπως ο πρώτος Αδάμ έτσι και ο νέος δημιουργείται με μία απ’ ευθείας πράξη του Θεού. Ενώ όμως ο πρώτος ο Αδάμ με την ύβρη του έναντι του Θεού εξέπεσε της χάριτος και έγινε δούλος του διαβόλου, ο οποίος ως μισθό του έδωσε τον θάνατο, ο νέος Αδάμ, ο Ιησούς Χριστός, συνέχισε μέχρι τέλους το νικηφόρο αγώνα του, προσφέροντας σε μας σαν χάρη τη σωτηρία μας. Δημιούργημα μιας νέας ζωής, βρισκόμενος σε σωστή σχέση με τον πατέρα του, θα παρουσιασθεί αργότερα, στη πρώτη και τελευταία ομιλία του στην πατρίδα του την Ναζαρέτ και, μιλώντας πάνω στην προφητεία του Ησαΐα (61,1) θα εμφανισθεί στην ανθρωπότητα λέγοντας ότι ήρθε «κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν» (Λουκ. 4,18). Εδώ άφεση είναι η απελευθέρωση. Με άλλα λόγια ο Κύριος έρχεται και αυτοσυστήνεται στους ανθρώπους ως ελευθερωτής. Είναι σαν να τους λέγει· Άνθρωποι το δράμα σας πήρε τέλος· η δουλεία σας στο διάβολο και το θάνατο έληξε· είστε ελεύθεροι αρκεί να το θελήσετε. «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω.14,6).
***
Να η λύτρωση· να το μήνυμα του ευαγγελισμού. Μήνυμα λυτρώσεως και ελευθερίας. Ελευθερίας από το αμαρτωλό παρελθόν που καθορίζει βασανιστικά και επιτακτικά το παρόν του ανθρώπου. Μα η λύτρωση δεν σταματά εδώ στην ελευθερία του ανθρώπου μόνο από το παρελθόν. Προχωρεί και πιο πέρα στο μέλλον· στη δυνατότητα για μια νέα ζωή που παρέχεται με την ανακαίνιση του ανθρώπου. Και η ανακαίνιση του ανθρώπου επιτυγχάνεται ως γνωστόν με τη συμμετοχή του ανθρώπου στο απολυτρωτικό έργο του Χριστού που παρέχεται με το βάπτισμα. «Όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν εις το θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν…ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός…ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν (Ρωμ.6,3-4) θα πει ο Παύλος λίγα χρόνια μετά την πραγματοποίηση του μηνύματος του αγγέλου Γαβριήλ. Η μεταμόρφωση που επιτελείται με το βάπτισμα είναι ριζική. Είναι απέκδυση και θάνατος του παλαιού ανθρώπου. Είναι νέα δημιουργία κατ’ εικόνα Θεού· είναι καινός τρόπος λοχείας· είναι παράδοξος τρόπος δημιουργίας εκ νέου του ανθρώπου. «Στη πρώτη δημιουργία του ανθρώπου χρησιμοποιήθηκαν ως υλικά νερό και χώμα. Στην δεύτερη χρησιμοποιούνται νερό και Άγιο Πνεύμα (Ε.Π.Ε. 13,114·131). Με το Άγιο Πνεύμα πλάθεται, μ’ αυτό δημιουργείται, όπως ακριβώς ο Χριστός στη μήτρα της παρθένου (Ε.Π.Ε. 22,204). Χωρίς συνουσία, χωρίς φυσική σπορά, όπως συνέβη και με τη γέννηση του Χριστού» αναφωνεί γεμάτος ενθουσιασμό ο άγιος Χρυσόστομος και συνεχίζει· «η γέννηση που συντελείται με το βάπτισμα αποτελεί επανάληψη και συνέχιση της δι’ Αγίου Πνεύματος γεννήσεως του Χριστού». Η ανακαίνιση που παρέχεται με το βάπτισμα ολοκληρώνεται με τη θεία ευχαριστία. Με το βάπτισμα γεννιέται ο καινούργιος άνθρωπος, με τη θεία ευχαριστία τρέφεται, όπως ακριβώς το νιογέννητο μωρό με το γάλα της μητέρας του. Στη θεία ευχαριστία δεν έχουμε απλή εν τη πίστει κοινωνία του σώματος του Χριστού αλλά πραγματική αυτού μετοχή. Ο πιστός αναμιγνύεται προς το σώμα του Χριστού, συμπλέκεται, συνυφαίνεται, συνοσιούται, ανακράται, μιγνύεται, ενώνεται, θεούται (πρβλ. Ε.Π.Ε. 23,404). Συνεχίζεται έτσι στη θεία ευχαριστία το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Χριστού. Όπως ακριβώς ενώθηκε ο Χριστός με την ανθρώπινη φύση στη μήτρα της παρθένου, έτσι με τον άρτο της θείας ευχαριστίας ενώνεται κάθε πιστός μ’ αυτόν (πρβλ. Ε.Π.Ε. 18Α,86). Συγχρόνως δημιουργείται νέος δεσμός συγγενείας του ανθρώπου που υπερβάλλει κάθε άλλον. Όλοι οι πιστοί, ενωμένοι με τον Χριστό, δεν αποτελούν χωριστά σώματα αλλά ένα. Να η επανασύνδεση της κατακερματισμένης οικογένειας του παραδείσου. Να η ενοποίηση του ανθρωπίνου γένους. Προσοχή όμως. Η ενοποίηση έγινε και υπάρχει εν Χριστώ Ιησού. Κάθε άλλη προσπάθεια ενώσεως που δεν βασίζεται στο Χριστό και στο έργο του αλλά στην αγάπη, τον αγαπισμό, στην ανάγκη για ειρήνη και αλληλοβοήθεια είναι ευθύς εξ αρχής αποτυχημένη. Και μη ξεχνάμε ότι η αγάπη, η αληθινή αγάπη, είναι φυτό αληθοχαρές. Δεν ευδοκιμεί έξω από τα κλίματα της Ορθοδοξίας· ούτε καν υπάρχει έξω απ’ αυτήν. Όπως ο Θεός έχει ορισμένα αποκλειστικά γνωρίσματα, τα λεγόμενα ιδιώματα, έτσι και η αγάπη είναι ιδίωμα της Ορθοδοξίας· ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτήν. Έξω απ’ αυτήν η αγάπη είναι απάτη και τίποτα άλλο.
***
Απολύτρωση σαν απελευθέρωση από την αμαρτία, το διάβολο, και το θάνατο· απολύτρωση σαν ανακαίνιση με τα μυστήρια του βαπτίσματος και της θείας ευχαριστίας· και τέλος απολύτρωση σαν συμφιλίωση με το Θεό και σαν ενοποίηση του ανθρώπινου γένους με το Θεό είναι το μήνυμα του αρχαγγέλου Γαβριήλ προς την εποχή μας. Σ’ ένα κόσμο που εναγώνια ζητεί τη λύτρωση, μα που ψάχνει να τη βρει σε λάθος κατεύθυνση· που διψά τη χαρά, την αλλαγή, την ανανέωση, μα που μένει συνεχώς παλαιός· που προσπαθεί να θεραπεύει τα συμπτώματα του κακού, χωρίς να κτυπά αυτό το ίδιο το κακό, τον αμαρτωλό εαυτό μας, τι καλύτερο θα είχε να προσφέρει κανείς απ’ τη ζωντανή και έντονη παρουσίαση αυτού του μηνύματος. Δεν μένει παρά να ευχηθούμε, αλλά και να προσπαθήσουμε, ώστε και οι σημερινοί άνθρωποι ν’ ακούσουν και να νοιώσουν ότι· «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας (Β΄ Κορ.6,2). Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονεν καινά τα πάντα (Β΄ Κορ. 5,17)».

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ε΄Κυριακή των Νηστειών: Προς το πάσχα


" Ελκυστικός δεν ήταν , ούτε ωραίος ώστε να τον προσέξουμε,ούτε η παρουσία του ήταν τέτοια ώστε να τον προσέξουμε. Ήταν περιφρονημένος από τους ανθρώπους και εγκατελειμένος, άνθρωπος φορτωμένος θλίψεις, του πόνου σύντροφος, έτσι που να γυρίζουν απ'αλλού οι άνθρωποι το πρόσωπο τους. Τον αγνοήσαμε σαν να ήταν ένα τίποτα.Του δώσαμε την καταφρόνια μας και εκτίμηση ούτε μια στάλα. Αυτός όμως φορτώθηκε τις θλίψεις μας και υπέφερε τον πόνο τον δικό μας... Σαν πρόβατο που το πάνε στην σφαγή,καθώς το αρνί που στέκεται άφωνο μπροστά σ'αυτόν που το κουρεύει,ποτέ του δεν παραπονέθηκε. Κακόπαθε, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε μακριά.Ποιός στη γενιά του ανάμεσα σκέφτεται τί να απόγινε;... Μα μέσα από τις πληγές του βρήκαμε εμείς την γιατρειά...".

Μ'αυτά τα μεστά δραματικότητας λόγια , ο προφήτης Ησαΐας, αιώνες πριν το Πάθος του Χριστού, παρουσιάζει γλαφυρά την μέχρι ταπείνωσης εσχάτης κένωση του Λόγου του Θεού στον κόσμο. Είναι η εικόνα του πάσχοντος δούλου του Θεού, που έζησε και πέθανε περιφρονημένος ανάμεσα στους ανθρώπους, μα από τις πληγές Του πήγασε η ανάσταση και η παγκόσμια σωτηρία.Είναι η εικόνα του σταυρωμένου αλλά και δοξασμένου μέσα από τις πληγές του Χριστού.

Πλησιάζοντας στην εορτή του Πάσχα ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολλά συναισθήματα είτε χαράς και προσμονής ή ίσως σχετικής αδιαφορίας , τέτοιας που γεννά η ρουτίνα της σύγχρονης ζωής και οι διάφορες βιοτικές μέριμνες. Οπωσδήποτε όμως αδιάφοροι και μη , νιώθουμε όλοι μας κάποια ιδιαίτερη συγκίνηση ανακαλώντας στη μνήμη μας παλιές πασχαλινές εμπειρίες και όταν πλέον φτάσουμε τις άγιες ημέρες επηρεαζόμαστε όλοι, άλλος λίγο άλλος πολύ από το όμορφο και κατανυκτικό τους κλίμα. Είναι τέτοια η συγκινησιακή φόρτιση των ημερών , αλλά και τόσο συνυφασμένη η ελληνική κουλτούρα με την χαρά της πασχαλινής άνοιξης και τη χαρμολύπη που γεννά η αντίθεση του πένθους του σταυρού, είναι τέλος τέτοια τα έθιμα και οι παραδόσεις μας που να καθιστά το πάσχα κυρία εορτή και αληθινά ημέρα ημερών και εορτή εορτών.

Μα το μεγάλο ερώτημα παραμένει και πλανάται πάνω από τη συνείδηση του καθένα μας. Πόσοι από μας ατενίζουμε το πάσχα και το μυστήριο του, μέσα από τα προφητικά λόγια στα οποία μόλις αναφερθήκαμε; Σε πόσους από μας γεννάται μυστικά η εμπειρία της μυστικής συσταύρωσης και συνανάστασης με τον πάσχοντα δούλο του Θεού, τον Ιησού Χριστό; Ας φανταστούμε την εικόνα, μια γενική εικόνα που σχηματίζει ένας κοινός νους: ο Χριστός κατεβαίνει στον κόσμο, αφήνει την διδασκαλία Του στους μαθητές Του, για κάποιον ιδιαίτερο λόγο , που μάλλον είναι η φυσική κακία των ανθρώπων, ανεβαίνει στον Σταυρό και ανίσταται την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς. Μάλιστα στο τελευταίο αυτό σημείο πολλοί από εμάς τους χριστιανούς, ίσως σκέφτονται πώς η ανάσταση είναι κάτι το θεολογικό και συμβολικό και όχι ιστορικό. Δεν πιστεύουν δηλαδή πώς ο Χριστός σηκώθηκε από τον τάφο,περπάτησε , συνομίλησε, συνέφαγε με τους μαθητές Του και πώς στο αναστημένο Του σώμα νικήθηκε ο θάνατος για λογαριασμό όλων μας. Όπως ακριβώς θεωρούν η σταύρωση είναι για πολλούς μια ιστορία εκδίκησης των "κακών ανθρώπων" και όχι εκούσιας παράδοσης του Χριστού στο θάνατο για τη σωτηρία του λαού. Μια άτυχη περιπέτεια στην οποία βγήκε ο Χριστός χαμένος...

Η Εκκλησία όμως μας καλεί μέσα από τος εορτές που είναι ζωντανή ανάμνηση των γεγονότων να βιώσουμε το μυστήριο, το πνευματικό αλλά και το ιστορικό μυστήριο του Σταυρού και της ανάστασης. Θα μας καλέσει σε λίγο, με τους ύμνους της μεγάλης εβδομάδας να αποτάξουμε τον εαυτό μας , να πάρουμε ζωντανά στα χέρια μας και στους ώμους μας τον σταυρό του Χριστού, να ματώσουμε και να πληγωθούμε μαζί Του, να νιώσουμε την στέρηση και την πίκρα και τον πόνο και τη μοναξιά του αγίου στον κόσμο της αμαρτίας και να βιώσουμε μαζί Του την ανάσταση και την δικαίωση. Αυτό δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί μόνο μέσα από έναν δρόμο, μια οδό σταυρώσιμη. Έναν δρόμο πολέμου και ειρήνης. Πολέμου μεν γιατί η Εκκλησία μας καλεί να κηρύξουμε πόλεμο στον παλιό μας εαυτό. Να επιβληθούμε στα πάθη μας , να τα αποτινάξουμε από πάνω μας, να αρνηθούμε την αμαρτία , να αποδείξουμε πλάνη το κοσμικό φρόνημα , να νιώσουμε τον Χριστό μέσα μας. Ειρήνης δε γιατί συνοδοιπόρος μας θα είναι ο ίδιος ο Κύριος, αυτός που εκούσια κλήθηκε να παίξει τον πιο δύσκολο ρόλο σ'αυτή την συμπορεία, το ρόλο του σταυρωμένου, του μαστιγωμένου, του περιφρονημένου και του νεκρού. Ειρήνης δρόμο ακόμα γιατί θα είναι δρόμος ανάστασης, ανανέωσης και πνευματικής τελείωσης, δρόμος προς τον ουρανό. To ¨ποτήριο" και το "βάπτισμα" στα οποίο μας προσκαλεί ο σταυρωμένος Χριστός είναι δρόμοι αθανασίας.

Τα λόγια εξάλλου του Ησαΐα έχουν και αυτά μια συμπορεία με τα λόγια της καινής διαθήκης, τα λόγια του ευαγγελίου που ακούσαμε σήμερα. "Όποιος θέλει να είναι πάντων πρώτος, ας είναι έσχατος όλων και ο μεγαλύτερος ας είναι ανάμεσα σας υπηρέτης". Θα έλεγε κανείς συγκρίνοντας τα δύο αυτά χωρία πώς ο Ιησούς λαμβάνει ως υπόδειγμα ταπείνωσης έσχατης τον εαυτό Του και δεν θα ήταν διόλου άστοχος. Πράγματι, ποιά είναι μεγαλύτερη ατίμωση από τον σταυρό; Ποιά μεγαλύτερη ταπείνωση από την εκούσια καταφρόνια του Θεανθρώπου; Ποιά μεγαλύτερη διακονία να δίνει κανείς την ζωή Του όχι μόνο γι'αυτούς που Τον αγαπούν, αλλά γι'αυτούς που αγαπά Εκείνος, πράγμα που σημαίνει ακόμα και γι'αυτούς που Τον μισούν και Τον εχθρεύονται...

Τα λόγια του Ησαΐα , αδελφοί μου, μας δείχνουν ποιός είναι ο Θεός μας . Όχι θεός δυνάστης και εμπαθής και τιμωρός που εποπτεύει από τον υψηλό Του θρόνο τους ανθρώπους, αλλά Θεός αγάπης και ταπείνωσης που ήρθε από τον ουρανό και έγινε άνθρωπος και μάλιστα άνθρωπος μισητός γι'αυτούς που ευεργέτησε. Τα λόγια του Χριστού από την άλλη δείχνουν την αντίστροφη πορεία που πρέπει να πάρει , "όστις θέλει..." να μιμηθεί εκείνο τον Θεό, δηλ. την πορεία από την γη στον ουρανό και αυτή η πορεία είναι πορεία ατίμωσης και αγάπης , ταπείνωσης και διακονίας.

Καλή ανάσταση.


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2009/04/blog-post_9288.html#ixzz0hg8Hep3X

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Eις την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών και τον Άγιο Σάββα


Του σεβασμιοτάτου ποιμενάρχου μας κ Παϊσίου



«Τους δοξάσαντάς με αντιδοξάσω»

Αγαπητοί μου αδελφοί,

Κυριακή Πέμπτη των Νηστειών σήμερα και ο Ευαγγελιστής Μάρκος με την σημερινή ευαγγελική περικοπή, που ακούσαμε, μας προετοιμάζει δια την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα των Αγίων Παθών του Εσφαγμένου Αρνίου της Αποκαλύψεως.

Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος έγινε άνθρωπος δια να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και να τον οδηγήσει στην ζωή την αληθινή, ακολουθούμενος από τους μαθητές Του ανηφορίζει τον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ.

Και ενώ βαδίζει μετά των μαθητών Του τον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ ο απαθείς την θεότητα, ο Νυμφίος, ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους τους λέγει «τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν».

Ο Πράος και Γλυκύς, Μέγας Διδάσκαλος λέγει στους μαθητές του εκείνα τα παράδοξα που θα συμβούν μετά από λίγες μέρες στο πρόσωπό Του, ότι «ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους Αρχιερείς και στους Γραμματείς και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς, θα τον εμπαίξουν, θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.

Ο των όλων Κύριος ομιλεί για τρίτη φορά περί του θανάτου Του στους μαθητές Του και αυτοί δεν κατανοούν τα θεία λόγια Του. Δεν αντιλαμβάνονται το υψηλό και σωτήριο έργο Του. Δεν κατανοούν πλήρως την παρουσία Του στο κόσμο και ιδιαιτέρως την θεία αποστολή Του.

Οι αυτάδελφοι Ιάκωβος και Ιωάννης, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, σκέπτονται ανθρώπινα και επιθυμούν τιμές και δόξες, ζητούν πρωτοκαθεδρίες, ζητούν θέσεις και οφφίτσια: «διδάσκαλε, θέλουμε εκείνο που θα σου ζητήσουμε να μας το κάνεις, να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου και ο άλλος στα αριστερά σου εν τη δόξη σου».

Και ο τα βάθη της καρδιάς των ανθρώπων γνωρίζων Κύριος τους λέγει: «ουκ οίδατε τί αιτείσθε», δεν ξέρετε τί ζητάτε. Αυτό που ζητάτε δεν είναι δικαίωμά μου να το δώσω, «ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ΄οις ητοίμασται».

Λόγια τα οποία μένουν ανεξίτηλα χαραγμένα διαχρονικά στις ψυχές των ταπεινών ανθρώπων, εκείνων των ανθρώπων που επιζητούν το έλεος και την ευσπλαχνία του πανοικτίρμονα Θεού.

Η χάρη και η ευλογία του Πανάγαθου Θεού έρχονται στους ταπεινούς στην καρδιά ανθρώπους, έρχονται σε εκείνους τους ανθρώπους που απαρνούνται τον εαυτό τους και δεν υψηλοφρονούν διότι «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Ο ταπεινός και πράος στην καρδιά άνθρωπος, όταν παραδοθεί ανεπιφύλακτα στο Θεό και αφήσει τις επιθυμίες του και αφοσιωθεί ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι, στο θέλημα του Θεού, τότε θα πλημμυρίσει την καρδία του ειρήνη, χαρά και ευλογία και η ένωσή του με τον Πανάγαθο Θεό θα είναι πραγματικότητα.

Αυτή την ταπείνωση, αυτή την πραότητα, αυτήν την αυταπάρνηση στα του κόσμου τούτου πράγματα, αυτή την αφοσίωση επέδειξε στην επί γής ζωή του και ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Σάββας, ο της Νήσου Καλύμνου θείος φρουρός και Δωδεκανήσου απροσμάχητος βοηθός.

Οι λόγοι του Σωτήρα Χριστού προς τους μαθητές Του Ιάκωβο και Ιωάννη, «ουκ οίδατε τι αιτείσθε», ήταν πάντοτε φλογεροί και πάντοτε νωποί στην ταπεινή καρδιά του μοναχού Σάββα.

Πράος και ταπεινός, σώφρων και αγάπης έμπλεος δεν ζήτησε θέσεις και πρωτοκαθεδρίες, αξιώματα και υστεροφημίες αλλά, αφού εγκατέλειψε άπαντα τα του βίου τερπνά και πρόσκαιρα, στους ισχνούς ώμους του σήκωσε τον δικό του σταυρό και ζήτησε να βρει, «ως η διψώσα έλαφος παρά τας διεξόδους των υδάτων», τον φραγγελωμένο, σταυρωμένο και αναστημένο Χριστό.

Το Άγιον Όρος, οι Άγιοι Τόποι, η Παλαιστίνη, η Αθήνα, η Αίγινα, η Πάτμος, τόποι περισυλλογής και προσευχής, και τέλος η μυροβόλος Κάλυμνος, με την χάρη του Τριαδικού Θεού, έγινε τόπος εγκαταβίωσης και ανάπαυσης της ψυχής του πράου και ταπεινού στη καρδία αγίου ανδρός.

Ο Όσιος Σάββας, της Θράκης ο θεόδοτος βλαστός και της Καλύμνου ο πολύτιμος θησαυρός, όλη του την καρδία την έδωσε σε Εκείνον, ο Οποίος σήμερα ανεβαίνει προς τα Ιεροσόλυμα και προλέγει τα μέλλοντα σ΄Αυτόν συμβαίνειν.

Ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Σάββας της Καλύμνου, ο Μέγας Ασκητής, όλα τα συναισθήματά του τα κατάθεσε κάτω από τον Σταυρό Εκείνου, ο οποίος εμπαιγμούς και εμπτυσμούς και μάστιγας και κολαφισμούς και θάνατο υπέμεινε δια την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.

Ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Σάββας, των Ιερέων το καύχημα, των Μοναζόντων το κλέος, της μετανοίας ο διδάσκαλος, έμπλεος αγάπης προς πάντα άνθρωπο, αγάπησε τον Νυμφίο της Εκκλησίας Χριστό και έτυχε παρ΄Αυτού δόξης αφθάρτου και έγινε κρουνός θείων θαυμάτων ανεξάντλητος.

Αυτήν την Αγία Μορφή, τον ταπεινό και πράο εργάτη του αμπελώνα του Κυρίου, φιλέορτοι Πατέρες και αδελφοί, εορτάζει σήμερα των Καλυμνίων η Νήσος και μετ΄ αυτής σύμπασα η Ορθοδοξία.

Αυτόν τον επί γης ισάγγελο και θαυματουργό Άγιο με ύμνους και ωδές πνευματικές τον παρακαλούμε και τον ικετεύουμε από την χαριτόβρυτο λάρνακά του να περιφρουρεί και να σώζει από πάσης επιβουλής εναντίας την νεολαία μας και μετά του ψαλμωδού ας ψελλίσουμε και εμείς:

Ευχαρίστοις άσμασι, των Καλυμνίων η νήσος, προσκαλείται σήμερον των Ορθοδόξων τα πλήθη, μέγιστον νεοφανέντα εγκωμιάσαι, καύχημα ορθοδοξίας αναφανέντα, Σάββα τον θείον, τον ρύστην ταύτης ομού και πρόμαχον. ΑΜΗΝ.


σελίδα ΙΜ ΛΚΑ

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Εις τον Μεγάλον Κανόνα και την αυτομεμψία


Επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον Ιερό ναό αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης σε αγρυπνία την 27 προς 28-3-1985,

Καταγραφή και σύντμησης 13-4-2005


ΑΠΟΨΕ, αγαπητοί μου, σε όλους τους ναούς της Ορθοδοξίας ψάλετε ό Μέγας Κανών, ένα υπέροχο ποίημα πού έγραψε ό άγιος Ανδρέας Κρήτης.


Τι ήταν ό άγιος Ανδρέας; Ήταν παιδί μιας ευσεβούς οικογενείας. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με πίστη, ευλάβεια και δάκρυα. Δεκατεσσάρων ετών βγήκε στην έρημο σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Εκεί μόνασε, έζησε ζωήν αυστηρή ασκήσεως με προσευχή και νηστεία. Κατόπιν έγινε υποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος. Τέλος αξιώθηκε να γίνει και επίσκοπος, αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Έλαβε μέρος σε τοπικές και οικουμενικές συνόδους, αγωνίστηκε εναντίον των αιρετικών.


Δικό του έργο είναι ό Μέγας Κανών. και ενώ πέρασαν από τότε 1400 περίπου χρόνια, το ποίημα αυτό μένει αθάνατο. Είναι μια συλλογή, μια ανθοδέσμη από 250 άνθη - τροπάρια. Πόθος του ποιητού Είναι να σπάσει τον πάγο της αδιαφορίας πού έχουμε• δεν καίει κάτι μέσα μας για το Χριστό. Θέλει λοιπόν να λύση αυτή την ψυχρότητα, να σπάσει τη λίθινη καρδιά, να την κάνη λεπτή ευγενή και ευαίσθητη, ώστε να συναισθάνεται και να κλαίει και για έναν αμαρτωλό λογισμό. Σκοπός του ποιήματος Είναι να μας φέρει σε κατάνυξη, να μας κάνη «πνεύμα συντετριμμένον», «καρδιά συντετριμμένην και τεταπεινωμένην»(Ψαλμ. 50,19),


Αν είχα δύναμη κι αν είχατε όρεξη, θα μπορούσαμε να κάνουμε 250 κηρύγματα, ένα για κάθε τροπάριο. Εδώ ακροθιγώς θα δούμε την κεντρική ιδέα του ποιήματος.


Ό Μέγας Κανών συνιστά κάτι πού εκφράζεται με μια λέξη σπάνια —πρώτη φορά θα την ακούτε—• δεν υπάρχει και στα λεξικά. Είναι ή λέξης αυτομεμψία, Σαν έννοια την αναφέρει και ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακας. Τι θα πει αυτομεμψία; Με απλά λόγια σημαίνει το εξής


Ό εγωιστής άνθρωπος, ό αλαζών και υπερήφανος, κάνει τον εαυτό του είδωλο. Αυτό ειδώλων το λέει ό άγιος Ανδρέας εδώ• «Αυτό ειδώλων έγενόμην...» (δ' ωδή, 26ο τροπ.). Έχουμε στήσει ψηλά στην καρδιά μας το εγώ μας. Το επαινούμε μόνοι μας, και ευχαριστούμεθα να μας επαινούν και οι άλλοι. Κι άμα κάποιος, ή, ή μάνα ή ό πατέρας ή ό Ιεροκήρυκας, μας κάνουν κάποια παρατήρηση, τότε γινόμεθα θηρία. Το εγώ είναι το είδωλο, ό Θεός μας.


Ενώ λοιπόν ό εγωιστής και υπερήφανος επαινεί τον εαυτό του και κατηγορεί τους άλλους, όπως ό φαρισαίος, αντιθέτως ό ταπεινός δεν κατηγορεί τους άλλους, άλλα κατηγορεί-ποιόν; Τον εαυτό του. Μέμφεται εαυτόν - αυτό θα πει αυτομεμψία. Θεωρεί τον εαυτό του, όπως ό τελώνης, έναν αμαρτωλό πού έχει ανάγκη του ελέους του Θεού. Αυτομεμψία, λοιπόν, Είναι ή κατηγορία του εαυτού μας.


Πώς κατορθώνεται αυτό το δύσκολο πράγμα; Ό άγιος Ανδρέας χρησιμοποιεί ένα καθρέφτη. Ποιος Είναι ό καθρέφτης αυτός; Ή αγία Γραφή. Εκεί, μέσα στις σελίδες της, καθρεφτίζεται• διαπιστώνει τις ατέλειες του και κατηγορεί τον εαυτό του. Μελετούσε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Έβλεπε διάφορα πρόσωπα, πού είχαν διαπράξει αμαρτήματα. και Τι έκανε, τους κατηγορούσε; Όχι αλλά Τι; Προσέξτε και θα καταλάβετε.


Θα 'χετε ακούσει πολλές φορές να κατηγορούν κάποιοι τους πρωτοπλάστους. —Αχ, λένε, Τι μας έκαναν ό Αδάμ και ή Εύα! Αυτοί φταίνε, αυτοί Είναι ή αιτία όλης της αθλιότητας μας... Εκφράζονται σκληρά. Ή Εύα, ή πρώτη γυναίκα, πόσα δεν έχει ακούσει! Τι λέει όμως εδώ τώρα ό Μέγας Κανών; Εγώ είμαι ή Εύα! Αυτό πού έκανε ή Εύα, πού ελκύστηκε από τον απηγορευμενο καρπό και άκουσε τη συμβουλή του σατανά, αυτό κάνω κ' εγώ• έχω μέσα μου μια Εύα, Εύα όχι αισθητή αλλά νοητή, πού με σπρώχνει στο κακό (α' ωδή, 5ο τροπ.).


Τι έκανε και ό Αδάμ; Παρέβη την θεία εντολή και τότε αισθάνθηκε γυμνός. Άλλα το ίδιο κάνω κ' εγώ" εγώ είμαι ό Αδάμ (α' ωδή, 3ο τροπ.). Αυτό πού έκανε εκείνος, το κάνω κ' εγώ καθημερινώς. Έχω μέσα μου τον Αδάμ, το «αδαμιαίον πλέγμα» πού λένε έτσι ψυχολογικά.


Παρακάτω αναφέρει άλλο παράδειγμα. Ό Κάιν, λέει, σκότωσε τον αδελφό του και έγινε φονιάς. Κ' εγώ φονιάς _είμαι (α' ωδή, 7ο τροπ.). Είμαι Κάιν. Κι αν δέ' σκότωσα με το χέρι, σκότωσα όμως με την προαίρεση μου. Όταν μισώ τον άλλο, δεν κάνω τίποτ' άλλο από το να τον σκοτώνω. Διότι «πας ό μισών τον άδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί» (Α' Ίωάν. 3,15).


