εκφωνηθείσα υπό του υποφαινομένου το
εσπέρας της Α΄Κυριακής Νηστειών
εις τον Κατανυκτικόν Εσπερινόν εν ΙΝ
Ευαγγελιστρίας Καλύμνου
Σεβασμιώτατε,
Τίμιον πρεσβυτέριον
Αγαπητοί αδελφοί
Με μεγάλη χαρά,μετά φόβου θεού πίστεως και όσον δυνατόν κατά το ανθρώπινον μετανοϊκής προς αλλήλους αγάπης , έρχομαι να διακονήσω εγώ ο απαίδευτος την ιερουργία του θείου Λόγου και μάλιστα για ένα θέμα, για την ανάλυση του οποίου απαιτείται ιερά ορθοπραξία και οδυνηρόν βίωμα, αυστηρή πιστότητα και αυθεντικότητα βίου εμπειρικού και σταυρώσιμου, πνοή αναστάντος ανθρώπου. Πράγματι, κάλλιον σιωπάν ή λαλείν μάτην, αλλά και κατά την αποστολική εκείνη ποιμαντική προσταγή «ταύτα παρέθου πιστοίς ανθρώποις», ω ιερεύ, ω ποιμήν, ω του λόγου διάκονε. Ως νεώτερος εγώ και άμουσος των θείων εμπειριών , έρχομαι να καταθέσω αυτά τα ολίγα σε πιστούς ανθρώπους, ανθρώπους πιστότητος και εμπειριών, και αυτό αποτελεί ταυτοχρόνως και ευθύνη δέους αλλά και παράκληση, δηλονότι παρηγοριά και συναίσθησιν, ότι οι εξ αντικειμένου αυτές απλές αλλά λαμπρές αλήθειες απευθύνονται εις ώτα ακουόντων.
Το θέμα στο οποίο θα αναφερθούμε είναι και εκκλησιαστικά, αλλά και πνευματικά επίκαιρο.Θα επιχειρήσουμε μία σύντομη και επιδερμική, αλλά όχι επιπόλαια κατά το ανθρώπινον αναφορά στην νοητή κλίμακα των Μακαρισμών. Εκκλησιαστικά μεν επίκαιρο θέμα διότι στην κατανυκτική πενθοχαρμόσυνη περίοδο πού διανύουμε, ο χριστιανός ορθόδοξος δοκιμάζει και δοκιμάζεται στο ορθόν και γνήσιο ήθος του, εντρυφεί εντονότερα και συστηματικότερα στην πνευματικότητα και προθυμότερα σπέύδει πάνοπλος εν νηστεία και προσευχή και ελεημοσύνη στο στάδιο των αρετών το οποίο ήδη ηνοίχθη για τους βουλόμενους αθλήσαι. Πνευματικά δε διότι όπως έχει προσφυώς και κατά κόρον υποστηριχθεί το τμήμα αυτό της επί του όρους ομιλίας του Κυρίου μας, αποτελεί την επιτομή της σύνολης ηθικής αλλά κύρια νηπτικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας και συνοψίζει σε ολίγες αλλά πυκνότατες εκφράσεις το ορθόδοξο ήθος, την ορθόδοξη μυσταγωγία μαρτυρία και πνευματικότητα.Πνευματικά και φλεγόντως επίκαιρο θέμα σε μία εποχή αμφισβητήσεως και δαιμονικής κριτικής διάθεσης από έναν απνευματιστο, ασφυκτικά απνευμάτιστο κόσμο και ιδία κριτικό και αντίμαχο της αγίας Ορθοδοξίας και της παρουσίας της σε αυτόν τον κόσμο, τον οποιο εν χρήσει και όχι καταχρήσει επιχειρεί να μεταμορφώσει.
Ναι, αγαπητοί αδελφοί ζούμε σε εποχή πνευματικής κρίσεως. Η σύγχρονη φιλοσοφία και οικονομική πολιτική μας έχουν αποπροσανατολίσει, ώστε μονοδιάστατα ως ξεγελασμένη μάζα, εσμός εξαρτώμενων υλοφρόνων και δουλικών μονάδων, να ανησυχούμε αποκλειστικά για τον επιούσιον με οποιοδήποτε τίμημα και αντάλλαγμα , θέμα όχι βέβαια ευκαταφρόνητο για την ορθόδοξη παράδοση και ασκητική, όχι αδιάφορο για την καθ’ ημάς πνευματικότητα και κοσμοθεωρία, όμως αποκλειστικά και μονοδιάστατα τη σήμερον προβαλλόμενο. Η σύγχρονη κοσμοθεωρία του απατεώνος κόσμου επιβάλει στην ανθρώπινη κρίση να απασχολείται μονοδιάστατα, αποπνιχτικά μονοδιάστατα με το εγωτικό σαρκικό θέλημα, καταπνίγοντας σκοπίμως κάθε πνευματική ανησυχία, κάθε ανώτερο προβληματισμό.
Η πνευματική κρίση ανά τους αιώνες και ο φόβος του ψεύστη άρχοντος του αιώνος τούτου για την μοναδικότητα και δυναμικότητα της μίας αλήθειας, όπως αποκαλύφθηκε από τον εσαρκωμένο Λόγο, παραδόθηκε από τους Αποστόλους και διαφυλάχθηκε από τους αγίους Πατέρες, της αγίας Ορθοδοξίας, εκτονώθηκε με αισχρότητα στις μέρες μας στην επίφαση της δήθεν ελευθερίας του λόγου και των δικαιωμάτων, σε έναν στείρο φαρισαϊκό ορθολογισμό, όπου κάθε αληθινό και μοναδικό, κάθε γνήσιο και αυθεντικό, έχουν μπεί κάτω από την κονίστρα της αμφισβήτησης. Ό,τι άγιο και ιερό και αυθεντικό ματαίως αμφισβητείται και απορρίπτεται, προβάλλεται δε το αλλόκοτο, το παράλογο, το συγκρητιστικά ψεύτικο η νεοεποχίτικη πλάνη. Υποκριτικά σε έναν κόσμο πού επιζητά ελευθερία και λύτρωση επιβάλλεται ο φασιστικός συγκρητισμός, η αντίχριστη αμφιβολία , η εξουθένωση της πίστεως για την επιβολή μιας νέας θρησκείας και παραποκάλυψης, της πίστης του Αντιχρίστου. Η ορθοδοξία δεν δίνει μαρτυρία σήμερα σε έναν ιδανικό κόσμο. Άλλωστε η ορθοδοξία, πίστη και γένος μαρτυρικόν με πορεία σταυροαναστάσιμη τράβηξε ανά τους αιώνας δρόμο ματωμένο και δύσβατο. Δεν λύγισε και δεν νοθεύτηκε και δεν πισωγύρισε όταν την ανέβαζαν στον σταυρό οι Διοκλητιανοί και οι Ιουλιανοί, αντιθέτως ενεδυναμώθη και έλλαμψε , όπως είναι φυσικό για την μόνη και ακέραια αλήθεια και μάλιστα κατά την Κυριακή πρόσρηση : πύλαι Άδου ού κατίσχυσαν αυτής. Αλλ’όμως μοντέρνα όπλα, σύγχρονες επιβουλές την απειλούν, όπλα ύπουλα και εχθροί δυσδιάκριτοι εκ των έσω μάλιστα, εχθροί πιο ύπουλοι, πού δεν σταυρώνουν αλλά διαβρώνουν: εκκοσμίκευση, φονταμενταλισμός, ακολασία, χαλαρότητα, πουριτανισμός, νεωτερισμός, μεταπατερική λεγόμενη ορθοδοξία, υλοφροσύνη και έλλειψη πνευματικότητας,πιστότητας,αγωνιστικότητας.
Το θέμα βέβαια είναι και λειτουργικά επίκαιρο, αφού κατά το ισχύον τυπικό του Τριωδίου, οι μακαρισμοί ψάλλονται στην ακολουθία των Τυπικών πού επισυνάπτεται στην Θ΄ώρα και μάλιστα με εφύμνιον την κραυγή του Ληστού «Μνήσθητι ημών Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Φυσικά, κατέχουν και ιδιαίτερη θέση στο λειτουργικό τυπικό, αντικαθιστώντας το τρίτον αντίφωνο. Η χρήση των Μακαρισμών στην ισχύουσα και μάλιστα μοναστηριακή λατρεία, φανερώνει την υψηλής πνευματικότητας και αισθητικής σημασία τους, αλλά και την εξοικείωση και αγάπη πού έχουν οι λάτρεις χριστιανοί για αυτό το θαυμάσιο ευαγγελικό κείμενο. Είναι οι μακαρισμοί αναγωγικοί ανωτέρων καταστάσεων και οδηγούν μυσταγωγικώς στην λογική λατρεία τον πιστό χριστιανό σε υψηλές έννοιες και διάθεση μεθέξεως ευχαριστηριακής, πνευματικής και ηθικής. Επιπιλέον, γίνεται χρήση τους στην εξόδιο ακολουθία ακριβώς γιατί συνοψίζουν το ιδανικό της χριστιανικής ζωής και η Εκκλησία πίστη έχει και βεβαιότητα βαθεία πώς προπέμπει εις την αγήρω μακαριότητα τον εκλιπόντα, κάθε εκλιπόντα, με τον παιάνα των μακαρισμών, ως ένα ζωηρό ψηφιδωτό των χριστιανικών αρετών του.
Οι μακαρισμοί, τμήμα της επί του όρους ομιλίας αποτελούν κατά την ευαγγελική παράδοση του ευαγγελιστού Ματθαίου την πρώτη δημόσια διδασκαλία του Χριστού. Δεν θα εξετάσουμε φιλολογικά και ιστορικά αν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά θα δούμε πώς έχει τεράστια πνευματική σημασία. Ο κύριος ήρθε στον κόσμο να φέρει το μήνυμα της σωτηρίας την ίδια την σωτηρία και να εγκαινιάσει μια νέα περίοδο άφεσης και πνευματικής μακαριότητας, την βασιλεία των ουρανών. Μακάριος σημαίνει ευτυχισμένος. Και πράγματι σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου ήταν η απόλαυση της θεϊκής αγαθότητας, η αληθινή ζωή και άμεση κοινωνια προς τον Θεό, η ατελεύτητη μακαριότητα. Έπειτα ακολούθησε η αμαρτία και η συνέπεια της ο θάνατος, η δυστυχία, η απομάκρυνση και ακοινωνησία από τον Θεό, η απόσχιση και η εγκατάλειψη Του.Σε αυτή την τραγική κατάσταση ήρθε να συναντήσει και να αναστήσει τον πεσόντα άνθρωπο , ο λυτρωτής Χριστός και για να καταδείξει τον δρόμο της επιστροφής , πρώτος λόγος και έκφραση του είναι οι μακαρισμοί, η νοητή κλίμακα, ο μυσταγωγικός γολγοθάς πού οδηγεί εις την
αποκατάσταση του στην παραδείσια χαρά και την θέωση. Οι Μακαρισμοί είναι μία σκάλα ηθικής και πνευματικής τελείωσης. Οι Μακαρισμοί είναι παράθυρα πού βλέπουν στον κόσμο της τελειότητας. Και πολύ ευστόχως παρατηρεί ο μέγας Βασίλειος: «όποιος άνθρωπος κατορθώσει να εφαρμόσει όλες τις εντολές των Μακαρισμών είναι πράγματι ο τέλειος άνθρωπος, ο τέλειος χριστιανος, ο όντως μακάριος. Τ.ε ο άγιος.». Γι’αυτό και ο Κύριος ωμίλησε από το όρος για να μας υποδείξει την θαβώρεια κορυφή πού οφείλουμε να ανέβουμε για να κατακτήσουμε από το νυν αλλα και στο αεί την βασιλεία Του.
Ναι είναι πνευματική κλίμακα οι επί του όρους μακαρισμοί των αγίων αγωνιστών από τον Κύριο, με βαθμίδες πνευματικές. Η ταπείνωση και η γνώση του εαυτού γεννά την μετάνοια, η μετάνοια την πραότητα, η πραότητα τον ακόρεστο έρωτα για τον πράο Χριστό και την φιλαγαθία της ελεημοσύνης, η ελεημοσύνη οδηγεί στην καθαρότητα της καρδίας, πού εκφράζεται με την ειρηνοποίια, ενώ η εν Χριστώ ειρήνη προκαλεί την αντίδραση του κόσμου για τους δίκαιους και χριστόφιλους, πού οδηγεί στο μαρτύριο και την μακαριότητα.
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά την πρώτη βαθμίδα της κλίμακας πού είναι συγχρόνως και κορυφαία, μακαρισμό πού συχνά χρησιμοποιούμε εν τω λόγω, αδυνατώντας πολλές φορές όμως να τον εννοήσουμε: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών», ήτοι σε ελεύθερη απόδοση: Ευτυχισμένοι αυτοί πού νιώθουν το πνεύμα τους φτωχό έναντι του Θεού γιατί σε αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών». Στους εκτός εκκλησίας έχει διαμορφωθει ή λανθασμένη εντύπωση πώς πτωχός τω πνεύματι είναι ο διανοητικά ασθενής, ο πνευματικά άρρωστος. Βεβαίως, ισχύει το ακριβώς αντίστροφο. «Πτωχός τω πνεύματι» είναι τελικά αυτός πού συνέλαβε το πραγματικό νόημα της ζωής , πνευματικής και υλικής, είναι αυτός πού ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση, υπόσταση, αξίωμα, τάλαντα, γνώση, κατάσταση πνευματική και ηθική νιώθει ειλικρινά τον εαυτό του ολόκληρο φτωχό έναντι του θεϊκού μεγαλείου. Ελεεινό και ποταπό κρίνει τον εαυτό του, όχι με λόγους υποκριτικούς και επιδείξεις ψευτοευλάβειας , αλλά συνειδητά, ενσυνείδητα σε σχέση με τον άγιο, παντογνώστη και έμπλουτο Θεό. Με λίγα λόγια ο ταπεινός άνθρωπος, αυτός πού κατόρθωσε να δεί τον εαυτό του και όχι να απελπιστεί, αλλά να κάνει την φιλοσοφία της ταπείνωσης όχημα για να πετάξει σε ύψη πνευματικά. Αυτή είναι η πρώτη προυπόθεση να γνωρίσει τις κατά δύναμη το θείο και να γίνει μακάριος δηλαδή άγιος. Ο ταπεινός είναι γνήσια εικόνα του Χριστού ο οποίος ήρθε στον κόσμο όχι για να διακονηθεί, αλλά να διακονήσει, ως πτωχός δούλος Κυρίου κατά το προφητικόν λόγιον. Η σημασία της εν Χριστώ πτωχείας και ταπεινώσεως διαφαίνεται στο ψαλμικό: «Ο Θεός στους υπερηφάνους αντιτάσσεται, στους δε ταπεινούς δίνει την χάρη του. Ο δε Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την ταπεινοφροσύνη ως ουράνιο ανεμοστρόβιλο που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.Εκλεκτοί του Θεού είναι οι ταπεινοί και λαθόντες, αυτοί πού ο κόσμος της ανθρώπινης πεπερασμένης σοφίας και ματαιότητας, αποκαλεί μωρούς και ανόητους.Ανόητους και άφρονες ονόμασε όμως το ευαγγέλιο τους υπερηφάνους,πού καταφέρνουν να ξεχνούν την μηδαμινότητα τους έναντι του Θεού. Και δυστυχώς η υπερηφάνεια, η αλαζονεία, η αντίληψη πνευματικής αυτάρκειας είναι η μάστιγα των σύγχρονων ανθρώπων. Ο άνθρωπος ειδωλοποιεί το εγώ. Πλούσιος στον ευαγγελικό λόγο είναι ο άφρων και εγωιστής. ¨όμως ο κατά Θεόν πλουτίζων είναι αυτός που παραμένει λαθών, ταπεινός και αφανής, πνευματικά εξαρτώμενος μόνον από την χάρη του Θεού και μόνο στον Θεό εμπιστευόμενος τα πάντα. Ας δώσουμε και κάποιες άλλες ερμηνείες για την πτωχεία τω πνεύματι εν Χριστώ: Στην ορθόδοξη πρακτική και πνευματικότητα την βρίσκουμε στην σχέση γέροντα και υποτακτικού. Η ορθή υπακοή και η εμπιστοσύνη στον πνευματικό πατέρα δείχνει ανεπιτήδευτο και ταπεινό άνθρωπο, πού ποθεί την σωτηρία. Βέβαια, πτωχός τω πνεύματι δεν είναι ο απλοϊκός, ο αγράμματος, ο τυφλός οπαδός αλλά αυτός που ασπάστηκε την απλότητα και εξουθένωσε τον εαυτό του θεληματικά για να ζεί εν αυτώ Χριστός. Επίσης, πτωχοί τω πνεύματι είναι εκείνοι πού ενώ ευτύχησαν κατά τα κοσμικά κριτήρια να έχουν πολλά αγαθά, επιλέγουν να ζήσουν για την αγάπη του Χριστού φτωχοί και στερημένοι, όχι λόγω μιζέριας και φιλαργυρίας, αλλά για άσκηση και πόνο για την φτώχεια του αδελφού. Αυτοί που δεν θαμπώνονται από τον θόρυβο και την φαντασία του κόσμου, αλλά εννοώντας την απάτη του πλούτου, διαθέτουν τα υπάρχοντα τους στους ενδεείς, σαν να μην είχαν καμία αξία και ζούν ασκητικά και απλά. Πτωχοί τω πνεύματι είναι επίσης αυτοί που δέχονται εύκολα, χωρίς να περιεργάζονται και να αμφιβάλλουν κάθε θαυμαστή και υπέρλογη διδασκαλία της Εκκλησίας, χωρίς να μπαίνουν στην διαδικασία να αμφισβητούν, επιστρατεύοντας και επικαλούμενοι την σοφία και λογική του κόσμου. Τέτοια ταπείνωση είναι το κλειδί του παραδείσου. Όλοι αυτοί γίνονται κληρονόμοι της βασιλείας, κληρονόμοι Θεού και συγκληρονόμοι Χριστού.
Ερχόμαστε στον δεύτερο μακαρισμό. «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Μακάριοι αυτοί που πενθούν γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν. Βέβαια με τα μέτρα και την λογική αυττού του κόσμου δεν συμβιβάζονται μακαριότητα και πένθος.Πώς είναι δυνατόν αυτοί πού βρίσκονται σε διαρκές πένθος να είναι ευτυχείς και παρηγορημένοι; Συνήθως το πένθος σχετίζεται με την τραγική πραγματικότητα του θανάτου. Πενθούμε για την απώλεια του αγαπημένου προσώπου αλλά και για τον δικό μας επικείμενο θάνατο, πού πολλές φορές τον θεωρούμε απίστως εκμηδενισμό και τέλος. Ο σύγχρονος άνθρωπος στέκεται ανασφαλής και τρέμων έναντι ενός τάφου. Κατορθώσαμε να δομήσουμε μια κοινωνία θανατοκεντρική.Μια κοινωνία πού έχει ως κέντρο το φόβο του θανάτου. Γιατί τι άλλο είναι η σημερινή αγωνία του ανθρώπου για επιβίωση και υπεροχή, παρά φόβος θανάτου; Όλοι θέλουν να επιπλεύσουν , να αφήσουν στίγμα, όνομα και να επιβιώσουν πριν τους νικήσει ο θάνατος. Κυνηγώντας τις ηδονές και την ευδαιμονία νομίζουμε ότι κερδίζουμε την ζωή και εξορκίζουμε τον θάνατο. Βέβαια ξεχνάμε τον πνευματικό θάνατο, την απομάκρυνση από τον Θεό. Αυτός που πενθεί και πάσχει και οδυνάται με ανεκλάλητους στεναγμούς για την αμαρτία του και για να μην αποσχιστεί από τον Θεό είναι ο κατά Χριστόν πενθών. Ο Χριστός νίκησε τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο με τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάσταση Του και εκμηδένισε την εξουσία του σωματικού πάνω στον άνθρωπο. Πλέον μετά την ανάσταση του ο πνευματικός θάνατος είναι κατηργημένος ενώ ο σωματικός θύρα για την αθανασία. Ο πιστός μετέχοντας στο μυστήριο και τα μυστήρια της Εκκλησίας αφθαρτοποιείται, νικά τον Θάνατο και προγεύεται αιώνια Ζωή. Αφού είδαμε την κατάργηση του θανάτου μέσα στην βασιλεία του Θεού, ας δούμε ποιους εννοεί ο Χριστός ως πενθούντες. Κατά Θεόν πένθος είναι η συνεχής μετανοϊκή ζωή, να συνειδητοποιώ την αμαρτωλότητα μου και να κλαίω για τις αμαρτίες μου και να επιθυμώ συνεχώς την πνευματική μου ανάσταση. Αυτό προϋποθέτει τον πρώτο μακαρισμό, να είμαι πτωχός τω πνεύματι. Κατά Θεόν πένθος σημαίνει να κάνω μετρημένη και φιλοσοφημένη ζωή κατανοώντας την ματαιότητα του κόσμου, όχι όμως με κυνισμό και απελπισία, αλλά ποθώντας κάτι ανώτερο, την βασιλεία επί γης. Απελπισμένος είναι μόνο ο κολασμένος. Το κατά Χριστόν πένθος είναι πένθος χαροποιόν, η γνωστή χαρμολύπη πού διέπει το σταυροαναστάσιμο ήθος της ορθοδοξίας. Να συνοδυνάσαι και να πονάς για το κακό και την αδικία πού μαστίζει τον κόσμο και να βρίσκεις καταφύγιο, ελπίδα και ασφάλεια στον Χριστό. Σταυρώσιμο ήθος σημαίνει: μυστικός πόνος, κρυφός καημός,θυσία,αυταπάρνηση,αυτοκένωση,συνναληλία, αλλήλων τα βάρη βαστάζετε,στεναγμός ανεκλάλητος, χαρμολύπη,αυτομεμψία,ταπείνωση,λαθότητα,διά Χριστόν μωρία,του κόσμου αποταγή, μετάνοια αγόγγυστη,συμμαρτυρία και μαρτύριο Χριστού. Αυτο σημαίνει: ταπείνωση,τριβή στις οδούς και τις ρύμες με τον κοσμικό πόνο δίχως να σπιλώνεσαι,μύηση στον πόνο,συσταύρωση με την οδύνη του άλλου προσώπου,συνταύτιση νοερή και πραγματική με τον θλιβόμενο,τον πενθούντα,τον υστερούμενο,σκύψιμο πάνω από τις πληγές,γονυκλισία καρδίας και εσώτερης φωτιστικής,καυστικής οδύνης εν των ταμείω ημών. Σημαίνει πάλη και δάκρυ και αίμα και να μην ζεις εσύ πλέον , αλλά να ζή εν σοι Χριστός. Σημαίνει εκούσια στέρηση κάθε ανακούφισης, να ανιχνεύεις τον πόνο στην χαρά και στην χαρά να μην λησμονείς την θλίψη. Να καίγεσαι και να αγαπάς, να μην βρίσκεις ησυχία για την ανημποριά και την αδικία του κόσμου. Και κάτι πιό βαθύ και οδυνηρό και μεγάλο και σπάνιο: να έχεις αυτοεξουθενωθεί και ταπεινωθεί τόσο ώστε να παραμένεις νεκρός μπροστά σε κάθε προσβολή και εξουθένωση από τους άλλους και συνάμα να παραμένεις χαρούμενα νηφάλιος όταν διώκεσαι,μαρτυρείς, συκοφαντείσαι, βάλλεσαι πανταχόθεν από την ασφυκτική και αλγεινή κακία του κόσμου ή να ασθενείς και τότε ακριβώς να χαίρεσαι , να είσαι ισχυρός και να πανηγυρίζεις. Μετά το πένθος γεννάται η χαρά, μετά την μετάνοια η λύτρωση και τον Σταυρό ακολουθεί η ανάσταση. Ἀληθινὴ κι᾿ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, κ᾿ εἶναι ταπεινός, πρᾶος, γεμάτος ἀγάπη. Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸ παρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι λυπημένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατὶ θὰ γελάσετε.» (Λουκ. στ´ 21). Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστό, πέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη ἀθόλωτη. Παράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα. Κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Ματθ. ε´ 11). Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ιστ´ 20). Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές· μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἢ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη. (Ἰω. ιστ´ 25). Κι᾿ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του λέγει πολλὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δηλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β´, ζ´ 10). Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ᾿ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β´, στ´ 10). Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺς μαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε!» (Φιλιπ. δ´ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β´ 28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε´ 16). «Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β´ ζ´ 16).
Αφού ο Χριστός μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι και τους κατά Θεόν πενθούντας, ανεβαίνει μία βαθμίδα: Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσιν την γην, την γην της επαγγελίας δηλαδή της υποσχέσεως τον παράδεισο. Η σειρά των μακαρισμών έχει εξαιρετική σημασία, όπως άλλωστε στην Αγία Γραφή τίποτε δεν είναι τυχαίο ή άνευ σημασίας. Η αρετή της πραότητας, της αοργησίας, μπαίνει αμέσως μετά την ταπεινοφροσύνη και το πένθος για της αμαρτίες, γιατί προέρχεται απ΄αυτές. Ας δούμε ποιος άνθρωπος οργίζεται εύκολα. Μα βέβαια αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και παράλληλα έχει ξεχάσει τις δικές του αδυναμίες και τα δικά του λάθη. Οργιζόμαστε γιατί κάποιος αδελφός μας δεν συμπλέει με το θέλημά μας, γιατί δεν έχουμε την ταπείνωση να υποτάξουμε το θέλημά μας στο θέλημα του Θεού, ούτε την αγάπη να προτάσσουμε απ΄το θέλημά μας την ανάγκη να μην στενοχωρήσουμε τον αδελφό μας. Επίσης οργιζόμαστε με τα λάθη των άλλων γιατί έχουμε υποβαθμίσει τα δικά μας λάθη και δεν πενθούμε γι αυτά. Όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης η αρετές είναι κλίμακα κι ανεβαίνει κανείς σ΄αυτές σκαλοπάτι - σκαλοπάτι. Πρώτα ασκείται στην αρετή της ταπεινοφροσύνης, μέσω αυτής ανακαλύπτει τις αδυναμίες του και τα λάθη του και θρηνεί γι αυτά κι έτσι δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση κι ανοχή στα λάθη των άλλων και βάζει την αγάπη του για τον πλησίον πάνω απ΄το θέλημά του. Μακάριοι οι πράοι γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τον Παράδεισο με απλά λόγια ή αλλιώς ευτυχισμένοι όσοι έχουν πραότητα γιατί αυτοί θα κατακυριέψουν την γη, θα κυριαρχήσουν τελικά στον κόσμο. Σε έναν κόσμο ανταγωνισμών, συγκρούσεων και αναταράξεων , σε μια κοινωνία στην οποία παλεύουν να κυριαρχήσουν αυτοί που φωνασκούν, κραυγάζουν για να υποστηρίξουν κάθε ιδιοτελές και άνομο συμφέρον, σε έναν κόσμο στον οποίο οι κυρίαρχοι και ηγέτες χρησιμοποιούν κάθε μαζικό μέσο για να επιβληθούν και να χειραγωγήσουν τους ανθρώπους, αυτοί που θα επικρατήσουν πέρα από κάθε προσδοκία θα είναι τελικά οι πραείς, αυτοί που σιώπησαν από ταπείνωση και δια Χριστόν πένθος. Αυτοί που σιώπησαν όχι γιατί δεν είχαν κάτι να καταθέσουν αλλά γιατί ανέθεσαν την φροντίδα και την μέριμνα και την ελπίδα τους στον Θεό, τον Κύριο των δυνάμεων, γιατί έχουν εμπιστοσύνη στην τελική νίκη του Χριστού και της Εκκλησίας. Μακάριοι είναι οι πράοι , αυτοί που έχουν την γαλήνη της βεβαιότητας. Εκείνοι είναι πράγματι το αλάτι της γης. Ομοιάζουν στον ίδιο τον Χριστό που είπε : « Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία και θα βρείτε την ανάπαυση». Ο πράος άνθρωπος έρχεται για να φέρει την συμφιλίωση και την ειρήνη στον κόσμο των σατανικών συρράξεων. Έρχεται για να κατευνάσει την δαιμονική οργή και να κατασιγάσει κάθε βλάσφημη κραυγή. Αυτός πού κατάφερε την πραότητα, λένε οι Πατέρες, κέρδησε την απάθεια, δηλαδή το προνόμιο να μην επηρεάζεται από τα ανθρώπινα πάθη, να στέκεται πέρα και πάνω από τις τριβές και την προσβολή της αμαρτίας. Οι πραείς είναι τα αληθινά παιδιά της βασιλείας του Θεού, αυτοί που με την αγάπη και την απλότητα τους, ομορφαίνουν την ζωή. Σημειώνει α άγιος της Κλίμακος Ιωάννης:
Πραότης σημαίνει νὰ παραμένη ἀκίνητη καὶ ἀτάραχη ἡ ψυχή, τόσο στὶς ἀτιμίες ὅσο καὶ στοὺς ἐπαίνους.
Θυμὸς σημαίνει εὐμετάβλητη καὶ εὐέξαπτη συμπεριφορὰ καὶ ἀσχημοσύνη τῆς ψυχῆς.
Ὀργὴ σημαίνει νὰ διατηρῆς συνεχῶς μέσα σου κάποιο μίσος, νὰ ἐνθυμῆσαι δηλαδὴ τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔγινε. Ὀργὴ σημαίνει νὰ ἐπιθυμῆς νὰ ἐκδικηθῆς αὐτὸν ποὺ σὲ παρώξυνε.
Ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὀνομάζεται καὶ εἶναι «εἰρήνη ψυχῆς», ἐνῷ ἡ ὀργὴ «ταραχὴ καρδίας», τότε ὁπωσδήποτε τίποτε ἄλλο δὲν ἐμποδίζει τὴν παρουσία Του μέσα μας ὅσο ὁ θυμός.
Ἡ ἀρχὴ τῆς μακαρίας ἀνεξικακίας εἶναι τὸ νὰ γίνωνται δεκτὲς οἱ ἀτιμίες μὲ ἐσωτερικὴ πικρία καὶ ὀδύνη. Τὸ μέσον, νὰ ἀντιμετωπίζονται χωρὶς λύπη. Καὶ τὸ τέλος, ἐὰν ὑπάρχη τέλος, νὰ θεωροῦνται ὡς ἔπαινοι.
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀοργησίας εἶναι νὰ σιωποῦν τὰ χείλη, ἐνῷ ἡ καρδιὰ εὑρίσκεται σὲ ταραχή. Τὸ μέσον εἶναι νὰ σιωποῦν οἱ λογισμοί, ἐνῷ ἡ ψυχὴ εὑρίσκεται σὲ ὀλίγη ταραχή. Καὶ τὸ τέλος, νὰ ἐπικρατῆ στὴν θάλασσα τῆς ψυχῆς μόνιμη καὶ σταθερὰ γαλήνη, ὅσο καὶ ἂν φυσοῦν οἱ ἀκάθαρτοι ἄνεμοι.
Αντίθετα η ανθρωπότητα είναι μάρτυρας αυτής της τραγικής πραγματικότητας: η οργή γεννάει οργή, το μίσος μίσος, η αμφισβήτηση την απελπισία, η ιδιοτέλεια την απομόνωση. Θα ήταν βέβαια παράλειψη αν κοντα΄στην πραότητα δεν μακαριζόταν και ο κατά Θεόν ζήλος. Ευλογημένη και μακαρία η πραότητα, δώρο Θεού η απάθεια, ζητούμενο η ειρηναία γαλήνη. Δυστυχώς όμως ζούμε σε έναν κόσμο ανομίας και αδικίας. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες βλασφημιάς του Θεού και προσβολής του ανθρώπου της εικόνας του Θεού. Γι αυτό δεν φτανει να είμαστε πραείς, αλλά έχοντας πνευματική διάκριση κατά περίσταση να είμαστε και επικριτές όχι πονηροί αλλά εν πράοτητι της ανομίας και της βλασφημίας. Δεν διασφαλίζεται η πραότητα αν δεν υπάρχει ειρήνη. Μακάριοι λοιπόν οι πραείς γιατί αυτόί θα κυριαρχήσουν στην γη. Αυτός ο μακαρισμός εχει προοπτική εσχατολογική δηλαδή αναφέρεται στα έσχατα. Και δεν θα κληρονομήσουν οι πραείς τον τραγικό κόσμο της πτώσης, ο οποίος θα ανακαινισθεί, αλλά τον ανακαινισμένο κόσμο της βασιλείας του Θεού. Ζούμε στον κόσμο της πνευματικής ερήμου, οι πραείς όμως θα ζήσουν και θα φέρουν τον παραδείσιο κόσμο, σε αυτούς θα εκπληρωθούν οι υποσχέσεις του Θεού εν τη κοινωνία των αγίων.
«Μακάριοι οι διψώντες και οι πεινώντες την δικαιοσύνην,ότι αυτοί χορτασθήσονται». Ήδη φτάσαμε στον τέταρτο μακαρισμό: Ευτυχισμένοι λέει ο Κύριος αυτοί που διψούν και πεινούν για την δικαιοσύνη γιατί αυτοί θα χορταστούν. Με άλλα λόγια, εκείνοι που διψούν και πεινούν ακόρεστα για την επικράτηση του θελήματος του Θεού, όσοι πάσχουν και αγωνίζονται για αυτήν την επικράτηση θα δικαιωθούν από τον Θεό. Δικαιοσύνη: το παγκόσμιο αίτημα κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής, το έσχατο καταφύγιο, το μέγα ζητούμενο του αδικουμένου και καταπιεσμένου. Αυτού που ζητά δίκιο και καταξίωση ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Τι όμως ορίζεται ως δικαιοσύνη; Οι φιλόσοφοι ορίζουν το δίκαιο ως το κάθε φορά ορθόν, είναι το κατά κρίσιν της κοινωνίας των ανθρώπων ορθότερον . Οπωσδήποτε λοιπόν το δίκαιο είναι κάτι το σχετικό, εξαρτάται από την θεώρηση και το θέλημα των πολλών ή των ισχυρών, γι αυτό συχνά ότι είναι δίκαιο για τον ένα για τον άλλο είναι άδικο και αντίστροφα. Η Εκκλησία όμως δεν εκφράζεται σε αυτόν τον κόσμο με σχετικότητες. Η διδασκαλία του Χριστού είναι ορισμένη, συγκεκριμμένη . Γι αυτό στην γλώσσα της Αγίας Γραφής δικαιοσύνη είναι το θέλημα του Θεού. Δίκαιο και ορθον είναι το ορισμένο από τον Θεό ως σωτήριο, η οδός για την τελείωση. Γι αυτό και ο προφήτης Ησαΐας βλέποντας τον προ Χριστού κόσμο να υποφέρει από την ανομία,αθεΐα και ανηθικότητα κράζει : «Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης». ΄’Οποιος δηλαδή ενστερνιστεί το θέλημα του Θεού και το ποιήσει θα γνωρίσει την μακαριότητα. Επίσης στην γλώσσα της Εκκλησίας δικαιοσύνη λέγεται η αγιότητα, για αυτό και πολλές φορές οι άγιοι ονομάζονται δίκαιοι, οι διδακτοί του θείου θελήματος κατά το ψαλμικόν: « Ευλογητός ει Κύριε δίδαξον με τα δικαιώματα σου». Ευτυχισμένοι λοιπόν αυτοί που πεινούν και διψούν για το θέλημα τουΘεού γιατί αυτοί θα χορταστούν. Δεν λέει ο Κύριος απλά αυτοί που ζητούν ή θέλουν αλλά αυτοί που πεινούν και διψούν για αυτό. Ο Θεός θέλει να τον ζητούμε και να τον αγαπάμε ακόρεστα, αχόρταγα για υτό και οι πατέρες της Εκκλησίας μας ορίζοντας την σχέση μας με τον Θεό μας μιλάνε για έρωτα μανικό και γαμική σχέση, δηλαδή να τον αγαπάμε «εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας μας». Δεν ζητά ο Θεός μια επίπεδη σχέση μαζί του, δεν ζητά χλιαρότητα, οφείλεις λέει να είσαι θερμός ή ψυχρός , αν είσαι χλιαρός θα σε εξεμέσω. Ο Θεός ζητά ανθρώπους που να παραδίδονται ολοκληρωτικά στην αγάπη Του και υποτάσσονται τελειωτικά στο θέλημα Του. Τελικά, δικαιοσύνη του Θεού Πατέρα είναι ο ίδιος ο Νυμφίος Χριστός, για την θέα και κοινωνία του οποίου πρέπει να τρέφουμε ακόρεστη πείνα και δίψα πνευματική. ¨Οποιος γνωρίζει το θέλημα του Κυρίου θα αποκηρύξει κα΄θε ανθρώπινη φιλοσοφία, κάθε ιδέα, σαρκική γνώση, θέλημα και δικαίωμα. Θα χορταστεί, θα ικανοποιήσει κάθε πνευματική ανάγκη. Θα προσκοληθεί σε αυτόν που είπε: « Ο λόγος μου είναι τροφή αληθινή πού οδηγεί στην αιώνια ζωή, όποιος διψά ας έλθει σε μένα και ας πιεί και θα γίνει εντός του ο λόγος μου ύδωρ αθανασίας πού θα ρέει συνεχώς με την ισχύ του Αγίου Πνεύματος, αυτός δεν θα ξαναδιψάσει στον αιώνα».
Αναβαίνοντας την νοητή κλίμακα των μακαρισμών φτάνουμε σε υψηλό σκαλοπάτι: Μακάριοι οι ελεήμονες γιατί αυτοί θα ελεηθούν. Ο ελεήμονας άνθρωπος φτάνει ως τον θρόνο του Θεού , γίνεται ο ίδιος Θεός για τον αδελφό του κατά χάριν θεού γιατί ο μοναδικός και πρώτος ελεήμων , αυτός που βρέχει επί δικαίους και αδίκους, αυτός που ευεργετεί αδιακρίτως πονηρούς και αγαθούς, αχάριστους και ευγνώμονες είναι ο Θεός. Όταν ο Χριστός λοιπόν μας καλεί στην ελεημοσύνη μας καλεί να γίνουμε ισόθεοι. Και δεν πρέπει να μας τρομάζει μια τέτοια προοπτική διότι σκοπός του ανθρώπου είναι η τελειότητα και η θέωση, να ξανακερδίσει αυτό πού απλοχερα μας προσφέρει ο Θεός: τον χαμένο παράδεισο και να κερδίσουμε ξανά τον γνήσιο και ζωντανό εαυτό μας τον θεωμένο άνθρωπο. Ελεημοσύνη μαζί με την ΄κφραση της την αδιάκριτη κατά Θεόν αγάπη είναι το κέντρο της χριστιανικής πίστης και ήθους, το μέγα μήνυμα πού καταθέτει η Εκκλησία στον κόσμο. Αλλά είναι και το μέγα κίνητρο για τον Θεό, η μεγάλη δύναμη πού τον σπρώχνει κατά κάποιον τρόπο προς ευεργεσίαν της ανθρωπότητας. Από ελεημοσύνη επτώχυνε και εκενώθη ο Θεός, γενόμενος άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Από ελεημοσύνη έγινε υπόδικος για τους κατάδικους, απλός για τους απλούς , υπεύθυνος για τους αμαρτωλούς, εσταυρωμένος για τους τεθανατωμένους τη αμαρτία, αναστημένος για τους νεκρούς, ατιμασμένος για τους ατιμασμένους. Από ελεημοσύνη μας παραθέτει το δείπνο της βασιλείας Του, ενώ σε μας άξιζε μόνο θάνατος και περιφρόνηση. Αντί να γίνουμε εμείς επαίτες του ελέους Του, γίνεται εκείνος ζητιάνος της αγάπης μας, παίρνοντας την πρωτοβουλία να μας πλησιάσει. Πρώτον πρέπει να γίνουμε ελεήμονες προς τον εαυτό μας αποδεχόμενοι την πρόσκληση του Θεού και έπειτα ελεήμονες προς τον αδελφό για να κερδίσουμε την βασιλεία Του. Είναι γνωστή σε όλους μας η διδασκαλία της Εκκλησίας για την ελεημοσύνη και την προσφορά αγάπης προς το πλησίον. Επίσης, πολλές είναι οι μαρτυρίες της Γραφής για την δύναμη της ελεημοσύνης: Μακάριος ο άνθρωπος που ελεεί όλη την ημέρα, ιλαρόν δότιν αγαπά ο Θεός, ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν. Γνωστή επίσης είναι η παραβολή της Κρίσεως. Αυτός που φάνηκε σπλαχνικός στους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού φτωχούς, ασθενείς, φυλακισμένους, πεινασμένους, γυμνούς, απελπισμένους αυτος τελικά και ελεήθηκε. Αντίθετα όποιος τους περιφρόνησε, γνώρισε την πίκρα και την οργή του Θεού και την αιώνια καταδίκη. Είναι επίσης γνωστή η παραβολή των δέκα εκείνων παρθένων, που οι μεν πρώτες είχαν έλαιον έργον και δικαιώθηκαν , ενώ οι πέντε άλλες, ενώ διήγαν παρθενική και καθαρή ζωή, μην έχοντας έργα ελεημοσύνης, έμειναν εκτός νυμφώνος Χριστού. Συνδέεται λοιπόν με μία πρώτη ματιά η ελεημοσύνη με την αρετή της φιλανθρωπίας ή μάλλον της φιλαδελφίας, γιατί είναι εγωιστικό να λέμε πώς είμαστε φιλάνθρωποι, άνθρωποι όντες, αφού φιλάνθρωπος είναι ο Θεός, με την κοινωνική αλληλεγγύη, την υλική προσφορά και αυτοθυσία και καλώς συνδέεται. Δεν φτάνει να είναι κανείς ηθικός και έντιμος αλλά πρέπει να προσφέρεται και να προσφέρει. Αυτός είναι ο μακάριος άνθρωπος και σε αυτήν και στην άλλη ζωή, ο προσφέρων και προσφερόμενος. Βέβαια, όταν ο Χριστός λέει ότι αυτοί θα ελεηθούν δεν αναφέρεται σε μια υπολογιστική εμπορική συμφωνία μεταξύ Αυτού και ανθρώπων( δώσε μου για να σου δώσω). Πολλοί άνθρωποι φιλανθρωπεύουν και ελεούν για να κερδίσουν τον έπαινο των ανθρώπων ή την συγκατάθεση του Θεού πού τον βλέπουν ως τιμωρό. Έτσι υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων κατά τους Πατέρες: οι δούλοι, οι μισθωτοι, και οι αληθινοί υιοί του Θεού. Ο δούλος ελεεί γιατί φοβάται πώς αν φανεί άσπλαχνος θα πάει στην κόλαση. Κάνει το καλό γιατί φοβάται το κακό.Βλέπει τον Θεό ως τιμωρό και εκδικητή. Ο μισθωτός ελεεί και ποιεί το καλό για να κερδίσει την βασιλεία του Θεού. Νομίζει ότι κάνοντας το καλό υποχρεώνει τον Θεό σε μία συμφωνία. Ο Θεός όμως δεν είναι εκδικητής ή τιμωρός ή έμπορος να χρωστά και να οφείλει σε κανέναν. Τον Παράδεισο τον παρέχει απλόχερα. Οι δουλικοί και εμπορικοί μένουν εκτός του νυμφώνος, για αυτό και ο Χριστός μακαρίζει αυτούς που ελεούν από αγάπη, όσους βλέπουν τον πλησίον τους όχι μόνον τον εαυτό τους αλλά και τον ίδιο τον Θεό τους, όσους απαρνούνται την ιδιοκτησία των πραγμάτων και δεν κατέχουν τίποτα αλλά τα προσφέρουν σε όσους υστερούνται αυτοί οι ελεήμονες είναι πραγματικά παιδιά του Θεού και αυτοί θα ελεηθούν. Ελεημοσύνη είναι και να ξεπερνάμε το εγω μας και να φτάνουμε κοντα στον αδελφό, έτσι ώστε να φτάνουμε εγγύτερα στον Θεό. Η προσφορά αγάπης, συμπαράστασης, συνοδύνης και χαράς, ακόμα και ευαγγελικού λόγου με διάκριση προς τον άλλο είναι και αυτή έκφραση ελεημοσύνης. Επίσης τέλειος βαθμός ελεημοσύνης είναι η πλήρη αφεση και συγχωρητικότητα προς τον άλλο, αλλά και η υποβίβαση του εγώ μας για να ανέβει πνευματικά ο άλλος.
Ο Θεός, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ζητά από εμάς να λάβει αφορμή, για να μάς προσφέρει όλα τα αγαθά Του. Όταν επομένως κανείς ξοδεύει για ελεημοσύνη, τότε πλουτίζει, τότε είναι μακάριος και τρισμακάριος. Όταν η καρδιά μας εκχυλίζει το έλεος, τότε έχουμε στην κατοχή μας όλα τα πλούτη του Θεού τα ουράνια.
Όμως ο Θεός δεν θέλει απλώς και μόνο να ελεούμε τους αδελφούς μας. Θέλει να πράττουμε την ελεημοσύνη χαρούμενα, με ανοιχτή καρδιά. Ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Εκείνος που συμπαραστέκεται στον αδελφό του και πιστεύει ότι ο αδελφός του είναι ο ίδιος ο Χριστός, πρέπει να χαίρεται που αξιώνεται να εργάζεται το έργο της αγάπης. Διότι είναι παράλογο να ανακουφίζουμε τον πόνο του αδελφού μας και εμείς να λυπούμαστε.
Εκείνος που ενεργεί την ελεημοσύνη με τον τρόπο που θέλει ο Θεός, χαίρεται πάντα και ευχαριστεί τον Κύριο για ο,τι μπόρεσε να κάμει. Στο πρόσωπο του αδελφού του που βοηθά, βλέπει τον Κύριο και το γεγονός αυτό δίνει φτερά στην ψυχή του και φθάνει ψηλά στους ουρανούς. Εκεί ακούει, όπως ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, τον αγγελικό λόγο: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτος από τον Θεό». Διότι η ελεημοσύνη είναι πραγματικά μία θυσία δοξολογίας προς τον ελεήμονα Θεό. Και όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, το θυσιαστήριο του ελεήμονος ανθρώπου, δεν είναι οικοδόμημα πέτρινο επάνω στο όποιο θυσιάζεται ο Χριστός, άλλα το ίδιο το πανάγιο Σώμα του Χριστού.
Κάθε αδελφός του Χριστού, οπουδήποτε και αν ευρίσκεται είναι ένα ιερό και άγιο θυσιαστήριο επάνω στο όποιο μπορούμε να προσφέρουμε την θυσία της αγάπης. Επομένως ο κάθε πτωχός αδελφός μας, όχι μόνον δεν πρέπει να περιφρονήται από εμάς, αλλά και να είναι πρόσωπο άξιο ευλάβειας και σεβασμού. Ο αγιογραφικός λόγος τονίζει ότι ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν. Και ο χρυσορρήμων Πατήρ μας θέτει το ερώτημα: «Εάν ο Θεός δανείζεται από εμάς, επομένως είναι χρεώστης μας. Στην μέλλουσα ζωή, λοιπόν, θέλεις να έχεις τον Θεό κριτή ή χρεώστη;»
Ας αγαπήσουμε την ελεημοσύνη. Πραγματικά κανένα αγαθό δεν ημπορεί να εξισωθεί με αυτήν. Αυτή μας καθαρίζει από τις αμαρτίες και μας χορηγεί το θείο έλεος, δηλαδή την σωτηρία. Όπως λέγει ο υμνητής της Άγιος Ιωάννης, στην μέλλουσα Κρίση «ενώ εσύ σωπαίνεις αυτή θα σε υπερασπίζεται. Ή, καλύτερα, ενώ εσύ σωπαίνεις, αμέτρητα στόματα ευχαριστούν για σένα. Λοιπόν τρέξε και αγόρασε την σωτηρία δια της ελεημοσύνης».
Ας μην σκεφθεί κανείς μας ότι δεν έχουμε τα απαραίτητα υλικά αγαθά για να κάνουμε ελεημοσύνη. Διότι ελεημοσύνη είναι και ένα ποτήρι κρύο νερό που θα προσφέρουμε στο όνομα του Χριστού. Ελεημοσύνη είναι και μία ευχή που θα κάνουμε στον Χριστό για κάποιον αδελφό μας. Ελεημοσύνη είναι και η λύπη που θα δοκιμάσουμε για μία δοκιμασία ή αρρώστια του αδελφού μας.
Ελεημοσύνη είναι να έχεις καρδιά. Διότι κατά τον λόγο ενός μεγάλου Αγίου, του αββά Παμβώ, εάν έχεις καρδιά μπορείς να σωθείς.
Ελεήμων καρδιά κατά τον άγιο αββά Ισαάκ τον Σύρο είναι: να φλέγεται από αγάπη ή καρδιά για όλη την κτίση: Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και καθώς ό άνθρωπος τα φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια πού συνέχει την καρδιά του και από την πολλή εμμονή σ' αυτή την κατάσταση, μικραίνει ή καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι' αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι' αυτούς πού τον βλάπτουν προσεύχεται συνεχώς με δάκρυα, ζητώντας από το Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρήσει. Ομοίως προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, πού συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φτάνοντας στην ομοιότητα του Θεού.
Ο έκτος μακαρισμός αναφέρεται σε αυτούς πού είναι καθαροί τη καρδία δηλαδή τους φωτεινούς και αγνούς Χριστιανούς σε αυτούς πού έχουν φτάσει στα μέτρα της αγιότητας.
Όταν η Αγία Γραφή και οι άγιοι Πατέρες μιλούν για την καρδιά εννοούν την μεταφυσική (πνευματική) καρδιά, αλλά και την σαρκική καρδιά. Δηλαδή καρδια είναι αφ’ ενός μεν το σαρκικό όργανο, αφ’ ετέρου δε το κέντρο της υπάρξεώς μας, μέσα στο οποίο γίνεται η κοινωνία και η ένωσή μας με τον Θεό.
Ας δούμε τα περί της μεταφυσικής (πνευματικής) καρδιάς. Είναι αρκετά δύσκολο να δώση κανείς ορισμό αυτής της πνευματικής καρδιάς, γιατί «άβυσσος γαρ ακατάληπτος αληθώς η καρδία. Ιδίως στον σαρκικό άνθρωπο, που διακατέχεται από την κυριαρχία της λογικής και ο οποίος βιώνει την ζόφωση της μεταπτωτικής ζωής, είναι αδύνατη η γνώση αυτής της πνευματικής καρδιάς. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ευρεθή κανείς ορισμός ο οποίος θα μπορέση να περιγράψη αυτήν την πραγματικότητα που βιώνει ο πνευματικός άνθρωπος. Μόνον χαρακτηρισμούς και εικόνες μπορεί κανείς να διατυπώση.
Ο πνευματικός άνθρωπος που ζη με την προσευχή «γνωρίζει, ότι η καρδία του δεν είναι μόνον εν φυσικόν όργανον ή το όργανον της ψυχικής ζωής, αλλά μεταφυσικόν τι, μη υπαγόμενον εις ορισμόν, ικανόν να εγγίση τον Θεόν, την πηγήν πάσης υπάρξεως». Η καρδιά είναι ο χώρος εκείνος, που αναπτύσσεται όλη η πνευματική ζωή, που ενεργεί η άκτιστη ενέργεια του Θεού. Αυτή «η βαθεία καρδία» είναι εν πολλοίς άγνωστος όχι μόνον από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και από τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί η Χάρη του Θεού εργάζεται μυστικά την σωτηρία του ανθρώπου μέσα στην καρδιά του. Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει ο αρχιμ. Σωφρόνιος: «Πεδίον του πνευματικού αγώνος δι’ έκαστον άνθρωπον προ παντός είναι η εαυτού καρδία. Και όστις αγαπά να εισέρχεται εις την καρδίαν του, κατανοεί τον λόγον του προφήτου Δαβίδ: «Προσελεύσεται άνθρωπος, και καρδία βαθεία» (Ψαλμ. ξγ’, 7). Η γνησία εν Χριστώ ρέει εκεί, εν τη βαθεία καρδία, κεκρυμμένη ουχί μόνον από τα ξένα βλέμματα αλλά εν τω πληρώματι αυτής και από αυτόν τον ίδιον τον άνθρωπον. Όστις εισήλθεν εις τον μυστικόν τούτον νυμφώνα, αυτός αναμφιβόλως εδοκίμασεν άφραστον έκπληξιν προ του μυστηρίου της υπάρξεως. Όστις κεκαθαρμένη διανοία παρεδόθη εις την εντατικήν παρατήρησιν της βαθείας αυτού καρδίας, αυτός κατανοεί ότι είναι αδύνατον να παρακολουθήση εν παντί την ροήν της ζωής, έστω και δια βραχύ τι χρονικόν διάστημα. Αυτός αντιλαμβάνεται το αδύνατον να συλλάβη την πορείαν της πνευματικής ζωής της καρδίας, το βάθος της οποίας εισέρχεται εις επαφήν με εκείνο το Είναι, όπου δεν υπάρχουν πλέον πορείαι». Ο Απόστολος Πέτρος ονομάζει την καρδία κρυπτόν άνθρωπον: «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» (Α’ Πέτρ. γ’, 4). Είναι πράγματι ο χώρος εκείνος στον οποίο αγιάζεται ο Θεός: «Κύριον δε τον Θεόν αγιάσατε εν ταις καρδίαις υμών» (Α’ Πέτρ. γ’ 15). Μέσα στην καρδιά ανατέλλει η Χάρη του Θεού: «... έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’ Πέτρ. α’, 19). Παρά την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό μέσα στην καρδιά, η καρδιά παραμένει το «έλασσον» και ο Θεός το μείζον. «Μείζων εστίν ο Θεός της καρδίας ημών» (Α’ Ιω. γ’, 20).
Καρδιά είναι το αγγείον που έχει το έλαιον, δηλαδή την θεία Χάρη. Κατά τον Μακάριο τον Αιγύπτιο «αι νήψασαι πέντε παρθένοι εκείναι και το ξένον της εαυτών φύσεως έλαιον εν τοις αγγείοις παραλαβούσαι της καρδίας, τούτο δε εστιν η Χάρις του Πνεύματος, εδυνήθησαν εις τον νυμφώνα συνεισελθείν τω νυμφίω». Έτσι η καρδιά είναι το αγγείο, στο οποίο ο φρόνιμος άνθρωπος διαφυλάττει την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος και κατ’ αυτόν τον τρόπο εισέρχεται στον νυμφώνα για να ευφραίνεται με τους γάμους του νυμφίου. Η καρδιά είναι ο αγρός μέσα στον οποίο είναι κεκρυμμένος ο θησαυρός, που, όταν τον βρη ο άνθρωπος, πωλεί τα πάντα για να τον αγοράση Η καρδιά είναι η εικόνα της Καινής Διαθήκης ή μάλλον η Καινή Διαθήκη είναι τύπος της καθαρότητος της καρδιάς και της τηρήσεως και φυλακής του νου . Η Παλαιά Διαθήκη είναι εικών της εξωτέρας και αισθητής σωματικής ασκήσεως, «το δε άγιον Ευαγγέλιον, ο εστιν η Καινή, εικών της προσοχής, ήγουν της καθαρότητος της καρδίας». Η καρδιά είναι ο ουρανός. Όπου υπάρχει ταπείνωση και μνήμη Θεού «εκ νήψεως συνεστώσα και προσοχής, προσευχής τε πυκνότης κατ’ εχθρών εστηλωμένη, έστιν άρα εκεί ο τόπος του Θεού∙ ήτοι καρδιακός ουρανός».Μέσα στην καρδιά γίνεται ο αρραβών του Πνεύματος: «Ο Θεός ο «δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών» (Β’ Κορ. α’, 22). Η καρδιά είναι οι πλάκες επάνω στις οποίες εγγράφεται η επιστολή του Θεού. «Η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών... εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντο, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β’ Κορ. γ’, 2-3). Η καρδιά είναι ο χώρος στον οποίο λάμπει το Φως του Θεού. «Ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. δ’, 6). Μέσα στην καρδιά βεβαιώνεται ο άνθρωπος για την υιοθεσία και εκεί ακούγεται καθαρά η φωνή του Θεού: «ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον∙ αββά ο πατήρ» (Γαλ. δ’, 6). Αφού εκεί αναπαύεται ο Θεός, εκεί ομιλεί με τον άνθρωπο. Εκεί ακούγεται καθαρά και ευκρινώς ο λόγος του Θεού. Στην καθαρή καρδιά υπάρχουν και οι οφθαλμοί με τους οποίους βλέπει τα μυστήρια του Θεού. «Ο πατήρ της δόξης, δώη υμίν... πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της καρδίας υμών, εις το ειδέναι υμάς τις εστιν η ελπίς της κλήσεως αυτού...» (Εφεσ. α’, 17-18). Στην καρδιά επικρατεί η ειρήνη του Θεού: «και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών» (Κολ. γ’, 15). Η καρδιά είναι η κιθάρα, χορδές είναι οι αισθήσεις, πλήκτρο η διάνοια η οποία δια του λογικού κινεί ενδελεχώς το πλήκτρο που είναι η μνήμη του Θεού, «εξ ης ηδονή τις άρρητος τη ψυχή επιγίνεται και τω καθαρώ νοΐ τας θείας αυγάς ενοπτρίζεται». Η καρδιά είναι η πηγή από την οποία, με την προσευχή και την θέρμη, εξέρχεται ύδωρ «εκ του ζωοποιού πνεύματος». Η καρδιά είναι ο εντός ημών άνθρωπος . Αυτές και πολλές άλλες εικόνες και χαρακτηρισμούς χρησιμοποιούν οι άγιοι Απόστολοι και άγιοι Πατέρες για να παρουσιάσουν και να εκφράσουν την καρδιά. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι καρδιά είναι «ο εντός ημών άνθρωπος», ο χώρος εκείνος που αποκαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και στον οποίο αποκαλύπτεται και κατοικεί ο Θεός. Είναι ο πνευματικός ναός που τελείται αέναη θεία Λειτουργία, προσφέρεται αέναη δοξολογία προς τον Θεό. Αυτός ο χώρος, ο άγνωστος για τους πολλούς, αλλά γνωστός για τους αγίους, ζωογονεί τον άνθρωπο.
Η καθαρότητα και η αγνότητα της καρδιάς έρχεται αφού περάσει ο άνθρωπος από τα άλλα στάδια της μακαριότητας: βάζει σαν βάση την ταπείνωση, ζεί με μετάνοια, φέρεται με πραότητα, ασκεί την ελεημοσύνη, πεινά και διψά για το θέλημα του Θεού και έτσι φτάνει στην καθαρότητα. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεον όψονται. Μακάριοι αυτοί που έχουν καθαροί καρδιά γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό. Ποιοι είναι όμως οι καθαροί τη καρδία; Την εποχή του Χριστού αλλά και σήμερα σε όλες τις θρησκείες επικρατούσε η τυπολατρεία δηλαδή οι άνθρωποι έδιναν βάρος στοςυ εξωτερικούς τύπους της θρησκευτικής ζωής. Άγιος και δίκαιος άνθρωπος άρα σωστός και έντιμος ήταν αυτός που έκανε συχνές θυσίες, αυτός που γνώριζε τον Νόμο του Θεού χωρίς απαραίτητα να τον τηρεί βιωματικά και γενικά όποιος φαινόταν στα μάτια των άλλων έντιμος και δίκαιος. Είχαμε δηλαδή επιφανειακή θρησκευτικότητα, γεμάτη ανούσιους τύπους και υποκρισία. Δυστυχώς αυτός ο τρόπος θρησκευτικότητας, η τυπολατρεία και η προσποίηση, ταλαιπωρεί και στιγματίζει ακόμα και σήμερα την Εκκλησία μας. Γιατί ενώ ο Χριστός μας καλεί στην πνευματικότητα, να δούμε δηλ΄πίσω από το γράμμα, πίσω από τον τύπο την ουσία εμείς είμαστε προσκολλημένοι στα βατά, τα καλά και συμφέροντα. Φοβόμαστε να ανακαλύψουμε το θέλημα του Θεού γιατί φοβόμαστε να γίνουμε αγνοί. Στην συνέχεια κατεβάζουμε τον Θεό στο δικό μας επίπεδο για να εξυπηρετήσουμε το καλό μας. Προκυνούμε με προσποιητή ευλάβεια την εικόνα ενός αγίου χωρίς να είμαστε διατεθειμμένοι να μιμηθούμε τον άγιο. Πιστεύουμε στον εκκλησιασμό ως κοινωνική υποχρέωση και απορρίπτουμε την μυστηριακή ζωή. Ακόμα και η Γραφή και η Παράδοση επιδέχεται για πολλούς πολλών και συμφεροντολογικών ερμηνειών. Έχουμε αντικαταστήσει την ευσέβεια με τον ευσεβισμό, την πίστη με την χριστοπιστία, την αγάπη με το συμφέρον. Αν κόβουμε τον Θεό στα μέτρα μας πλανώμαστε. Μισούμε τον αδελφό μας, ενώ πιστεύουμε πώς αγαπάμε τον Θεό μας. Είμαστε θρήσκοι αλλά όχι χριστιανοί. Ο Χριστός στηλίτευσε την αμαρτία δημόσια αλλά όχι τον αμαρτωλό. Μόνο και μία εξαίρεση έκανε: Δημόσια στηλίτευσε τον φοβερότερο αμαρτωλό τον υποκριτή. Ο Χριστός όμως όσον αφορά τον τρόπο ζωής μας έριξε το κέντρο βάρους στην εσωτερική καθαρότητα και ταπεινοφροσύνη του ανθρώπου, που έρχεται από την αληθινή γνώση των πραγμάτων. Δηλαδή στην τέλεια υπακοή και παράδοση στον Θεό για να βρούμε την ελευθερία. Όταν είναι καθαρός ο άνθρωπος στα βάθη της καρδιάς του, τότε όλη η ύπαρξη του είναι φωτεινή. Και αναλόγως από την ποιότητα και το περιεχόμενο της ο κόσμος γεννιέται στον νέο κόσμο του Θεού ή μένει στάσιμος στον κόσμο της αμαρτίας. Βέβαια, η καθαρότητα της καρδιάς εξαρτάται και από την ηθική καθαρότητα και σωματική άσκηση. Ο έντιμος άνθρωπος μπορεί να είναι καθαρός τη καρδία.
Ότι αυτοί τον Θεόν όψονται: Γνωρίζουμε από την παράδοση και τους βίους των αγίων πώς ησυχαστές και κοσμικοί καλλιεργώντας την καθαρότητα της καρδίας και την νοερά προσευχή αξιώνονται της θέας του ακτίστου φωτός, ενέργειας εκ της ουσίας του Θεού, την θέα του Θεού και προχωρουν σταδιακά στην θεογνωσία. Βέβαια για τους μη νηπτικά προχωρημένους θέα του Θεού είναι η πραγματική θέα και γνώση του αδελφού και του εαυτού και η ταύτιση με αυτόν. Γι αυτό και ο καθαρός άνθρωπος, ο ακέραιος και αγαπητικός κερδίζει την αγιότητα του , μέσω της διακονίας της βιωματικής γνώσης και συμπαθείας του αδελφού.. Εκείνος που πρόσφερε και προσφέρθηκε , θυσιάστηκε και θυσίασε , υποβίβασε τον εαυτό του και υπερύψωσε τον αδελφό του, αυτός που εν ολίγοις είδε στο πρόσωπο του άλλου την θέα του Θεού, θα αξιωθεί την ουράνια μακαριότητα, θα κοιτάξει άφοβα τον Θεό και τους αγγέλους Του εν ημέρα Κρίσεως. Θέα του Θεού η αιώνια κοινωνία και ευφροσύνη μαζί Του.
«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» δηλαδή άγιοι είναι αυτοί που φέρνουν την ειρήνη στον κόσμο γιατί εκείνοι θα ονομαστούν παιδιά του Θεού. Αμέσως μετά τους καθαρούς στην καρδιά, μακαρίζονται οι ειρηνοποιοί αυτούς που φέρουν μέσα τους την ειρήνη του Θεού και την προσφέρουν απλόχερα στους γύρω τους και το περιβάλλον τους. Η ειρήνη πού είναι κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο ζητούμενο αγαθό από όλους, αλλά από λίγους τηρούμενο βρίσκεται μαζί με την αγάπη στο κέντρο της αληθινής πίστης. Ο ίδιος ο Θεός μας ονομάζεται άρχων της ειρήνης, δηλαδή κέντρο και πηγή της μακαριότητας, αιώνιος και προυπαρχων, γαλήνιος και αμετακίνητος από την θεότητα. Αλλά και ο Κύριος Ιησούς ονομάζεται στην γραφή άρχων ειρήνης και επι γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία. Αυτός είναι ο πρώτος και μέγας ειρηνοποιός και η Ειρήνη διότι αυτός μας συμφιλίωσε με τον Θεό Πατέρα. Απομακρυνθήκαμε εμείς από τον Θεό και μισήσαμε τον δημιουργό μας. Αλλά εκείνος με την σάρκωση, τον Σταυρό και την ανάσταση Του ένωσε τα πριν διεστώτα δηλ. μας ξαναέφερε σε κοινωνία με τον Θεό πατέρα μας. Κάθε έχθρα μίσος και αποστροφή πού ένιωθε ο πλανεμένος και πληγωμένος άνθρωπος για τον θεό του, ο φόβος και η απελπισία, η τεράστια απόσταση μεταξύ Αγίου και αμαρτωλού, ξεπεράστηκαν από τον ειρηνοποιό και συμφιλιωτή Χριστό στο Πρόσωπο Του. Έτσι ο Χριστός επανέφερε την γη σε διάλογο με τον ουρανό, ανέσυρε τους εσκοτισμένους στο φως τους νεκρούς στην ζωή και τους πριν πλανεμένους στην αλήθεια,κατέστησε τον άγνωστο και απρόσιτο Θεό, προσωπικό, συγκεκριμμένο και αγαπητό. Όχι πια φοβερό και δυνάστη αλλά εύσπλαχνο και ελεήμονα . Αλλά η ειρήνη του Χριστού δεν έφτασε μόνο εκεί αλλά έγινε και επί γής ειρήνη, αγγελική πολιτεία, βασιλεία ουρανών με την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας που εν αγίω πνεύματι είναι το ίδρυμα της Ειρήνης και ο τόπος συμφιλίωσης και κοινωνίας. Μέσα στην Εκκλησία και από την Εκκλησία ξεκινά η Ειρήνη πού θα κυριεύσει τον κόσμο. Μας καλεί ο Χριστός εμάς τα φωτόμορφα της Εκκλησίας τέκνα να διαδώσουμε το μήνυμα της χριστιανικής ειρήνης και της παγκόσμια συμφιλίωσης. Η Εκκλησία είναι ο τόπος της ανάστασης και της ειρήνης, κατάφύγιο ειρήνης για τους κοπιώντας και πεφορτισμένους, τους διωγμένους, τους συγκρουόμενους και τους αμαρτωλούς. ΓΙ αυτό και η λατρεία μας είναι ειρηνοκεντρική. Με την ειρήνη καλούμαστε να προσευχηθούμε στον Κύριο επί το αυτό , με ειρήνη καλούμαστε στην μετάληψη των μυστηρίων και πάλι με ειρήνη απολυόμαστε από την ευχαριστία. Είναι γεγονός πώς εκτός της Εκκλησίας ζούμε τον παραλογισμό, την αφόρητη πίεση των ανθρώπινων συγκρούσεων , του σατανικού πολέμου και της ασυνεννοησίας πολύ επικρατεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτός ο κόσμος πορεύεται συνειδητά και ασυνείδητα προς την απώλεια και την καταστροφή και αυτό δεν θα πάψει να συμβαίνει ως την εσχάτη ημέρα. Γι’ αυτό ακριβώς καλούμαστε να φέρουμε την ειρήνη του Χριστού στον κόσμο, πού δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη αγάπη και το μήνυμα του ευαγγελίου. Καλούμαστε ζώντας εν Χριστώ και μεταδίδοντας τον Χριστό να περισώσουμε ό, τι περισώζεται μέσα στην δίνη της καταστροφής του κόσμου. ΟΙ κοσμοκράτορες και οι άρχοντες του κόσμου ειρηνοκάπηλοι και κατασκευαστές πολέμων και συγκρούσεων επαγγέλονται παγκόσμια ειρήνη και ευημερία . Είναι σύγχρονοι φαρισαίοι πού στον βωμό των μεγάλων συμφερόντων καταδυναστεύουν και θυσιάζουν λαούς και έθνη. Η ειρήνη όμως πού φέρουν οι άνθρωποι του Θεού δεν έχει σχέση με την ψευδώνυμη ειρήνη του κόσμου, με ο,τιδήποτε υποκατάστατο ανθρωπιστικών και ειρηνιστικών οργανώσεων. Και στην εποχή του Ιησού οι Ρωμαίοι είχαν επιβάλει τυρανικά ένα ισοπεδωτικό καθεστώς παγκοσμιοποίησης την ρωμαική ειρήνη πού σκοπό είχε να εξουθενώσει και να ελέγχει το πρόσωπο και τους λαούς. Και αυτή την ψευδεπίγραφη ειρήνη προσπαθούν σήμερα να μας επιβάλουν οι αρχιτέχτονες της Νέας Εποχής. Η Ειρήνη του Χριστού είναι πρώτα ειρήνη εσωτερική και πνευματική , καρπός νήψης και εκκλησιαστικότητας, μετά εξωτερικευεται από τους αληθινούς ανθρώπους και τους αληθινούς πιστούς στους πάντες και στα πάντα. Οι άγιοι ζούν πρώτα την Ειρήνη και έπειτα μεταφέρουν τους καρπούς της, τους καρπούς του αγίου Πνεύματος στον κόσμο, όπως ο Χριστός στους μαθητές μετά την Ανάσταση. Φέρνουν σε συνδιαλλαγή τα πρόσωπα, τους ανθρώπους μεταξύ τους και σε κοινωνία με τον Θεό. Οι ειρηνοποιοί είναι αυτοί που αγαπούν αληθινά για αυτό και ο Θεός των χριστιανών είναι κατά τον μέγα Παύλο ο Θεός της ειρήνης και της αγάπης. « Μη φοβού μικρόν ποίμνιον», παιδιά του Θεού δεν ονομάζονται οι Καίσαρες και οι κλειδοκράτορες αλλά οι ειρηνοποιοί. Αυτοί θα συμβασιλεύσουν με τον Χριστό μετά το πέρας της αμαρτίας. Η ειρήνη του Χριστού ως βασιλεία και κοινωνία προσώπων προγεύεται ως νέα εποχή ανακαίνισης μέσα στην Εκκλησία.
Η ειρήνη όμως του Χριστού δεν γίνεται αποδεκτή στον κόσμο. Γι αυτό και ο ίδιος είπε «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνη αλλά μάχαιραν» . Πώς να αντέξει ο κόσμος την απώλεια του, όταν και μόνο η παρουσία των μακαρίων πτωχών, πενθούντων, πραέων, ελεημόνων, πεινώντων και διψώντων την δικαιοσύνην, καθαρών τη καρδία και ειρηνοποιών κρίνει αυτό τον δαιμονοκρατούμενο κόσμο ως αμαρτωλό, πεπερασμένο, δαιμονικό και φθαρτό. Γι αυτό και ο κόσμος θα στραφεί ενάντια στους αγίους , τους μακάριους. Η παρουσία των αγίων στον Κόσμο για το όνομα και την μαρτυρία του Ιησού θα είναι κόλαση και κρίση για αυτόν τον κόσμο και τον άρχοντα του πού είναι ο διάβολος. Έτσι ερχόμαστε στους δύο τελευταίους μακαρισμούς που συνδέονται μεταξύ τους: « Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών και Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν υμάς και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς· ούτω γαρ έδιωξαν τους προφήτας τους προ υμών». Μακάριοι είναι εκείνοι, που καταδιώκονται για χάρη της δικαιοσύνης, γιατί σ' αυτούς ανήκει η Βασιλεία των ουρανών.Μακάριοι θα είστε, όταν θα σας βρίσουν και σας καταδιώξουν και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο, λέγοντας ψέματα εξαιτίας μου.Τότε να χαίρεστε και να αγαλλιάστε, γιατί η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς. Έτσι ακριβώς κυνήγησαν τους προφήτες, που έζησαν πριν από σας. Η Εκκλησία είναι εκκλησία μαρτύρων, σταυρική Εκκλησία. Όσοι θέλουν να μαρτυρήσουν για τον Χριστό και την δικαιοσύνη , το θέλημα Του, θα βριστούν , θα διωχτούν, θα συκοφαντηθούν, θα κακοπαθήσουν, θα οδηγηθούν ακόμα και στον θάνατο και έτσι θα ομοιάσουν στους προφήτες και τους αγίους που διώχτηκαν και μαρτύρησαν για το όνομα του Χριστού , ανά τους αιώνες ως την σημερον. Για ακόμα μια φορά συναντάμε εδώ μια αντίθεση. Είδαμε πώς ο Χριστός αποκάλεσε μακάριους τους πενθούντες και ταπεινούς, τώρα μακαρίζει τους διωγμένους, αυτούς που θα ζήσουν μια ζωή περιφρόνησης και πίεσης για τον κόσμο της αμαρτίας. Αυτούς που θα κατηγορηθούν άδικα για το όνομα Του. Εκείνους πού θα αντιμετωπίσουν κάθε ψευδή κατηγορία όχι για έγκλημα απάνθρωπο, αλλά για το όνομα : Χριστιανός. Αυτοί είναι η παράδοξη γλώσσα της ορθοδοξίας. Συνήθως εμείς οι άνθρωποι κρίνουμε τα πράγματα με ταπεινά και σαρκικά κριτήρια. Μακάριοι για τον ορθολογιστή άνθρωπο αυτού του αιώνα δεν είναι βέβαια οι αυτοταπεινούμενοι και οι καταδιωγμένοι, αλλά αυτοί πού ζουν με ασφάλεια, αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα για τον εαυτό τους και απολαμβάνουν τα υλικά αγαθά και εισπράττουν τον θαυμασμό και την κολακεία ή τον φθόνο των γύρω τους. Δεν χρειάζεται βέβαια να προχωρήσουμε σε ειδικότερες αναλύσεις για την κατάντια αυτού του κόσμου. Ο,τιδήποτε αγαθό , ό, το χρηστό και άγιο έχει αποδιωχθεί από την ζωή μας , ενώ αντίθετα ό, τι το παράλογο, ανίερο και πρόστυχο έχει γίνει απαραίτητο συστατικό της καθημερινότητας και της ψευτικης ευτυχίας μας και είδωλο το οποίο λατρεύουμε στην θέση του αληθινού Θεού και θυσιαζόμαστε για αυτό. Την σημερον ο πραγματικός, ο έντιμος χριστιανός πού θέλει να ζήσει εν Χριστώ αντιμετωπίζει άθεους ανθρώπους ή κάλπικους αδελφούς πού στο όνομα του μοντερνισμού και της ψεύτικης προόδου, τον παρακωλύουν από το να ποιεί το ευαρεστο στον Θεό και τον πολεμούν και τον χλευάζουν όταν αυτός προσπαθεί λόγω και πράξει να υπερασπιστεί τά άγια πιστεύω του και να διασφαλίσει την ορθόδοξη ταυτότητα του. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών και προσπαθειών τορπιλισμού και υπονόμευσης της εκκλησίας και των γνήσιων διακόνων και τέκνων της. Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν έφτασε σε τέτοιο κατώτατο πνευματικό επίπεδο ώστε όχι μόνο να αποκηρύττει ό,τι θεϊκό και πνευματικό αλλά και να πάσχει να το σβήσει και να το καταργήσει. Γιατί το σκοτάδι αποστρέφεται το φως και η αμαρτία ελέγχεται από την σιωπηλή αγιότητα. Εϊναι όμως γενικά αποδεκτό και λογικό πώς όποιος δεν θέλει να γνωρίσει ή να αποδεχτεί την αλήθεια την ειρωνεύεται, την πολεμα, την υποβιβάζει. Όσοι συκοφαντούν τους χριστιανούς, επειδή ακριβώς είναι χριστιανοί, τους αγίους για την αγιότητα τους και τους τίμιους ακριβώς για την τιμιότητα τους μοιάζουν με φοβισμένα κυνάρια που απειλούν τους ανθρώπους, δίχως να έχουν εξουσία επάνω τους. Καλούμαστε την ώρα και την στιγμή πού θα περιφρονηθούμε , την ώρα που θα διωχθούμε και θα συκοφαντηθούμε για τον Χριστό, να χαρούμε και να πανηγυρίσουμε, γιατί θα εξομοιωθούμε, θα γίνουμε ένα με τους προφήτες και τους μάρτυρες και τους ομολογητές και με τον ίδιο τον εσφαγμένο Αμνό Χριστό. Θυμηθείτε, αγαπητοί, πώς και ο Ίδιος ο Χριστός από την φάτνη έως τον τάφο, διώχτηκε και συκοφαντήθηκε και απειλήθηκε από τον κόσμο της αμαρτίας. Έφθασε όμως ως την Ανάσταση και την δόξα. ¨Ομοια και οι Απόστολοι και οι μάρτυρες και οι Πατέρες εδιώχθησαν για χάρη της αληθείας. Η πορεία της Εκκλησίας είναι μαρτυρική, όπως διαφαίνεται και από τον αγώνα των ομολογητών της σημερινής Κυριακής, ποτήριον και βάπτισμα θανάτου. Μέσα από τις οδύνες γιγαντώνεται η πίστη και το δέντρο της Εκκλησίας ποτίζεται με αγνό αίμα μαρτύρων. Ως προφύραν και βύσσον στολισαμένη η Εκκλησία, αναγνωρίζει ως ισχύ και στερέωμα της τον Εσταυρωμένο Κύριο της. Η εποχή μας, αγαπητοί αδελφοί, καυχιέται για πρόοδο τεχνολογική και "πνευματική ολοκλήρωση". Καυχιέται για δημοκρατία, παρρησία και ελευθερία έκφρασης και λόγου. Καυχιέται για λαμπρά μυαλά, επιτήδειους οικονομολόγους,φωτισμένους ηγέτες, τεχνοκράτες επιστήμονες και μεγάλους ανθρωπιστές. Καυχιέται για ήρωες της καθημερινότητας και ευεργέτες της ανθρωπότητας. Ο ηρωϊσμός σαν έννοια στη σημερινή εποχή ταυτίζεται με εκείνους που έλαβαν ρόλο ανθρωποθεού ή και ρόλο μεσσία θεανθρώπου. Ο ηρωϊσμός της εποχής δεν είναι παρά μια καθαρή βλασφημία μπροστα στο θρόνο του Θεού. Πλάθουμε και προσκυνούμε τάχα τιτάνιες μορφές πού όμως τους λείπει η διαυγής αγάπη και η αληθινότητα, τους χαρακτηρίζει το πνεύμα της καθυπόταξης και σαγήνης των πολλών. Έτσι ο ήρωας της σύγχρονης εποχής δεν είναι παρά μια αδύναμη και δειλή ψυχή που εξαρτά την ευτυχία και την επιτυχία του, από την γνώμη ή την"λατρεία" του συνόλου.
Στην ορθόδοξη παράδοση και ιστορία έχουμε και εμείς τους δικούς μας ήρωες που είναι οι άγιοι και μάλιστα οι άγιοι μάρτυρες και μεγαλομάρτυρες. Στρατιώτες αληθινοί του Χριστού, με μία παρρησία όχι δαιμονική αλλά ουράνια. 'Ηρωες με πνεύμα θυσίας και αυταπάρνησης. Ήρωες όχι για τον εαυτό του, ούτε προς εντυπωσιασμόν, αλλά ούτε με ψυχρό μεταφυσικό υπολογισμό να κερδίσουν μία γωνία στον παράδεισο του "οφειλέτη Θεού".Οι μάρτυρες της ορθοδοξίας είχαν πρώτον "καρδίαν" και "πίστιν ζέουσαν". Ήταν ο έρως ο μεγάλος και καταλυτικός για τον Νυμφίο Χριστό, ο έρως της αλήθειας, της μόνης αλήθειας πού τους οδηγούσε στο καμίνι των θλίψεων και των πειρασμών των μαρτυρίων. Διότι , οι άγιοι μάρτυρες κατανοούσαν το πρόσκαιρο αυτής της ζωής και την γελοία απάτη της εγκόσμιας δόξας και η καρδιά τους δεν χωρούσε αγάπη άλλη, φίλον έτερον εκτός του Νυμφίου Ιησού.Έτσι θηριομαχούσαν και ανθρωπομαχούσαν με γενναιότητα, ενώ ο κόσμος και οι υπηρέτες του, τους φόρτωναν με κατηγόριες,βλασφημίες και τους παρέδιδαν στα πιο φρικτά και σατανικά βάσανα. Διότι, όσο αντιστέκοταν οι άγιοι μάρτυρες, τόσο οι διώκτες δαιμονίζονταν και κολάζονταν. Όσο οι άγιοι μάρτυρες παρέμειναν ακλόνητοι και αμετακίνητοι στην θεία πίστη, τόσο οι υπηρέτες του διαβόλου επιστράτευαν σατανικά εφευρήματα και σκληρότερα μαρτύρια για να κάμψουν την αγία τους αντίσταση. Γιατί η νίκη των μαρτύρων είναι η κόλαση του κόσμου και ο θρίαμβος τους είναι η καταδικη των δημίων τους, όπως ακριβώς η δόξα του Θεού είναι κόλαση καυστική για τους πωρωμένους και παραδομένους τη αμαρτία.
Τελειώνοντας, αυτή την σύντομη ομιλία στους Μακαρισμούς, αγαπητοί αδελφοί , θέλουμε να τονίσουμε πώς ο,τιδήποτε ελέχθη δεν είναι ακατόρθωτο, ούτε εξωπραγματικό. Ο Χριστός λαμβάνοντας σάρκα μίλησε και συνδιαλέχθη και άφησε ευαγγέλιο όχι σε αγγέλους, αλλά σε ανθρώπους. Τονώνοντας την πιστότητα, την αγωνιστικότητα, τον ζήλο και την ζέουσα αγάπη μέσα στην εκκλησιαστική κοινωνία και την μυστηριακή ζωή, στον νηπτικό βίο και την ορθοπραξία, την άσκηση, την μαρτυρία και την πίστη, κατά το μέτρο , την κλήση και το τάλαντο εκάστου, μπορούμε συν Θεώ αγίω να ανέβουμε και εμείς την νοητή αυτή κλίμακα των μακαρισμών και να φτάσουμε στην αγιότητα.
Κλείνοντας θα θέλαμε να αναπέμψουμε προς τον Κύριο μία ευχή, όχι σαν είδος βέβαια κεκαλυμμένης και αναιδούς παραινέσεως προς το φιλόχριστο ακροατήριο, αλλά μία ευχή ταπεινωμένου και συναμαρτωλού ανθρώπου: να μας δώσει ο Κύριος την υψηλή αρετή, τον
αγιασμένο αυτό πνευματικό οφθαλμό της διακρίσεως, ώστε να εντοπίζουμε τις κάθε είδους αποπροσανατολιστικές και επικίνδυνες εκ δεξιών και εξ ευωνύμων παγίδες, πού θέτουν σε δοκιμασία την ορθοδοξία και ορθοπραξία μας. Εκείνος πού είπε: Θαρσείτε, εγώ με θ ημών ειμί έως της συντελείας του αιώνος, Εκείνος πού με το πανάγιο αίμα του εσφράγισε την καινή διαθήκη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου την Ορθοδοξία, να μας διαφυλάττει από κάθε πονηρή διαπλοκή του εχθρού στο ορθόδοξο ήθος και από κάθε εκούσιο και ακούσιο μετασχηματισμό με τον κόσμο ετούτο, ώστε πίστεις , αυθεντικοί και εκκλησιαστικοί εμείς ανθρώποι να προχωρούμε απρόσκοπτα προς την τελείωση, την σωτηρία και την θέωση.
Από την λαμπρή όαση αυτής της πανηγυρικής Κυριακής, πού ετέθη όχι μόνο για απόδοση τιμής και μνήμης ιερών προσώπων και γεγονότων, αλλά και για την πνευματική μας ανάταση και αναψυχή, εν μέσω μετανοϊκής σαρακοστινής θλίψεως, η Εκκλησία θα μας οδηγήσει και πάλι από την αύριον ή μάλλον ήδη από σήμερα στον κατανυκτικό εσπερινό είς την καθαρτικήν κοιλάδαν του κλαυθμώνος της μεγάλης τεσσαρακοστής, της δευτέρας εβδομάδας των λυτρωτικών και ψυχοσωτηρίων νηστειών. Οφείλουμε λοιπόν να διατηρήσουμε ειδικά αυτήν την ψυχωφελή περίοδο ακοίμητη την ορθοδοξία μας και ανύσταχτη την ορθοπραξία μας, έτσι ώστε αξίως να φτάσουμε στην θαβώρειο αναστάσιμη κορυφή του Πάσχα, πιστοί και φρόνιμοι δούλοι του παθόντος και αναστάντος Χριστού.
Καλό υπόλοιπο τεσσαρακοστής και καλόν αγώνα
_______________________________________
λόγω της πληθώρας βιβλιογραφικών και διαδικτυακών παραπομπών , αυτές παραλείπονται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου