του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου
Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου
- Λειμώνος Λέσβου
από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»
Οι Άγιοι 40
«Εν ωδαίς ασμάτων ευφημήσωμεν πιστοί, τους αθλοφόρους τεσσαράκοντα Μάρτυρας,
και προς αυτούς μελωδικώς εκβοήσωμεν λέγοντες, χαίρετε αθλοφόροι του Χριστού, Ησύχιε, Μελίτων, Ηράκλειε, Σμάραγδε και Δόμνε, Ευνοϊκέ Ουάλη και Βιδιανέ, Κλαύδιε και Πρίσκε, χαίρετε Θεόδουλε Ευτύχιε και Ιωάννη, Ξανθιά, Ηλιανέ, Σισίνιε, Κυρίων, Αγγία, Αέτιε
και Φλάβιε, χαίρετε Ακάκιε, Εκδίκιε, Λυσίμαχε, Αλέξανδρε, Ηλία και Καύδιδε, Θεόφιλε, Δομετιανέ, και θείε Γάϊε και Γοργόνιε. Χαίρετε Ευτυχές και Αθανάσιε, Κύριλλε και Σακερδών, Νικόλαε και Ουαλέριε, Φιλοκτήμων, Σεβηριανέ, Χουδίων και Αγλάϊε».
Ας εγκωμιάσωμεν, αγαπητοί μου αδελφοί, τους αγίους σαράντα Μάρτυρες τους οποίους τίμα σήμερα και γεραίρει η αγία μας εκκλησία και των οποίων τα ονόματα μόλις από το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της εορτής τους ακούσαμε.
Στρατιώτες ήταν οι αοίδιμοι. Οι πατρίδες τους διάφορες. Υπηρετούσαν όπως όλοι στη Σεβάστεια τότε πού Βασιλιάς των Ρωμαίων ήταν ο Λικίνιος, γύρω στα 320.
Οι διωγμοί κατά των χριστιανών δεν είχαν σταματήσει ακόμα. Πιάστηκαν λοιπόν και οι 40 γενναίοι στρατιώτες και ωδηγήθηκαν στον αρχιστράτηγο της Σεβάστειας. Με κανένα τρόπο δεν κατάφερε να τους μεταπείση. Και οι 40 ομολόγησαν με θάρρος την προς το Χριστό μας πίστι. Γι΄ αυτό τους έβαλαν χειροπέδες και τους έρριξαν όλους στη φυλακή. Την άλλη μέρα τους έβγαλαν και τους έβαλαν με τις πέτρες. Τις κατεύθυναν δε οι αλιτήριοι στα πρόσωπα των αγίων και τα στόματα τους πού με τόσο θάρρος εκήρυτταν την εις Χριστό πίστι. Και ώ του θαύματος! κανενός το στόμα ουδέ το πρόσωπο από τις πέτρες δεν χτυπήθηκε αλλά επιστρέφοντας οι πέτρες χτυπούσαν εκείνους πού τις έρριχταν.
Γι' αυτό σε πολλά άλλα «πολυώδυνα βάσανα και δεινά κολαστήρια» τους καθυπέβαλαν, αλλά οι άγιοι αλύγιστοι και άτρεπτοι παρέμειναν. Και οι «κακκεργάται» το ακόλουθο φοβερότατο μαρτύριο εμηχανεύτηκαν. Μεγάλη παγωνιά είχε πέσει τότε στη Σεβάστεια. Τα νερά είχαν παγώσει και το κρύο δεν υποφέρονταν.
Τους έρριξαν λοιπόν και τους τεσσαράκοντα στα παγωμένα νερά της λίμνης της Σεβάστειας, όχι για να τους πνίξουν, άλλα για να τους βασανίσουν με το ξεπάγιασμα. Όλη τη νύχτα μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης παρέμειναν οι αθλοφόροι μάρτυρες και ο ένας τον άλλον ενεψύχωναν και έλεγαν «δριμύς ο χειμών αλλά γλυκύς ο Παράδεισος».
Δίπλα στη λίμνη υπήρχεν ένα δημόσιο λουτρό. Ο φύλακας δε του λουτρού είδε ένα ουράνιο φως να περικυκλώνη τους αγίους Μάρτυρες και στέφανα ολόλαμπρα με χέρι αγγέλου να απονέμωνται στις κεφαλές όλων πλην ενός, ο όποιος δυστυχώς ελιποψύχησε και βγήκεν από τη λίμνη και μπήκε στο λουτρό και αμέσως σαν προδότης και Ισκαριώτης από τη ζέστη του λουτρού διαλύθηκε και απέθανε χωρίς να λαβή το στεφάνι το μαρτυρικό.