Έπειτα θυμάται τον Ησαύ. Αυτός, λαίμαργος και γαστρίμαργος, δούλος της κοιλιάς, όπως ήταν πεινασμένος, πώλησε για ένα πιάτο φαΐ τα πρωτοτόκιά του, τα μεγάλα προνόμια πού είχαν οί πρωτότοκοι (αυτοί κληρονομούσαν την ευλογία του πατέρα τους). Άλλα κ' εγώ, λέει ό ποιητής του Μεγάλου Κανόνος, είμαι Ησαύ• διότι παραδίδω κάθε στιγμή στον εχθρό μου διάβολο «τα του πρώτου κάλλους πρωτοτόκιά» (δ' ωδή, 11ο τροπ.)..
Εν συνεχεία θυμάται το Δαυίδ, πού μοίχευσε και φόνευσε, αλλά έδειξε μετάνοια. Εγώ, λέει, είμαι Δαυίδ. Διότι κάνω τα ίδια και χειρότερα' πορνεύω και σκοτώνω, αν όχι σωματικός, τουλάχιστον ψυχικώς• δεν δείχνω όμως και την ανάλογη μετάνοια (ζ' ωδή, 4ο-5ο τροπ.).


Αυτά Είναι τέσσερα - πέντε παραδείγματα από τα τόσα πού περιέχει ό Μέγας Κανών. Εγώ είμαι ή Εύα, εγώ ό Αδάμ, εγώ ό Κάιν, εγώ ό Ησαύ, εγώ ό Δαυίδ, εγώ είμαι ό μεγάλος αμαρτωλός. Έτσι σκεπτόταν ό άγιος Ανδρέας, γι' αυτό λέει «Δεν υπάρχει αμαρτία πού δεν την έκανα, Θεέ μου» (βλ. δ' ώδή,4οτροπ.), και δεν υπάρχει άλλος πιο αμαρτωλός από μένα. Αμάρτησα με το σώμα, αμάρτησα με την ψυχή, αμάρτησα με το πνεύμα και τη διάνοια μου. Ζητώ το έλεος σου (βλ. δ' ωδή, 17ο τροπ.).


Καταλάβατε τώρα Τι θα πει αυτομεμψία; Και. αυτά δεν είναι λόγια• τα συναισθάνετο βαθιά αυτός πού από δεκατεσσάρων ετών πήγε στην έρημο και πότιζε τη γη με τα δάκρυα του.


Ελάτε τώρα και ρίξτε μια ματιά σ' εμάς. Αν κοιταχτούμε στον πνευματικό καθρέφτη, θα δούμε ότι είμεθα εγωιστές και υπερήφανοι. Καθένας μας κ' ένα αυτοείδωλο. Λιβανίζουμε τον εαυτό μας και ευχαριστούμεθα να μας λιβανίζουν. Πόρρω απέχουμε από την αυτομεμψία


Θέλετε απόδειξη; Όταν ό ιεροκήρυκας ελέγχει και στηλιτεύει, στο τέλος λένε• «Καλά τους τα είπε». Δέ' λένε «Καλά μας τα είπε», βγάζουν τον εαυτό τους έξω. Πού να γίνει ό έλεγχος και επωνύμως! θα μισήσουν τον Ιεροκήρυκα θανάσιμος, αντί να του πουν Σ' ευχαριστούμε πού μας υπέδειξες τ' αμαρτήματα μας.


Πού αυτομεμψία; Σπάνιο φαινόμενο. Από τις περιπτώσεις αυτές αναφέρω δύο. Στο στρατό πού υπηρέτησα γνώρισα έναν υπέροχο αξιωματικό πολύ μορφωμένο. Ήταν επιεικής στους άλλους και αυστηρός στον εαυτό του. Τόσο αυστηρός, πού άμα έφταιγε - Τι έκανε• τιμωρούσε τον εαυτό του! "Αν και δεν ήταν θρησκευτικός άνθρωπος, είχε αυτομεμψία. Κι άλλο ένα παράδειγμα. Πριν πολλά χρόνια είχα πάει στο Αγιον Όρος Καθώς περπατούσα στον άγιο αυτό τόπο, άκουσα φωνές και υβρεολόγιο- «Κτήνος! ζώον! παλιάνθρωπε!...». Μου φάνηκε σα να μαλώνουν δυο. Κ' εδώ καυγάδες; λέω. Σκανδαλίστηκα. Πλησιάζω, σκύβω• Τι να δω; Ήταν ένας καλόγερος μόνος του, και σκυμμένος κατηγορούσε τον εαυτό του... Πω πω πω! Γι' αυτό αγιάσανε αυτοί...


Εμείς δεν κάνουμε τίποτ' άλλο από το να πετροβολούμε τους άλλους. Ακόμα και στην εξομολόγηση. Γι' αυτό εγώ δεν εξομολογώ. Έρχεται ή άλλη και γελάει, δικαιολογείται, ρίχνει το φταίξιμο στους άλλους• δεν κατηγορεί τον εαυτό της. Ή εξομολόγησης Είναι αυτομεμψία. Έχεις αυτομεμψία; πήγαινε να εξομολογηθείς• δεν έχεις αυτομεμψία; Τι πηγαίνεις; θα κολαστείς. Δεν υπάρχει «γνώθι σαυτόν».


Ό Μέγας Κανών μας διδάσκει το σπουδαίο μάθημα της αυτομεμψίας• μόνοι μας να ελέγχουμε τον εαυτό μας, να τον καθίζουμε στο εδώλιο, να τον κατηγορούμε, να τον τιμωρούμε. Μας οπλίζει με το σπουδαίο όπλο της αυτομεμψίας, για να νικήσουμε τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, την αλαζονεία, το υψηλό φρόνημα, ώστε να γίνουμε ταπεινοί τελώνες και να λέμε «Ό Θεός, ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18,13). Τότε θα εφαρμόσουμε εκείνο πού είπε ό Χριστός• «Ή βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί άρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Τότε θα έχουμε το φρόνημα πού είχε ό απόστολος Παύλος και θα λέμε• «Χριστός Ιησούς ήλθε εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α' Τιμ. 1,15).


Είθε ό Θεός δια πρεσβειών του αγίου Ανδρέου Κρήτης, ό όποιος μας δίδαξε τα μεγάλα αυτά μαθήματα, ν' αποκτήσουμε το όπλο, το απαραίτητο όπλο, την αυτομεμψία.



ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ


Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Του αγίου Αλεξίου, ανθρώπου του Θεού(17 Μαρτίου)


"Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι " και πάλι "Ὁ φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστιν μου άξιος".

Οι εντολές του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ή μάλλον οι αγαθές και φιλάνθρωπες συστάσεις Του για να βρούμε επιτέλους την βασιλεία του Θεού εντός μας, αγαπητοί αδελφοί, μας φαίνονται απάνθρωπες,σκληρές , εξωπραγματικές. Γιατί , ποιός στην σύγχρονη και "πολιτισμένη" μας εποχή με τις τόσες ανέσεις, τις τόσες ανθρωποκεντρικές φιλοσοφίες, με το κηνύγι της ευκολίας και της διάκρισης, θα εγκαταλείψει τον τάχα ανέφελο βίο του για να ζωστεί σταυρό και να ακολουθήσει τον Χριστό; Ακόμα, ποιός "τρελός" και "σκληρός" άνθρωπος θα εγκατέλειπε ποτέ την αγάπη για τους γονείς, που άλλωστε μας υπαγορεύει η θρησκεία για να φανεί άξιος του Θεού; Σκέφτομαι και λέω: κανείς ή μάλλον ελάχιστοι,πολλοί λίγοι. Και αυτό γιατί ψυχράνθηκε η αγάπη μας, η θυσιαστική μας και απόλυτη αγάπη προς τον Χριστό. Φτιάξαμε και διατηρούμε μία κάποια "θρησκεία" 'οχι χριστιανική αλλά χριστιανίζουσα, αναιμική, άχαρη,άψυχη,απνευμάτιστη, κομμένη στα μέτρα μας, τις αδυναμίες μας, τα θέλω μας. Και αποκτώντας θέλημα και ρώτημα χάσαμε την απλότητα και την θερμότητα στο βωμό της ανθρώπινης λογικής και του "μακαρίου" ύπνου μας. Όμως η φωνή του Χριστού μας ξυπνά! ΑΡΑΤΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΣΑΣ! Και όποιος σας εμποδίσει καν άνθρωπος γονέας σας αγνοήστε τον για την αγάπη του Χριστού. Όχι βέβαια μισήστε τον αλλά αγνοήστε τον γιατί χώρο κυρίαρχο στην καρδιά μας πρέπει να έχει ο έρωτας για τον Χριστό, αλλιώς υποκρινόμαστε.

Βλέπουμε τους ανθρώπους να αφοσιώνονται σε ιδέες,πολιτεύματα, φιλοσοφίες, να αφιερώνουν την ζωή τους σε αυτά, που είναι πρόσκαιρά και υποκειμενικώς μόνο υψηλά και ωραία και μάλιστα να γίνονται κακοί και γραφικοί για τα πιστεύω που συνέλαβε ο νους τους με όλο τον κόσμο. Ακόμα και με τους οικιακούς τους και δεν παραδειγματιζόμαστε, δεν προβληματιζόμαστε να πούμε: "Εμείς έχουμε έρωτα τον Χριστό, πού είναι η Αλήθεια και Αυτόν θα ακολουθήσουμε" και "μυριάκις υπερ Αυτού τεθνηξόμεθα"!

Αν σας φαίνονται εξωγήινα και σκληρά και απραγματοποίητα και θεωρητικά όλα αυτά ακούστε τον βίο του αγίου Αλεξίου πού στάθηκε αληθινός άνθρωπος του Θεού και λάβετε παράδειγμα:

Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) και Ονωρίου (395-423 μ.Χ.) από ευσεβείς και εύπορους γονείς. Ο πατέρας του Ευφημιανός ήταν συγκλητικός, φιλόπτωχος και συμπαθής, ώστε καθημερινά τρεις τράπεζες παρέθετε στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους που ήταν πτωχοί. Η γυναίκα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Στη δέηση της να αποκτήσουν παιδί, ο Θεός την εισάκουσε. Και τους χάρισε υιό.

Αφού το παιδί μεγάλωσε και έλαβε την κατάλληλη παιδεία, έγινε σοφότατος και θεοδίδακτος. Όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά. Το βράδυ όμως στο συζυγικό δωμάτιο ο Άγιος, αφού πήρα το χρυσό δακτυλίδι και την ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα. Παίρνοντας αρκετά χρήματα από τα πλούτη του έφυγε με πλοίο περιφρονώντας τη ματαιότητα της επίγειας δόξας. Καταφθάνει στην Λαοδικία της Συρίας και από εκεί στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί ο Όσιος Αλέξιος μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς, ακόμα και τα ιμάτιά του και, αφού ενδύθηκε με κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως ένας από τους πτωχούς. Προτίμησε έτσι να ζει με νηστεία όλη την εβδομάδα και να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ενώ μόνο τότε έτρωγε λίγο άρτο και έπινε λίγο νερό.

Οι γονείς του όμως τον αναζητούσαν παντού και έστειλαν τους υπηρέτες τους να τον βρουν. Στην αναζήτησή τους έφθασαν μέχρι και στο ναό της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν. Οι δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα του Αλεξίου με οδύνη, φορώντας πτωχά ενδύματα, καθόταν σε μία θύρα του σπιτιού πενθώντας νύχτα και ημέρα. Το ίδιο και η νύφη, που φόρεσε τρίχινο σάκο και περίμενε κοντά στην πεθερά της.

Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της Θεοτόκου ευαρεστώντας τον Θεό. Και μια νύχτα η Θεοτόκος παρουσιάσθηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να του φέρει μέσα στο ναό τον άνθρωπο του Θεού. Τότε ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό και δεν βρήκε κανέναν παρά μόνο τον Αλέξιο, δεήθηκε στην Θεοτόκο να του υποδείξει τον άνθρωπο, όπως και έγινε. Τότε πήρε από τον Όσιο Αλέξιο και τον εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.

Μόλις ο Όσιος κατάλαβε ότι έγινε γνωστός εκεί, έφυγε κρυφά και σκέφθηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου εκεί θα ήταν άγνωστος. Άλλα όμως σχεδίασε η Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος άνεμος άρπαξε το πλοίο και το μετέφερε στην Ρώμη. Βγαίνοντας από το πλοίο, κατάλαβε ότι ο Κύριος ήθελε να επανέλθει ο Αλέξιος σπίτι του.

Όταν συνάντησε τον πατέρα του, που δεν αναγνώρισε τον υιό του, του ζήτησε να τον ελεήσει και να τον αφήσει να τρώει από τα περισσεύματα της τράπεζάς του. Με μεγάλη προθυμία ο πατέρας του δέχθηκε να τον ελεήσει και μάλιστα του έδωσε κάποιον υπηρέτη για να τον βοηθάει. Κάποιοι βέβαια από τους δούλους της οικίας του τον πείραζαν και τον κορόιδευαν, όμως αυτόν δεν τον ένοιαζε. Έδινε την τροφή του σε άλλους, παραμένοντας όλη την εβδομάδα χωρίς τροφή και νερό και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.

Έμεινε λοιπόν για δεκαεπτά χρόνια στον πατρικό οίκο χωρίς αν τον γνωρίζει κανένας. Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε και έγραψε σε χαρτί όλο τον βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστήρια που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Κάποια Κυριακή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος τελούσε την Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον άνθρωπο του Θεού. Την Παρασκευή ο Όσιος Αλέξιος παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι πιστοί βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος, προσήλθαν στο ναό για να δεηθούν στον Θεό να του αποκαλύψει τον άγιο άνθρωπο του Θεού. Τότε μια φωνή τους κατηύθυνε στο σπίτι του Ευφημιανού. Λίγο αργότερα οι βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο έφθασαν στο σπίτι του Ευφημιανού, προξενώντας μάλιστα την απορία της γυναίκας και της νύφης του για την παρουσία τους εκεί και ρώτησαν τον Ευφημιανό. Όμως εκείνος, αφού πρώτα ρώτησε τους υπηρέτες, αποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην συνέχεια ο υπηρέτης που φρόντιζε τον Όσιο Αλέξιο, παρακινούμενος από Θεία δύναμη, ανέφερε τον τρόπο της ζωής του πτωχού, τον οποίο εξυπηρετούσε. Τότε ο Ευφημιανός χωρίς να γνωρίζει ότι ο Όσιος είναι ήδη νεκρός, αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού, που έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου. Στο χέρι του Οσίου μάλιστα, είδε χαρτί που δεν μπορούσε να αποσπάσει. Στην συνέχεια ανέφερε στους επισκέπτες του ότι βρέθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Οι βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος τότε δεήθηκαν στον Όσιο να τους επιτρέψει να δουν το χαρτί που είχε στο χέρι του. Μόλις ο αρχειοφύλακας πήρε στο χέρι του το χαρτί, ο Ευφημιανός αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για τον υιό του, τον οποίο αναζητούσε χρόνια τώρα, και μεγάλο πένθος έπεσε στην οικογένειά του. Θρήνος μεγάλος και από την γυναίκα του και τη νύφη του.

Ο βασιλεύς Ονώριος και ο Αρχιεπίσκοπος μετέφεραν το τίμιο λείψανο του Οσίου στο μέσο της πόλεως και κάλεσαν όλο τον λαό, για να έλθει να προσκυνήσει και να λάβει ευλογία. Όσοι προσέρχονταν και ασπάζονταν το τίμιο λείψανο, άλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, όλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αυτά τα θαύματα οι πιστοί δόξαζαν τον Θεό. Ήταν τόσος ο κόσμος που προσέρχονταν να δει το τίμιο λείψανο, που δεν μπορούσαν να το μεταφέρουν στο ναό του Αγίου Βονιφατίου για να το ενταφιάσουν. Έριξαν ακόμη και χρυσό και άργυρο στον κόσμο για να του αποσπάσουν την προσοχή, αλλά μάταια. Όταν πια μεταφέρθηκε το τίμιο λείψανο στο ναό, για επτά ημέρες εόρταζαν πανηγυρικά και στην εορτή συμμετείχαν οι γονείς και η νύφη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το τίμιο λείψανο σε θήκη φτιαγμένη από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Αμέσως άρχισε να ευωδιάζει και να αναβλύζει μύρο, το οποίο και έγινε ίαμα και θεραπεία για όλους".

Ακούσατε , αγαπητοί μου, την θυσία και τον έρωτα και την μέχρι ορίων "τρέλας" αφοσίωση και αγάπη του ανθρώπου του Θεού; Ακούσατε για την μεγάλη του θυσία και αγάπη τί χάρη και τί τιμή έλαβς από τον Θεό; Για την υπομονή του και την ξενιτεία του τί έχετε να πείτε; Για την εγκαρτέρηση και προσευχή του; Για την μέχρι θανάτου απλότητα και ταπείνωση και λαθότητα;

Τιμώντας τον άγιο Αλέξιο, αδελφοί μου, η Εκκλησία δεν μας ζητά να αφήσουμε τα σπίτια και την οικογένεια μας και να ξενιτευτούμε και να ταπεινωθούμε έτσι. Γιατί ο Κύριος για τον καθένα από μας, πού αποτελεί μοναδική και ανεπανάληπτη περίπτωση έχει ετοιμάσει ιδιαίτερι δρόμο και μυστικό σταυρό σωτηρίας. Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω. Άλλος επιδεικνύει υπομονή στα οικογενειακά, άλλος στην εργασία, άλλος ασκείται στην προσευχή και την αγρυπνία, άλλος υπομένει την χλεύη και τους πειρασμούς των ανθρώπων, άλλος αντιμετωπίζει την αρρώστια και τον θάνατο και άλλες μεγάλες και θαυμαστές ευεργεσίες και επισκέψεις του Θεού.

Όμως καλούμαστε να συναχθούμε και να μιμηθούμε τις αρετές του αγίου, κατά την δύναμη και το μέτρον αυτού έκαστος. Να ασκηθούμε στην υπομονή και την προσευχή και την ξενιτεία μέσα στον κόσμο και την απάθεια στους πειρασμούς και την δοξολογία προς τον Θεό μέσα σε κόλαση και κάμινο ανυπόφορη και να βρούμε εντός μας κάποιο ίχνος θεϊκού έρωτος, αληθινού και όχι συναισθηματικού και ψεύτικου, αλλά τέτοιου έρωτος πού οταν τον καλλιεργήσουμε με πνευματική καθοδήγηση και άσκηση , θα αποκτήσουμε την τέλεια και τελειωτική αγάπη προς τον Θεό μας, αλλά και τους άλλους.

Το στάδιον των αρετών , το οποίο διανύουμε είναι ο πλέον πρόσφορος καιρός για εσωτερικό ψάξιμο και λήψη αρχής προς την κατά Θεόν πολιτεία και τελείωση ΑΜΗΝ





σημ. ο βίος του αγίου είναι παρμένος αυτολεξεί από το athos.edo.gr