Γι' αυτό έτρεξεν ο φύλακας του λουτρού, Αγλάϊος, να λαβή το στέφανο και έπεσε στη λίμνη και έλαβε μέρος στη θυσία και το μαρτύριο των αγίων 39 πιστών και αλύγιστων Μαρτύρων, όπως ωραιότατα μας πληροφορεί ο Μέγας και άγιος Βασίλειος. «Ως δε, οι μεν ηγωνίζοντο, ο δε επετήρει το εκδησόμενον, είδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινας εξ ουρανού κατιούσας, και οίον παρά βασιλέως δωρεάς μεγάλας διανεμούσας τοις στρατιώταις, αι τοις μεν άλλοις πάσι διήρουν τα δώρα, ίνα δε μόνον αφήκαν αγέραστον, ανάξιον κρίνασαι των ουρανίων τιμών. Ος ευθύς προς τους πόνους απαγορεύσας, προς τους απηυτομόλησε».
Έτσι εξημέρωσεν ο Θεός την ήμερα. Όλοι ήσαν από το ψύχος λιποθυμισμένοι εκτός από ένα, το Μελίτωνα. Τους έσπασαν λοιπόν τα κόκκαλα και παρέδωσαν και οι 39 τα πνεύματα τους στο στεφοδότη τους Χριστό. Τον δε Μελίτωνα τον άφησαν να συνέλθη υπολογίζοντας ότι αφού είχε σώμα τόσο ανθεκτικό αξίζει να ζήση για να χρησιμεύση στο Ρωμαϊκό στρατό, ήταν δε βέβαιοι ότι και την εις Χριστό πίστι θα αρνηθή ενθυμούμενος το μαρτύριο του το φριχτό.
Άλλα η μητέρα του ή μακαρία, φλογερή χριστιανή και πραγματική ηρωίδα, με δάκρυα τον παρακαλούσε να μη λιποψυχήση και να μη αρνηθή το Χριστό του και Κύριο, αλλά μαζί με τους άλλους να φροντίση να διατήρηση το μαρτυρικό στέφανο, λέγοντας κατά τον ιερό βιογράφο: «Τέκνον εμοί γλυκύτοοτον, τέκνον ήδη Πατρός ουρανίου, μικρόν υπόμεινον, ίνα τέλειος καταστής' μη φοβηθής τας βασάνους, ιδού γαρ παρίσταταί σοι βοηθός Χριστός ο Θεός, ουδέν το λοιπόν αηδές, ουδέν επίπονον απαιτήσει, πάντα εκείνα παρήλθον, πάντα ταύτα τη ση νενίκηκας γενναιότητι, χαρά το μετά ταύτα, ηδονή, άνεσις, ευφροσύνη, ων μεθέξεις συμβασιλεύων Χριστώ, και πρέσβυς εμοί τη τεκούση τα προς αυτόν γινόμενος».
Και ενώ αυτά η ηρωίδα μητέρα τον γυιό της εσυμβούλευεν οι Ρωμαίοι στρατιώτες εφόρτωσαν τα ιερά σκηνώματα και μαρτυρικά των 39 σώματα στο κάρρο και ξεκίνησαν να τα μεταφέρουν εκεί όπου είχαν πρόγραμμα να τα κάψουν. Η δε μακάρια μητέρα εσήκωσε στην πλάτη της το ζωντανό μάρτυρα και ξεπαγιασμένο γυιό της και ακολουθούσεν από πίσω επιθυμώντας να συγκαταριθμηθή και το παιδί της με τους λοιπούς γενναίους μάρτυρες, και ο Θεός την αξίωσε να προσκύνηση το γυιό της πιστό θεράποντα του Θεού και γενναίο του Χριστού μάρτυρα. Στο δρόμο και ενώ τον εσήκωσε στη ράχη της παρέδωκεν ο Μελίτωνας το πνεύμα και επάνω στο σωρό των άλλων τον έρριξε η αγία του μητέρα και μαζί και οι «τεσσαράκοντα» κατεκάησαν από τους δήμιους. Τα δε υπολείμματα από τα αγία τους σκηνή τα έρριξαν στον ποταμό για να μη βρουν οι χριστιανοί και συλλέξουν τα τιμιότερα λίθων πολυτελών ιερά τους λείψανα και «οστέα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου